Ζήσης Α. Βαπορίδης: Κατ’ οίκον μάθημα γραμματικής

Καβαλιώτες μοιράζονται με τους αναγνώστες του KAVALA POST σκέψεις, συναισθήματα και στιγμές από την καθημερινότητά τους «μένοντας στο σπίτι»

Ενεργητική και παθητική φωνή ενός εν δυνάμει φορέα…

Γέρνω και κοιμάμαι τα βράδια με τους καημούς και τους πόνους μου.
Ξυπνώ αργά και χαίρομαι. «Μπαγασάκο, πάλι τη σκαπούλαρες»!
Σφυρίζω αισιόδοξα και καλλωπίζομαι: κυρίως το μούσι… να μην είναι τραγίσιο.
Ελπίζω αλλά και διερωτώμαι «πόσο θα κρατήσει αυτή η κολόνια»;
Ακούω του βου και προβληματίζομαι με τον σκατό 19.
Μετράω τα θύματα και πληγώνομαι.
Απηυδισμένος βγαίνω και χαίρομαι τη λιακάδα στην παραλία.
Ανασαίνω κι αναζωογονούμαι με το βοριαδάκι.
Περπατώ, αλλά κλυδωνίζομαι λόγω τον κυβόλιθων.
Σταματώ απότομα και κλονίζομαι. «Σιγά, ρε παππού, πώς φρενάρεις έτσι»;
Παρατηρώ το πλήθος και ζαλίζομαι. Πολλοί γίναμε. Πολλοί.
Χαιρετώ τους γνωστούς και δεν αναγνωρίζομαι: Τόσο γέρασα;
Κοιτώ τις δίμετρες και φαντασιώνομαι. Ποιος γέρασε;
Παραμιλώ και αυτοσαρκάζομαι. Κάποτε, μετά το σχολείο: η Λίτσα, η Μίτσα, η Κίτσα…
Ονειροπολώ και δεν αντιλαμβάνομαι το σκαλάκι.
Στρίβω το κεφάλι και αποπροσανατολίζομαι. Πηγαίνω ή με πηγαίνουν.
Πέφτω πότε πότε αλλά ευτυχώς δεν τσακίζομαι.
Λέτε να πάω από χέσιμο; Επικαλούμαι μια εναλλακτική λύση…
Προτιμώντας το στεγνό «καθάρισμα», κλείνομαι σπίτι…
Διαβάζω τις πληγές του Φαραώ και παρηγορούμαι.
Αποστειρωμένος μένω μέσα με το χαρτί (13033 Νο 5) στο χέρι και κοκορεύομαι.
Ο «νομοταγής» που λόγω βροχής έχω τη διάθεση κι αστειεύομαι.
Μέρες στη φωλιά μου, μελετώ τον Θουκυδίδη (Λοιμός των Αθηνών) και μορφώνομαι:

[2.49.1] τὸ μὲν γὰρ ἔτος, ὡς ὡμολογεῖτο, ἐκ πάντων μάλιστα δὴ ἐκεῖνο
ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας ἐτύγχανεν ὄν· εἰ δέ τις καὶ προύκαμνέ
τι, ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη. [2.49.2] τοὺς δὲ ἄλλους ἀπ᾽ οὐδεμιᾶς
προφάσεως, ἀλλ᾽ ἐξαίφνης ὑγιεῖς ὄντας πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς θέρμαι
ἰσχυραὶ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε, καὶ τὰ
ἐντός, ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν καὶ πνεῦμα ἄτοπον
καὶ δυσῶδες ἠφίει· [2.49.3] ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος
ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος μετὰ
βηχὸς ἰσχυροῦ· καὶ ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν
καὶ ἀποκαθάρσεις χολῆς πᾶσαι ὅσαι ὑπὸ ἰατρῶν ὠνομασμέναι εἰσὶν ἐπῇσαν,
καὶ αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης.
[….]
[2.51.2] ἔθνῃσκον δὲ οἱ μὲν ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ θεραπευόμενοι. ἕν
τε οὐδὲ ἓν κατέστη ἴαμα ὡς εἰπεῖν ὅ τι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν·
[2.51.3] τὸ γάρ τῳ ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν· σῶμά τε αὔταρκες
ὂν οὐδὲν διεφάνη πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθενείας, ἀλλὰ πάντα ξυνῄρει
καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα. [2.51.4] δεινότατον δὲ παντὸς ἦν τοῦ
κακοῦ ἥ τε ἀθυμία ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων (πρὸς γὰρ τὸ ἀνέλπιστον
εὐθὺς τραπόμενοι τῇ γνώμῃ πολλῷ μᾶλλον προΐεντο σφᾶς αὐτοὺς καὶ οὐκ
ἀντεῖχον), καὶ ὅτι ἕτερος ἀφ᾽ ἑτέρου θεραπείας ἀναπιμπλάμενοι ὥσπερ τὰ
πρόβατα ἔθνῃσκον· καὶ τὸν πλεῖστον φθόρον τοῦτο ἐνεποίει.

