Συμπαράταξη Πολιτών: Ζητάει την ίδρυση σχολικής ψυχοκοινωνικής υπηρεσίας στα σχολεία

Ανακοίνωση της παράταξης του Δήμου Καβάλας με αφορμή την Πανελλήνια Ημέρα κατά της σχολικής βίας και του εκφοβισμού

Την άμεση ίδρυση σχολικής ψυχοκοινωνικής υπηρεσίας σε όλα τα σχολεία της χώρας ζητάει με ανακοίνωση της η δημοτική παράταξη του Δήμου Καβάλας «Συμπαράταξη Πολιτών», με αφορμή την Πανελλήνια ημέρα κατά του σχολικού εκφοβισμού που γιορτάστηκε την Παρασκευή 6 Μαρτίου. Το σχολικό περιβάλλον αντικατοπτρίζει τη ρευστότητα που επικρατεί στην κοινωνία και η ύπαρξη τέτοιων δομών θα καλύψει τις διαρκώς παρουσιαζόμενες ανάγκες των μαθητών/τριών και των σχολείων

Ακολουθεί το δελτίο τύπου της Συμπαράταξης Πολιτών

«Σε μια εποχή ανασφάλειας θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα σταθερό και ταυτόχρονα ευέλικτο εκπαιδευτικό σύστημα»

«Με αφορμή την Πανελλήνια Ημέρα κατά της σχολικής βίας και του εκφοβισμού (6η Μαρτίου) αλλά και τα πρόσφατα περιστατικά ενδοσχολικής βίας στην Καβάλα, θέλουμε να τονίσουμε την ανάγκη άμεσης ανάληψης ευθύνης και δράσης από τους αρμόδιους φορείς της εκπαίδευσης και της πολιτείας. Η Συμπαράταξη Πολιτών ως δημοτική παράταξη του δήμου Καβάλας ενώνει τη φωνή της με τις φωνές των εκπαιδευτικών, των επιστημόνων που εργάζονται στο πεδίο της εκπαίδευσης και των οικογενειών για την άμεση ίδρυση “Σχολικής Ψυχοκοινωνικής Υπηρεσίας” σε κάθε Σχολική Μονάδα της χώρας μας.

Τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας βιώνουμε μια κοινωνική πραγματικότητα με αυξανόμενες δυσκολίες και προβλήματα λόγω της παρατεταμένης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Η ρευστότητα της εποχής δεδομένων των σύγχρονων προβλημάτων αντικατοπτρίζεται και στο σχολικό περιβάλλον.

Μέσα στη σχολική κοινότητα παρατηρείται αύξηση των περιστατικών βίας, των συναισθηματικών προβλημάτων και των μαθησιακών δυσκολιών των παιδιών. Οι αυξημένες ανάγκες αλλά και η πολυπλοκότητα αυτών επιβάλει την επίσπευση ενεργειών από την πολιτεία και τη λήψη εξειδικευμένων μέτρων  που θα λάβουν υπόψη όλες τις κοινωνικές, ψυχολογικές και εκπαιδευτικές παραμέτρους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων που εντοπίζονται σχεδόν καθημερινά στα σχολεία ανά την επικράτεια.

Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη και ισόρροπη ανάπτυξη της διανοητικής και ψυχοσωματικής εξέλιξης των μαθητών/-ριών. Το σχολείο θα πρέπει να στοχεύει στην ανάπτυξη του παιδιού με ένα ολιστικό χαρακτήρα, που θα περιλαμβάνει τόσο την γνώση όσο και την ενίσχυση του παιδιού ώστε εκείνο να καλλιεργήσει τις δεξιότητες του, τα ταλέντα του, τις κλίσεις του και να αναδείξει την διαφορετικότητα του. Με άλλα λόγια, το σχολείο ως βασικός φορέας κοινωνικοποίησης του παιδιού θα πρέπει να συμβάλει στη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού περιβάλλοντος που θα προάγει σε πολλαπλά επίπεδα την καλύτερη επίδοση του παιδιού, απόλυτα προσαρμοσμένη στις ατομικές του ανάγκες, οι οποίες απορρέουν από την ηλικία, την ιδιοσυγκρασία του αλλά και τις οικογενειακές και πολιτισμικές καταβολές του.

Απέναντι σε μια εποχή ανασφάλειας, αβεβαιότητας και απειλής, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα είναι σταθερό και ταυτόχρονα ευέλικτο. Προς αυτήν την κατεύθυνση, κρίνεται απαραίτητη η ανάγκη ίδρυσης  Ψυχοκοινωνικής Υπηρεσίας σε κάθε σχολική μονάδα της χώρας, σε κάθε σχολική βαθμίδα, από το νηπιαγωγείο έως και το λύκειο και η στελέχωσή της με εξειδικευμένους και κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες. Η συστηματική-οργανωμένη και διαχρονική-σταθερή παρουσία ειδικών και πιο συγκεκριμένα,  κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων που θα μπορούν να ανταποκριθούν ολιστικά, διεπιστημονικά και αποτελεσματικά στις διαρκώς παρουσιαζόμενες ανάγκες των μαθητών/τριών και των σχολείων προς όφελος όλων των εμπλεκομένων μερών στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Τι συμβαίνει  όμως στην Ελλάδα του 2020;

Παρόλο που η άσκηση της Κοινωνικής Εργασίας στο σχολικό πλαίσιο έχει θεσμοθετηθεί εδώ και πάνω από 40 χρόνια (με τα Ν.Δ. 195/1974 και ΠΔ 50/1985), μέχρι σήμερα στη γενική αγωγή δεν έχουν συσταθεί Σχολικές  Κοινωνικές Υπηρεσίες αλλά τα σύνθετα προβλήματα της μαθητικής κοινότητας αντιμετωπίζονται με αποσπασματικές ενέργειες  και πρωτοβουλίες.

