Ακροβατικά

Το κλίμα συμπάθειας και στοργής μετατράπηκε σε απροκάλυπτη οργή που φούντωσε σα δαδί στον άνεμο μέχρι που ακούστηκε το «Μπαμ!»


Των Αντώνη & Κωνσταντίνου Κούφαλη

Η εικόνα που αντίκρισαν οι διερχόμενοι οδηγοί έκανε πολλούς να κινδυνέψουν να συγκρουστούν με τους απέναντι. Το θέαμα ήταν πρωτόγνωρο και τόσο σοκαριστικό όσο και ένας ελέφαντας που περιμένει το πράσινο για να περάσει απέναντι. Σ’ ένα κεντρικό σημείο της λεωφόρου, εκεί που τέμνονται τα οριζόντια με τα κάθετα ρεύματα, πάνω σε ένα φωτιστικό στύλο, στην κορυφή του, στεκόταν ασάλευτη μία μαϊμού! Φορούσε ένα καπέλο σαν παρτέρι, μπουρνούζι του μπάνιου και παντόφλες, είχε χρυσή καδένα στο λαιμό και γυαλιά ηλίου, ενώ κρατούσε ένα σακουλάκι με καραμέλες που τις μασούσε αργά, ηδονικά αδιαφορώντας για τα διαδραματιζόμενα στη βάση της κατακόρυφης ιδιοκτησίας της. Τα επιφωνήματα, τα γέλια και οι εκρήξεις θαυμασμού του κοινού που την έδειχναν, την άφηναν αδιάφορη, αν δεν τα προκαλούσε η ίδια με τις πόζες και τα νάζια της.

Οι περισσότεροι αναρωτιόντουσαν όχι γιατί βρέθηκε εκεί η μαϊμού, όσο γιατί επέλεξε ένα τόσο δύσκολο σημείο αναρρίχησης από ένα απλό οπωροφόρο από τα τόσα που υπήρχαν τριγύρω. Άλλοι νοιάζονταν για το αφεντικό της που θα την έψαχνε εναγωνίως αν ήταν το κατοικίδιο του, ενώ μια μερίδα υπερθεμάτιζε,- δείχνοντας την αφισοκόλληση – πως η μαϊμού απέδρασε από ένα τσίρκο που τις τελευταίες εβδομάδες έδινε στην περιοχή παραστάσεις συμμετέχοντας σε ένα σόου με άλλα θηλαστικά από αυτά που δεν περιλαμβάνονται στις λίστες των επαπειλούμενων ειδών. Κάποια κυρία έτρεξε στο πλησιέστερο μανάβικο και αγόρασε μπανάνες, ένας τηλεφώνησε στα κανάλια κι ένας τρίτος στην Εταιρεία Προστασίας Ζώων περιγράφοντας το συμβάν με ρίγη συγκίνησης.

Η μαϊμού, συνέχιζε τα ακροβατικά της, – όσο έβλεπε τα φλας από τα κινητά να αστράφτουν, – άλλοτε κάνοντας κύκλους με το ένα χέρι, άλλοτε γρυλίζοντας και δείχνοντας τα κίτρινα δόντια της, ή ανεμίζοντας τη ρόμπα της και εκθέτοντας σε κοινή θέα αυτά που κάθε σωστή κυρία διαφυλάσσει επιμελώς από τα αδιάκριτα βλέμματα. Η κυκλοφορία είχε διακοπεί και στα δυο ρεύματα. Νοσοκομειακά εγκλωβίστηκαν, ταξί τράβηξαν χειρόφρενο, ασθενείς και οδοιπόροι ξεχάσανε έγνοιες και προβλήματα, πολιτικοί του καναπέ έβγαζαν σέλφι με το χέρι προτεταμένο και σε χρόνο ελάχιστο όλο το ιντερνετικό χωριό παραμιλούσε με την εκκεντρική μαϊμού που δεν εννοούσε να κατεβεί από το θρόνο της.

Όταν τα κανάλια κατέφθασαν μαζί με την Πυροσβεστική, το πλήθος εκστασιάστηκε. Μπορώ να τη δω από κοντά; αναρωτήθηκε μια τηλεπερσόνα. Να δείτε που μιλάει, είπε ένα μοντέλο, ενώ ένας άλλος με τσιτωμένο πρόσωπο και μισόκλειστα βλέφαρα εξηγούσε στους γύρο πως αυτή η συγκεκριμένη μαϊμού ανήκει στο σπάνιο είδος των Καλλιτριχίδων από τον Νέο Κόσμο και χρήζει προστασίας, την ώρα που ένας ακτιβιστής υπεραμυνόταν του δικαιώματος της μαϊμούς να επιλέξει μόνη της τόπο κατοικίας και αφεντικό. Η συζήτηση άναψε για τα καλά, οι κόρνες έσπαγαν την φθινοπωρινή νύχτα σε πολλά μικρά κομμάτια , το πλήθος πύκνωνε, μια πρόχειρη καντίνα στήθηκε, κάποιοι έκλαιγαν γοερά για την αδυναμία τους να την αγγίξουν, άλλοι μιλούσαν για θαύμα κι έτσι κυλούσε η ώρα μέχρι να συμβεί αυτό που συμβαίνει ακόμη και στους άνακτες,– κάποια στιγμή πρέπει να μείνουν μόνοι για το τελετουργικό της τελικής φάσης της πέψης…

Τα πρώτα ″σκάγια″ ήταν μικρές σταγόνες που έπεσαν σε καλοχτενισμένα κεφάλια και σε πρόσωπα που κοιτούσαν ψηλά. Αμέσως μετά, μια ομοβροντία θορύβων έκανε τους πάντες να κοιταχτούν με απορία, θα βρέξει, είπε κάποιος και πριν προλάβει να συνέλθει, ένα ποτάμι δυσώδους κιτρινόξανθης λάσπης διασκορπίστηκε με ορμή στα πρόσωπα, τα ρούχα και τα δώρα που κουβαλούσε το πλήθος κανακεύοντας τη μαϊμού να κατέβει στο ύψος τους, αφήνοντας παντού μια αίσθηση μπόχας και αηδίας.

Οι απέξω, οι πιο μακριά, σώθηκαν αλλά τα πρώτα θύματα εξεμάνισαν κι άρχισαν να βρίζουν και να απειλούν με ακατονόμαστες λέξεις κι όλο εκείνο το κλίμα συμπάθειας και στοργής μετατράπηκε σε απροκάλυπτη οργή που φούντωσε σα δαδί στον άνεμο μέχρι που ακούστηκε το «Μπαμ!» και το άψυχο σώμα της μαϊμούς έπεσε με θόρυβο στη γη.

Το πλήθος απέμεινε να αλληλοκοιτάζεται άφωνο. Κάποιοι κάτι μουρμούρισαν, άλλοι σήκωσαν τους ώμους. Τα φώτα έσβησαν γρήγορα, οι κάμερες έκλεισαν, ύστερα ο ένας μετά τον άλλον μπήκαν στα αυτοκίνητα τους και γελώντας και μαρσάροντας έκοψαν τη λεωφόρο σε κίτρινες λωρίδες φωτός.

″Μαμά″, είπε ο μικρός που έμεινε τελευταίος, ″να τη θάψουμε στην αυλή μας;″.

″Είσαι τρελός; Πήγαινε γυρεύοντας. Ποιος της είπε να σκαρφαλώνει στους στύλους, δεν της έφταναν τα δέντρα;”


Πηγή: Huffington Post Greece


 

Αντώνης και ο Κωνσταντίνος Κούφαλης είναι θεατρικοί συγγραφείς