Χρυσούλα Βακιρτζή: Μαμά… καλά, εσύ έφυγες νωρίς!

Καβαλιώτες μοιράζονται με τους αναγνώστες του KAVALA POST σκέψεις, συναισθήματα και στιγμές από την καθημερινότητά τους «μένοντας στο σπίτι»

Μαμά, «ευτυχώς» που πρόλαβε το Μεγάλο Ταξίδι σου να σε πάρει μακριά από την υστερία της απομονωμένης κοινωνίας. Δεν θέλω καν να σκεφτώ τι θα γινόταν μέσα σου, αν εκεί, στο γηροκομείο όπου βρισκόσουν κατάκοιτη, μάθαινες ή σου έλεγαν ότι απαγορεύεται να τρέξω κοντά σου… εγώ, η κόρη σου!

Θα πέθαινες, μάνα μου. Θα μαράζωνες από θλίψη κι όχι από τους ιούς των ΜΜΕ οι οποίοι βγήκαν στο σεργιάνι να μας φυλακίσουν σε κατ’ οίκον περιορισμό επ’ αόριστω και να νίπτουνε τας χείρας τους ως σύγχρονοι Πόντιοι Πιλατοι.

Ποια υγεία, ποια αρρώστια, ποιο καθεστώς δημοκρατικό ή κρυφό δικτατορικό κρίνει πως ο ανυποψίαστος, ανυπεράσπιστος πολίτης πρέπει να εκτίσει ποινή φυλάκισης, με δικαστές, δικες, ενόρκους αόρατους. Ακαθάριστους. Που σου μιλάνε κρυμμένοι πίσω από τοίχους και υπολογιστές…

Να ξαναγράψω το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι ή το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ σ’ αυτό το φρικτά μοναχικό, τρομακτικό τοπίο του Τζωρτζ Όργουελ; Δεν ζει για πολυ φυλακισμένος, καταδιδόμενος, φυτοζωντας ένας άνθρωπος, μαμά… Κι αυτό εσύ το ήξερες πολυ καλά, από μικρή. Τότε, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που, μέσα στα καπνά, ανάμεσα σε καλοκάγαθες Πόντιες γιαγιάδες του χωριού σου, τη Γεωργιανή του Παγγαίου, γνώριζες Εβραιοπούλες πανέμορφες να κρύβονται για να ξεφύγουν κρεματόρια ναζιστών. Ίσως από τις καλοκάγαθες Πόντιες γιαγιάδες οι οποίες φύλαγαν τα παιδιά όλης της γειτονιάς τις ώρες που οι γονείς δούλευαν στα χωράφια, πήρες την αρχοντιά και την αυστηρότητά σου για να με γαλουχήσεις, να διαφυλάξεις με ελευθερία -ποτέ με ελευθεριότητα.

Ναι, πάντα θα μου λείπεις· ο θάνατός σου δεν ξεπερνιέται. Όμως, «καλά που έφυγες νωρίς». Εσύ σ’ ένα ίδρυμα κι εγώ σπίτι· μόνες, άρρηκτα δεμένες μα και χωρισμένες εδαφικά η μια από την άλλη. Κι εγώ… εγώ να μην μπορώ να τρέξω κοντά σου, ζαλίζοντας τον φίλο οδηγό Βασίλη, να σταματάμε σε δρομάκια, πεζοδρόμια, κοντινά χωράφια της διαδρομής για εσένα. Για να μαζέψουμε παπαρούνες, αγριολούλουδα που τα ακουμπούσα στα χέρια σου, στο στήθος σου, πριν βρουν οι νοσηλεύτριες ένα ποτήρι, ένα βάζο με νερό να τα βάλουν μέσα. Δίπλα σου.

Φιλούσα το χέρι σου κι εσυ με τη σειρά σου φιλούσες το σημείο που σε φίλησα. Αλλιώς δεν φτάναμε η μια την άλλη. Ο Βασίλης, ο φίλος οδηγός με έφερνε στις 3- 4 το μεσημέρι κι ερχόταν να με πάρει 11-12 τη νύχτα. Από το γεύμα σου φύλαγες λίγο ψωμί, να μου το δίνεις ψίχουλο-ψίχουλο. Σαν αντίδωρο.

Δεν κλείνουμε την πόρτα «ευλαβικά» στη ζωή. Μόνο δικτατορίες τηρούν ευλαβικά φυλακές. Προσκυνούν τον θάνατο. Ονομάζουν την αρρώστια «υγεία» κι αφήνουν τον θάνατο να μπαινοβγαίνει στην ταβέρνα και τους πάντες να πεθαίνουν ολομόναχοι. Κάνοντας τη ζωή ένα φαιό νταμάρι, που ασκούνται οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες ενός αόρατου, πιθανόν κι ανύπαρκτου ουσιαστικά «εχθρού». Του κορονοϊού.


Η Χρυσούλα Βακιρτζή είναι συγγραφέας