Χρυσούλα Βακιρτζή: Ημερολόγιο καραντίνας, ώρα μηδέν

Καβαλιώτες μοιράζονται με τους αναγνώστες του KAVALA POST σκέψεις, συναισθήματα και στιγμές από την καθημερινότητά τους «μένοντας στο σπίτι»

Στον τυφώνα του κορονοϊού χάνεται όση βλακεία κι όση ανεμελειά είχε η Ελλάδα από τη μεταπολίτευση ως τώρα. Λες και δέχεσαι απανωτά χαστούκια από δυνάστη σου, να ξεχάσεις πνευμονία, ίωση, γρίπη, βρογχίτιδα, αλλεργία και, με το μαστίγιο, να νοσήσεις από τον ιό.

Σήμερα, χτες, πέρυσι, τον άλλον μήνα, θα νοσήσεις από κορονοϊό. Χαστούκια σύννεφο, φυλακή, η ντομάτα να πάρει γεύση μπανάνας, μισθό, σύνταξη, εργασία ξεχασμένα όλα… Ώσπου να πάθεις κορονοϊό.

Να κάτσεις σπίτι, ν’ αράξεις σπίτι. Να κλείσεις ήδη κλειστές πόρτες… Ναι, κλειστές. Γιατί ποιος άνοιγε ποιανού την πόρτα;

Να γεμίσεις καταναγκασμούς, να χάσεις τον χρόνο, την αίσθηση του χρόνου, για μια ψυχαναγκαστική πολιτική και κοινωνική καραντίνα η οποία μας οδηγεί σ’ ένα οικονομικό κραχ και αυτοκτονίες, σαν της Αμερικής στις αρχές του 20ού αιώνα.

Βράδυ, ένα κάποιο βράδυ, λίγο πριν πέσω για ύπνο. Ασυναίσθητα στρέφω το βλέμμα προς στην πόρτα του σαλονιού μου. Από αυτήν έμπαινε, σαν φτερό, αφού πρώτα έβαζε λίγο μέσα το κεφάλι της η μητέρα μου… «Μην τρομάξεις. Διαβάζεις; Να μπω λίγο, δεν θα μιλώ», μου έλεγε ψιθυριστά. «Το τελείωσες αυτό που έγραφες; Όποτε θες, να σου ετοιμάσω να φας».

Σταματώ να σκέφτομαι. Το χτες. Το αύριο της χώρας μας. «Σαν βγω απ’ αυτήν τη φυλακή, κανείς δεν θα με περιμένει. Οι φίλοι μου, ξενιτεμένοι».

Εν μέσω τηλεδιασκέψεων, αδιάβαστων μέιλ και μηνυμάτων δεν θα διαβάζονται καν από τις αισθήσεις μου, είτε από τις δημόσιες υπηρεσίες. Μια άφωνη, άηχη, δίχως αποδέκτη, πιθανόν και επικίνδυνο να ακουστεί θα ’ναι πια η φωνή των πολιτών, του πολίτη. Άφωνη κι άψυχη όπως μοιάζει πλέον η πόρτα του σαλονιού μου, μια που δεν μπαίνει, δεν σκύβει με αγάπη το κεφάλι της η μάνα μου.

Μια σβάστικα, ένα χαστούκι, η ψυχρή έως ανόητη λογική του Ιούδα, ενός Ιούδα που επιζητούσε να αποδείξει με πολιτικά ορθή σκέψη την πορεία και ύπαρξή του ο Χριστός.

Η τηλεόραση, κολλημένη σε πολιτιστικές εκπομπές. Κι αν αλλάξω κανάλι, η φυλακή δεν θ’ ανοίξει, η αγάπη δεν θα σκύψει το κεφάλι της ποτέ ξανά από την ξύλινη, λευκή πόρτα του δωματίου μου.

Μπορείς να παραληλληλησεις τον ήχο με την αγάπη; Την κοινωνία χωρίς τον άνθρωπο; Τη φυλακή χωρίς την ελευθερία; Την αρρώστια χωρίς την υγεία; Να ΖΗΣΕΙΣ φλερτάροντας τον θάνατο;

Με υποψία έλκους το στομάχι μου ενοχλεί, πονά. Από «κάτι» εχθρικό, άβολο, μη ηρωικό, μη ανοιξιάτικο, μη ερωτικό, μη αθώο. Κάτι που έχει κλειστεί σε ένα βαθύ πηγάδι, χωρίς να μοσχοβολήσει η άβυσσος. Αυτή, που θα αργήσει να ξεστομίσει το πικρό μου το στόμα.

Ημερολόγιο καραντίνας, περί της ώρας μηδέν στην αναστάσιμη πασχαλιά.