Η βέρα της Φλώρας Τσιμίνο

Μια αφορμή για να θυμηθούμε τις διώξεις, τον εκτοπισμό και τη δολοφονία των Ελλήνων Εβραίων της Καβάλας στο ναζιστικό στρατόπεδο θανάτου της Τρεμπλίνκα στην Πολωνία, τον Μάρτιο του 1943...


 

Του Βασίλη Ριτζαλέου

 


Οσκαραβαίος του ήταν παρκαρισμένος έξω από τα γραφεία της εταιρείας Μισσιριάν στον Αμυγδαλεώνα Καβάλας. Πάντα ευγενής, έφτανε μέχρι την είσοδο της εταιρείας για να υποδεχτεί τους καλεσμένους του. Παρά τα χρόνια του, ήταν εντυπωσιακός στο παράστημα, καλοντυμένος, με διεισδυτικό βλέμμα, ευγενικό χαμόγελο και βροντερή φωνή. Ο Σαμπετάι (Σάμπυ) Τσιμίνο δεν ήταν μόνο ο τελευταίος Εβραίος της Καβάλας αλλά και ένας καπνέμπορος της παλιάς, σπουδαίας, γενιάς της πόλης.

Όταν συναντιόμασταν τα πρωινά του Σαββάτου, σπάνια κάποιος βρισκόταν στην εταιρεία για να μπει στο γραφείο του. Παντού ήταν έντονη η μυρωδιά του καπνού. Ο Τσιμίνο ήταν μανιώδης καπνιστής ενώ εγώ δεν άντεχα τον καπνό. Ταυτόχρονα με την ερώτηση «μήπως σε ενοχλεί ο καπνός;», άνοιγε το παράθυρο κι έπαιρνα ανάσες. Όμως, δεν με πείραζε. Κάθε φορά μάθαινα τόσα πολλά για τους Εβραίους της Καβάλας. Πίσω από το κάθισμά του ξεχώριζε η βιβλιοθήκη. Ελληνικά, βουλγαρικά και γαλλικά βιβλία ήταν τοποθετημένα στα ράφια. Σε όλα τα βιβλία προεξείχαν χαρτάκια σαν σελιδοδείκτες. Ήθελε να θυμάται κάποιες σελίδες. Σχεδόν όλα είχαν θέμα την ιστορία των Εβραίων και το Ολοκαύτωμα. Το τελευταίο είχε σημαδέψει τη ζωή του.

Εβραίοι από την Ανατολική Μακεδονία [Καβάλα-Δράμα-Σέρρες] επιβιβάζονται σε ποταμόπλοια. Λομ Βουλγαρίας, Μάρτιος 1943
Ο κόσμος του 23χρονου τότε Σάμπυ Τσιμίνο διαλύθηκε τα ξημερώματα στις 4 Μαρτίου 1943, όταν η οικογένειά του σύρθηκε με τη βία έξω από το όμορφο αρχοντικό της οδού Κολοκοτρώνη και οδηγήθηκε, μαζί με όλους τους Εβραίους, στις καπναποθήκες της «Κομμέρσιαλ», της εμβληματικής εβραϊκής εταιρείας της πόλης. Εκείνο το βράδυ η Καβάλα συγκλονίστηκε από τις φωνές και το κλάμα 1.484 ανθρώπων.

Η Ντουντού Τσιμίνο

Ανάμεσα στα θύματα του διωγμού ήταν η μητέρα του Φλώρα (50 ετών), οι αδερφές του Μαλκά (29 ετών) και Ντουντού (21 ετών), οι αδερφοί του Ιακώβ (26 ετών), Μεΐρ (18 ετών) και Μωρίς (16 ετών) και σχεδόν όλοι οι συγγενείς του. Τότε, μπροστά στη δολοφονική βία των ανθρώπων, κλονίστηκε η πίστη του στον Θεό.

Ο Μωύς [Μωρίς] Τσιμίνο
Θυμάμαι, κάποια μέρα, ένα στέλεχος της εταιρείας Μισσιριάν μπήκε στο γραφείο και έφερε μερικά φύλλα καπνού στον Σάμπυ. Εκείνος τα κράτησε στα χέρια του, τα έτριψε, είδε το χρώμα τους, ενώ το στέλεχος της εταιρείας παρακολουθούσε με σεβασμό και υπομονή τη μικρή τελετουργία. Ο Τσιμίνο είχε μάθει τα μυστικά του καπνού κοντά στον πατέρα του Ααρών ο οποίος άρχισε το εμπόριο το 1918. Οι δυο τους ήταν και οι μόνοι από την οικογένεια Τσιμίνο που γλίτωσαν στον διωγμό του 1943. Ο πατέρας Ααρών είχε κατηγορηθεί από τους Βουλγάρους για υποτιθέμενη κατασκοπεία υπέρ των Άγγλων και απελάθηκε πολύ νωρίτερα από τον διωγμό.

