Το σκωτσέζικο έργο

Μάκβεθ - Μέρος Α΄


Των Αντώνη & Κωνσταντίνου Κούφαλη

Ο Μάκβεθ, κατέβηκε στην πολύβουη οδό με τον ήλιο να λούζει μ’ ένα ιβουάρ χρώμα ανθρώπους και κτίρια. Πλήθη κόσμου, όλο στολίδια και φραμπαλάδες, συνωστίζονταν παρά τη ζέστη και την κίνηση στην είσοδο του γραφείου του για να του σφίξουν το χέρι, ανεμίζοντας πολύχρωμα σημαιάκια. Η κούραση του ήταν φανερή . Τα πόδια του πονούσαν, το λεπτό του πρόσωπο έδειχνε άσπρο και ελαφρώς πρησμένο μετά από ένα μήνα αγωνίας και έντασης, τα μάτια του ήταν μισόκλειστα, στεφανωμένα με μαύρους κύκλους, μικρές διαγώνιες ρυτίδες φανέρωναν τις μάχες και την αγωνία των προηγούμενων ημερών, αλλά η ηδονή από τη νίκη του ,- αυτή η παγωμένη γλυκιά γεύση που κολλάει στον ουρανίσκο,- και το ασυγκράτητο πάθος για εξουσία, είχαν υποτάξει κάθε φόβο, κάθε ανασφάλεια , κάθε ενδοιασμό μπροστά στο θρίαμβο του πεπρωμένου του που με τόση ενάργεια προφήτεψαν οι τρεις μάγισσες της αυλής του.

«Είναι γραφτό σου να γίνεις βασιλιάς. Προηγουμένως , όμως, θα πρέπει να δολοφονήσεις τον νόμιμο ηγεμόνα», είπαν οι τρεις, αναδεύοντας στα τσουκάλια τα κινητά τους, τα exit polls και τα like στο Tik Tok.

«Να ξεχάσεις κάθε φόβο, και οι αισθήσεις σου που παλιότερα πάγωναν όταν άκουγες κραυγή τη νύχτα κι έκαναν τα μαλλιά σου να ορθώνονται λες κι ήταν ζωντανά, να κοιμηθούν γλυκά σε κρεβάτι στρωμένο με μάγια. Η φρίκη, ο τρόμος να είναι πια οικείες στις φονικές σου σκέψεις, και τίποτα μα τίποτα μη σε τραβήξει σε δρόμο άλλο από της στέψης σου το φως…»

Αυτά σκεφτόταν, πριν μπει στο κατάμαυρο τζιπ που τον περίμενε, με τον φίλο του στρατηγό Μπάνκο, να του ανοίγει την πόρτα. Χαμογέλασε αυτάρεσκα. Κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι τού συνοδηγού, πέρασε τα δάχτυλα από τα μαλλιά του και έδωσε την εντολή. Όλα έγιναν ακριβώς όπως είχαν προφητέψει οι τρεις στρίγγλες. Με το θάνατο του βασιλιά του, ανέβηκε στο θρόνο σε ελάχιστο χρόνο. Ύστερα αποδεκάτισε τους μνηστήρες, έκοψε τον ομφάλιο λώρο με τα δουκάτα και έτεινε, για τις κάμερες, χείρα λυκοφιλίας στους εχθρούς του, για να εγκατασταθεί , ως μόνος και απόλυτος κυρίαρχος, στον θώκο του έκτου ορόφου αφήνοντας τη Λαίδη Μάκβεθ σπίτι, σε τρυφερή αναπόληση με τη σκυλίτσα τους Ντόλυ.

«Ω, έλα Μάκβεθ, ένδοξε και μεγάλε,» του είπε όταν επέστρεψε από τη νικηφόρο εκστρατεία. «Το μέιλ σου με σήκωσε από το παρόν και τώρα το μέλλον προαισθάνομαι. Ο κόσμος όλος είναι στα χέρια σου. Η γλώσσα σου, το χέρι σου, το μάτι σου, να φαίνονται σαν το άκακο λουλούδι , πλην όμως, εσύ, να είσαι το φίδι αποκάτω. Άφησε με, εγώ να φροντίσω τα υπόλοιπα κι εσύ κυνήγα τους εχθρούς !»

«Απ’ την πολλή μου τη χαρά ξεχείλισ’ η καρδιά μου,» του είπε ο Μπάνκο, καθώς έβαζε τέταρτη. «Στύλωσε τη γενναιότητα σου και δεν θα αποτύχουμε. Θα κάμω ότι χρειαστεί ώστε να φυλάξω την πίστη μου αμόλυντη και καθαρή την καρδιά μου.»

Ο Μάκβεθ, δεν απάντησε. Μύχιες σκέψεις τον κατέκλυζαν. Θες η αϋπνία, θες η άκρατη φιλοδοξία της Λαίδης που τον πίεζε να προχωρήσει σε εθνοκάθαρση, ο νους του γυρνούσε στον χρησμό των τριών μαγισσών που έφτασε στο messenger αξημέρωτα :

«Σειρά έχει ο Μπάνκο. Φάτον, πριν αποκτήσει παιδιά και σου πάρουν το θρόνο.» «Να γνωρίζεις, δεν πρόκειται να ηττηθείς πριν η Κουμουνδούρου μετονομασθεί σε Φιφθ Άβενιου!»

Υπέροχα! σκέφτηκε καθώς το τζιπ παρκάρισε και τον υποδέχτηκε ένα γκρουπ από λιγερόκορμες νεάνιδες που τον έραιναν με άνθη και του τραγουδούσαν σε άπταιστα εγγλέζικα.

«Να το πετροχελίδονο, ο φτερωτός μας ξένος Που έρχεται την Άνοιξη και στους ναούς φωλιάζει, Κι αυτό ακόμη μαρτυρεί με τα χτισίματα του, Πόσο γλυκιά είν΄ η πνοή, πόσο μοσχοβολάει.»

«Όσα κι αν κάμω, διπλά και τρίδιπλα, είναι μικρά και πενιχρά μπροστά στις τιμές που μου επιδαψιλεύετε!», απάντησε σε άπταιστα ελληνικά και ανέβηκε στον έκτο. Ζήτησε ιδιωτικότητα, κλείδωσε την πόρτα, άνοιξε την τηλεόραση και μπήκε στο Bloomberg, σήκωσε το τηλέφωνο και έδωσε εντολή στην ξανθιά με το δίσκο να παραγγείλει σούσι κι ύστερα κάλεσε σε βιντεοκλήση τη Λαίδη Μάκβεθ…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


Πηγή: Huffington Post Greece


 

Αντώνης και ο Κωνσταντίνος Κούφαλης είναι θεατρικοί συγγραφείς