Κυριακή Καρβελά: Τhe Sound of Silence

Καβαλιώτες μοιράζονται με τους αναγνώστες του KAVALA POST σκέψεις, συναισθήματα και στιγμές από την καθημερινότητά τους «μένοντας στο σπίτι»

Ησυχία. Πολλή ησυχία. Ίσως όχι τόσο τώρα που ο ήλιος και ο κόσμος άρχισαν να ξεμυτίζουν δειλά-δειλά. Υπήρξε όμως τόση ησυχία που σχεδόν την άκουγα. Άνοιγα το παράθυρο και είχα την αίσθηση ότι ο χρόνος σταμάτησε, ότι μπορούσα να ακούσω το «white noise» της φύσης. Και μαζί με την ησυχία, ησύχασα κι εγώ. Ησύχασε η καρδιά μου, χτυπάει τώρα πιο αργά. Ησύχασε το σώμα μου, χαλάρωσε, κάθεται και τρώει πιο αργά. Ησύχασε η μαμά μέσα μου, γιατί έγινε περισσότερο μητέρα. Ησύχασε και το μυαλό μου, έχει την πολυτέλεια να εστιάζει στο ένα και μετά σε άλλο ένα, όχι σε όλα μαζί. Το μυαλό μου «ζευγάρωσε» με την ησυχία και μαζί γέννησαν αναμνήσεις που ξεπηδούν μέρες τώρα. Όλες τις στιγμές της ημέρας. Από το πρωί έως το άλλο πρωί.

Τη στιγμή που έτυχε να σηκωθώ πολύ νωρίς, λίγο μετά το ξημέρωμα και με καλημέρισε η μοναχική δεκαοχτούρα. Μέσα στην απόλυτη σιγή, θυμήθηκα πόσα πρωινά έπρεπε να ξυπνήσω πολύ νωρίς για να δώσω γραπτές εξετάσεις. Ο ήχος του πουλιού αυτού, μόνο τις πρωινές ώρες, μου ξυπνάει αγωνία, ρίγος και τρεμούλιασμα στα γόνατα. Αφελή άγχη.

Τη στιγμή που βγήκα να τινάξω τα παπλώματα και αντίκρισα, όπως κάθε πρωί, το λιμανάκι στα Σφαγεία σε φόντο πορτοκαλί. Κάθε πρωί τυχαίνει να βγαίνει στα ανοιχτά μια μικρή βάρκα και να αφήνει πίσω της εκείνες τις όμορφες γραμμές. Σαν μια μικρή νυφούλα με το πέπλο της. Το δικό μου το πέπλο ήταν τόσο μακρύ που έπρεπε να το τυλίξω στο χέρι μου, για να πάω στην εκκλησία με τα πόδια, παρέα με τους δικούς μου καλεσμένους. Οι ντόπιοι στέκονταν στις πόρτες, για να δουν τη νύφη. Το νυφικό ήταν απλά υπέροχο. Ο άντρας των ονείρων μου και το όμορφο νησί, η Σκόπελος. Τα γιασεμιά, ο παπάς, η θάλασσα. Τίποτα δεν θα άλλαζα, αν έπρεπε να τα κάνω όλα από την αρχή. Τίποτα απολύτως. Και αυτή η βάρκα αν ήταν εκεί, θα ζήλευε. Πολύ θα ζήλευε.

Που μου έστειλε η γειτόνισσα με τον μικρό μου γιο ένα τριαντάφυλλο από τον κήπο της. Μόλις το μύρισε ο μικρός, θυμήθηκε τα αγαπημένα του λουκουμάκια τριαντάφυλλο. Μόλις το μύρισα εγώ, τα μάτια μου έκλεισαν από το άρωμα. Πόσες αμέτρητες φορές έχω χωθεί μέσα στα τριαντάφυλλα στον κήπο του χωριού μου. Σε αληθινά τριαντάφυλλα, με αληθινή μυρωδιά. Πόσα πέταλα έχω μαζέψει για να φτιάξω το δικό μου άρωμα. Με πέταλα στο νερό και στον ήλιο. Δεν τα κατάφερα ποτέ αλλά ήταν το αγαπημένο μας παιχνίδι. Έξω στην αυλή, μόνο.

Που ξαπλώσαμε όλοι μαζί το μεσημέρι για ξεκούραση και κατεβάσαμε τα παντζούρια στα μισά. Γκρίνιαζαν τα μικρά, δεν ήθελαν να κοιμηθούν. Δεν είχαν άδικο, δεν υπάρχει ξεκούραση πλέον το μεσημέρι. Κι εγώ τα ίδια έκανα. Όμως, ξάπλωνα, με το ζόρι, γιατί υπήρχε απειλή. Η μέγιστη τιμωρία!! Το να χάσεις τη γειτονιά το απόγευμα. Να χάσεις, δηλαδή, το παιχνίδι πολλών συνεχόμενων ωρών, τα γέλια στη μέση του δρόμου, το κουτσό, τις χώρες της Ευρώπης, το λάστιχο, το σκοινάκι, τα μηλάκια, το χύμα παγωτό από τον κυρ Νίκο, την ανταλλαγή διπλών από τη συλλογή, το σούρουπο, τα ψιθυρίσματα με την κολλητή κάτω από το φως του στύλου παρέα με αυτές τις ακούραστες τις πεταλούδες της νύχτας.