[49] Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της
στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ᾽ εξοχήν απηλλαγμένον από
άλλας ασθενείας.
Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από καμίαν άλλην ασθένειαν,
όλαι κατέληγαν εις αυτήν. [2] Όσοι εξ άλλου ήσαν ώς τότε υγιείς, χωρίς
καμίαν φανεράν αιτίαν, προσεβάλλοντο αιφνιδίως από πονοκέφαλον με
ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και φλόγωσιν των οφθαλμών, και το
εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και η γλώσσα εγίνοντο ευθύς
αιματώδη, και η εκπνοή ήτον αφύσικος και δυσώδης.
[3] Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και
βραχνάδα, και μετ᾽ ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος,
συνοδευόμενον από ισχυρόν βήχα.
Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει ναυτίαν, και ταύτην
επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα ταλαιπωρίαν, εμετοί χολής, όσοι
περιγράφονται υπό των ιατρών.
[4] Και εις άλλους μεν αμέσως, εις άλλους δε πολύ βραδύτερον,
παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν ατελεσφόρητος, προκαλούσα ισχυρόν
σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν κατέπαυεν, εις άλλους δε εξηκολούθει
επί πολύ.
[5] Το σώμα εξωτερικώς δεν παρουσιάζετο πολύ θερμόν εις την αφήν, ούτε
ήτο ωχρόν, αλλ᾽ υπέρυθρον, πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών
και ελκών.
Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ, ώστε οι ασθενείς δεν ηνείχοντο
ούτε τα ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να είναι γυμνοί,
και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν να ριφθούν εντός
ψυχρού ύδατος.
Πολλοί δε πράγματι, οι οποίοι είχαν μείνει ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν
εις δεξαμενάς, διότι κατετρύχοντο από δίψαν άσβεστον, αφού και το πολύ
και το ολίγον ποτόν εις ουδέν ωφέλει.
[6] Και η αδυναμία τού ν᾽ αναπαυθούν, καθώς και η αϋπνία, τους
εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος ήτο εις την ακμήν της,
δεν κατεβάλλετο, αλλ᾽ αντείχε καταπληκτικώς εις την ταλαιπωρίαν, ώστε
ή απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην ημέραν εκ του εσωτερικού
πυρετού, πριν εξαντληθούν εντελώς αι δυνάμεις των, ή, εάν διέφευγαν
την κρίσιν, η νόσος κατήρχετο περαιτέρω εις την κοιλίαν και επροκάλει
ισχυράν έλκωσιν, και συγχρόνως επήρχετο ισχυρά διάρροια, ούτως ώστε
κατά το μεταγενέστερον τούτον στάδιον οι πολλοί απέθνησκαν από
εξάντλησιν.
[….]
Και άλλοι μεν απέθνησκαν ένεκα ανεπαρκούς νοσηλείας, άλλοι όμως
μολονότι υπεβάλλοντο εις επιμελεστάτην τοιαύτην. Αλλ᾽ ουδέ και κανέν
φάρμακον, δύναμαι σχεδόν να είπω, ευρέθη, του οποίου η χρήσις να είναι
αποτελεσματική,
[3] διότι εκείνο που ωφέλει τον ένα, αυτό το ίδιον έβλαπτε τον άλλον,
και καμία ιδιοσυγκρασία, όπως απεδείχθη, δεν ήτον αρκετά ισχυρά διά να
αντισταθή, ή αρκετά ασθενής, όπως αποφύγη την ασθένειαν, αλλά όλοι
αδιακρίτως υπέκυπταν εις αυτήν, και εκείνοι ακόμη που εθεραπεύοντο με
πάσαν ιατρικήν επιμέλειαν.
[4] Και το φοβερώτερον εις όλην αυτήν την ασθένειαν ήτο όχι μόνον η
αποθάρρυνσις των θυμάτων, όταν αντελαμβάνοντο ότι προσεβλήθησαν από
την νόσον (διότι το πνεύμα των παρεδίδετο αμέσως εις απελπισίαν και
εγκατέλειπαν εαυτούς εις την τύχην και δεν ανθίσταντο κατά της
ασθενείας), αλλά και το γεγονός ότι, νοσηλεύοντες ο εις τον άλλον,
εμολύνοντο και απέθνησκαν ωσάν πρόβατα.

Για την αντιγραφή
Ζ.·.Α.·.Β.·.


Ο Ζήσης Α. Βαπορίδης είναι 33ος στη λίστα υψηλού κινδύνου…