Το 2020, ο θεσμός του σχολικού ψυχολόγου και του σχολικού κοινωνικού λειτουργού είναι προνόμιο μόνον των σχολικών μονάδων ειδικής αγωγής. Ενώ πολύ πρόσφατα, υπήρξε πρόβλεψη για την παρουσία των παραπάνω ειδικοτήτων σε  ελάχιστες σχολικές μονάδες της γενικής εκπαίδευσης τις οποίες ένας  ψυχολόγος ή και  ένας κοινωνικός λειτουργός επισκέπτονται με συχνότητα μια ημέρα την εβδομάδα.

Δυστυχώς, στην Ελλάδα του 2020 η αναγκαιότητα ενός ολοκληρωμένου κρατικού σχεδιασμού πρόληψης της βίας και των κοινωνικών ανισοτήτων που υφίστανται και αναπαράγονται στο σχολείο όπως και της σταθερής παρουσίας κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων στα σχολεία ανακύπτει μόνον όταν κάποιο σοβαρό περιστατικό δει το φως της δημοσιότητας. Τότε, οι ειδικοί επιστρατεύονται για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ¨πυροσβεστικά¨, οι υπεύθυνοι δεσμεύονται για άμεσες λύσεις και η απόγνωση και ο θυμός εκπαιδευτικών και γονέων-κηδεμόνων κατευνάζεται για λίγο.

Η αποσπασματική, περιστασιακή και συγκυριακή “χρήση” ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, που δεν στηρίζεται σε επιστημονικό σχεδιασμό και που δεν δίνει τη δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης και σταθερής επιστημονικής υποστήριξης, δεν έχει κανένα νόημα για το εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν καθίστα δυνατή τη δημιουργία σχέσεων συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ των ειδικών, των εκπαιδευτικών, των γονέων  και των μαθητών[-ριών, αντίθετα υπονομεύει, απαξιώνει και ακυρώνει το έργο όλων των εμπλεκομένων μερών στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί εντός των σχολικών μονάδων δύνανται να υποστηρίξουν:

  • οικογένειες και παιδιά που αντιμετωπίζουν σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα
  • μονογονεϊκές οικογένειες ή οικογένειες σε κρίση (μετά από διαζύγιο, θάνατο, αναδοχή κα)
  • παιδιά ή γονείς με προβλήματα ψυχικής υγείας (κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές, συναισθηματικές δυσκολίες)
  • παιδιά που υφίστανται γονεϊκή παραμέληση ή κακοποίηση
  • παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες ή/ και αναπηρίες
  • παιδιά μετανάστες ή πρόσφυγες
  • παιδιά εξαρτημένα από το διαδίκτυο ή από ουσίες.
  • παιδιά που εμφανίζουν προβλήματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς (επιθετικότητα, παραβατική συμπεριφορά κα)
  • Παιδιά με ελλιπή ή ασταθή φοίτηση (πχ παιδιά Ρομά)

Ταυτόχρονα, θα σχεδιάζουν και θα εφαρμόζουν προγράμματα μέσω των οποίων θα ενημερώνουν και θα ευαισθητοποιούν τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές γύρω από σημαντικά κοινωνικά  ζητήματα στοχεύοντας περισσότερο στην πρόληψη ενώ και η παρέμβαση τους θα είναι ζωτικής σημασίας στην σωστή διαχείριση καταστάσεων κρίσεων. Είναι επίσης σημαντικό να δημιουργηθεί από μέρους τους και ένα δίκτυο συνεργασίας με υπηρεσίες και φορείς της κοινότητας (ιατρικές-ψυχικές δημόσιες υπηρεσίες, κοινωνικές υπηρεσίες, αρμόδιες δικαστικές αρχές κα) προς όφελος του μαθητή, της οικογένειας και του σχολείου.

Οι παραπάνω παρεμβάσεις θα απαλλάξουν τους εκπαιδευτικούς από το δύσκολο έργο της διαχείρισης καταστάσεων που λόγω έλλειψης ειδικών γνώσεων αλλά και λόγω του φόρτου της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν μπορούν να αναλάβουν. Ουσιαστικά η ύπαρξη μιας τέτοιας υπηρεσίας μέσα στο σχολείο μπορεί να αποτελέσει το συνεκτικό κρίκο μεταξύ σχολείου, οικογένειας και κοινότητας.

Στόχος της σύγχρονης ελληνικής εκπαίδευσης, θα πρέπει να είναι η συνεργατική-  διεπιστημονική ενίσχυση του σχολείου με στόχο την ενδυνάμωση των σχολικών μονάδων και την ανταπόκρισή τους στις νέες ανάγκες που προκύπτουν καθημερινά. Ένα σχολείο ανοιχτό στην κοινότητα και υπέρμαχο των δικαιωμάτων των παιδιών».