Που το απόγευμα ο γνωστός λοιμωξιολόγος έπνιξε σε λίγα δευτερόλεπτα σιγής τον λυγμό του, όταν είπε ότι οι ηλικιωμένοι που θέλουμε να προστατεύσουμε είναι οι ίδιοι μας οι γονείς. Τι μαχαιριά που τρώω όταν κάποιος κλαίει!!! Και έχω χειροτερέψει από τότε που έγινα μαμά. Θυμήθηκα που έκλαψα σε κάθε παιδική γιορτή στα σχολεία των παιδιών μου, ακόμα κι όταν αυτά δεν συμμετείχαν. Θυμήθηκα το κλάμα του αποχαιρετισμού, το κλάμα του θυμού, της απρόσμενης χαράς, του πόνου του σώματος, της ψυχικής εξάντλησης, της Ανάστασης, το κλάμα κάθε φορά πριν από την πτήση για τη χώρα των σπουδών στο εξωτερικό. Έκλαιγα που αποχωριζόμουν την πόλη μου, κάθε φορά για έξι συνεχόμενα χρόνια.

Που τη νύχτα ανοίξαμε το παράθυρο, για να δουν τα μικρά την πανσέληνο. Και ακούσαμε το ανοιξιάτικο το αηδόνι. Αυτό που σε μαγεύει και σε κάνει να ξενυχτάς μαζί του. Έχω ξενυχτήσει πολλές φοιτητικές βραδιές μαζί του, ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές. Τότε που η παρέα συναντιόταν στο δωμάτιο της εστίας στην Αλεξανδρούπολη στις έντεκα τη νύχτα, φρέσκοι όλοι, γεμάτοι με όρεξη να ξημερώσουμε. Που γύρω στις επτά το πρωί αποφασίζαμε να πάμε για μια πρωινή μπουγάτσα. Αφού αραδιάζαμε όλη νύχτα τα εσώψυχά μας. Οι πρώτοι έρωτες, αυτό το αλάφρωμα, μυρωδιές και φως παντού. Και περίπου είκοσι χρόνια μετά, θυμήθηκα ένα ίδιο αηδονάκι έξω από το δωμάτιο στη Βενετία. Στο τετραήμερο για τα δέκα χρόνια γάμου. Χωρίς τα παιδιά. Τελικά, υπάρχουν ακόμη ίχνη της ανεμελιάς. Και δύναμη να περπατήσεις άπειρα χιλιόμετρα με έναν χάρτη στο χέρι. Με ξεχασμένο το κινητό, με αργά βήματα, χέρι-χέρι. Με πολλή, πολλή αγάπη. Με την απόφαση πια να φτάσεις ως το τέλος. Όποτε αποφασίσει να το φέρει ο Χρόνος.

Μέσα στα 24ωρα αυτής της καραντίνας, λοιπόν, είχα την ευλογία να μη με «κοπανάει» κανένα από αυτά τα χιλιάδες ερωτήματα που ξεπηδούσαν κάθε λεπτό της ημέρας από τα Social Media, την τηλεόραση και τα έντυπα. Όχι να μη με ενδιαφέρει, αλλά να μη με «κοπανάει». Αφέθηκα να ταξιδεύω σε αναμνήσεις, φωτεινές και λίγο πιο γκρίζες και να νιώσω γεμάτη, αληθινά ευτυχισμένη που τουλάχιστον μέχρι σήμερα κατάφερα να χωρέσω σαράντα ολόκληρα χρόνια στιγμών και εικόνων και αισθήσεων και συναισθημάτων. Τι έχεις καταφέρει, αν αφήνεις τις σκιές στο παρόν να πνίξουν μεμιάς όλο αυτό το φως που με κόπο έχεις μαζέψει; Τελικά, «είδες» έστω κάτι μικρό μέσα σε όλη αυτή την ησυχία; Και δε ρωτώ αν το είδες στους άλλους, αλλά σε εσένα. Αφέθηκες καθόλου στην ησυχία, να αφουγκραστείς κι εσύ λίγο τον «ήχο» της;

Υ.Γ.: Η λέξη «κοπανάει» κρύβει πίσω της πολλά νοήματα. Τη συνάντησα σε ένα βιβλίο, βασισμένο σε αληθινή ιστορία, που ονομάζεται Ο τρελο-Γιάννης (Εκδόσεις: Αγαθός Λόγος, 2009). Ένα μικρό, αλλά γεμάτο βιβλίο. Χριστός Ανέστη! Με χαρά.


H Κυριακή Καρβελά είναι λογοπεδικός