Ήταν μια καλοστημένη κατηγορία για να αρπάξουν από την οικογένεια την επιβλητική καπναποθήκη κοντά στο καρνάγιο, πίσω από τις Καμάρες. Από την Καβάλα ο Ααρών Τσιμίνο βρέθηκε στην Αθήνα, ενώ η οικογένεια πωλούσε τα υπέροχα ασημικά της, σε εξευτελιστικές τιμές, για να επιβιώσει. Ο Σάμπυ περνούσε από συγκεκριμένο μαγαζί και έβλεπε το σερβίτσιο με τα αρχικά της οικογένειας στη βιτρίνα. Οι κατακτητές είχαν επιτάξει ένα μέρος του σπιτιού και υποχρέωσαν την οικογένεια να συγκατοικεί μ’ έναν Βούλγαρο αξιωματούχο. Όταν έγινε ο διωγμός των Εβραίων στην πρωτεύουσα, ο πατέρας Τσιμίνο γλίτωσε έχοντας πλαστή χριστιανική ταυτότητα.

Η Μαλκά Τσιμίνο

Από την άλλη, στις αρχές του 1943, ο Σάμπυ, μαζί με άλλους νέους Εβραίους της πόλης, κλήθηκε από τις βουλγαρικές αρχές να υπηρετήσει σε τάγμα εργασίας («ντουρντουβάκι») στη νότια Βουλγαρία. Ήταν η δεύτερη φορά, μετά το 1942. Εκεί, ένα πρωινό, ο Σάμπυ είδε τους δικούς του ανθρώπους να περνάνε φοβισμένοι και πεινασμένοι μέσα σε μικρά ανοιχτά βαγόνια (ντεκοβίλ), όταν οι βουλγαρικές αρχές τούς μετέφεραν από τα σύνορα στο Μπλαγκόεβγκραντ και ύστερα από δύο εβδομάδες στο Λομ, λιμάνι του Δούναβη· ο Σάμπυ δεν το σκέφτηκε πολύ και προσπάθησε να μπει στο βαγόνι, για να ακολουθήσει τους δικούς του στο άγνωστο.

Ωστόσο, οι Βούλγαροι στρατιώτες δεν είχαν εντολή να επιτρέψουν την επιβίβαση των Ελλήνων Εβραίων από τα τάγματα εργασίας στα ντεκοβίλ. Απώθησαν τον Σάμπυ με τη βία. Αργότερα, ένας Βούλγαρος αξιωματικός δεν υπάκουσε στη γραπτή εντολή των ανωτέρων του να παραδώσει τον Σάμπυ και τους άλλους Έλληνες Εβραίους από τη δική του ομάδα εργασίας στη διαβόητη Επιτροπή για τις Εβραϊκές Υποθέσεις.

Ο Ιακώβ Τσιμίνο

Μετά τον πόλεμο, όταν ο Σάμπυ έμαθε για τη μαζική δολοφονία 4.200 Ελλήνων Εβραίων από τη βουλγαρική ζώνη κατοχής στην Τρεμπλίνκα της Πολωνίας, αισθανόταν τύψεις για τη διάσωσή του. Για χρόνια δεν ήθελε να μιλάει για το Ολοκαύτωμα. Όσες φορές και αν προσπάθησα, ο Τσιμίνο δεν δέχτηκε να περπατήσουμε στην πόλη και να μιλήσουμε για την κοινότητα, τα σπίτια, τις οικογένειες.




Για τον Σάμπυ το κέντρο της Καβάλας ήταν φορτωμένο με μνήμες μιας ευτυχισμένης οικογενειακής και κοινοτικής ζωής. Όλα είχαν χαθεί στον πόλεμο. Με τον πιο άδικο και βίαιο τρόπο. Το τραύμα. Ποιος ο λόγος να το μοιραστεί με άλλους; Ειδικά, πριν από είκοσι χρόνια, όταν κανείς δεν ενδιαφερόταν για την ιστορία των Εβραίων της Καβάλας και υπήρχε αντισημιτισμός. Ακόμη και σε μια πόλη χωρίς Εβραίους.

Ο Μεΐρ Τσιμίνο

Σε μια πόλη, όμως, όπου οι Εβραίοι ήταν πρωταγωνιστές στην ανάπτυξη του εμπορίου του καπνού, στους αγώνες των καπνεργατών, στην ίδρυση σύγχρονων σχολείων, βιβλιοθήκης, φιλανθρωπικών συλλόγων, αθλητικών σωματείων. Η πόλη έχασε τους Εβραίους και τους ξέχασε αμέσως. Μετά την απελευθέρωση, στην πρώτη εκδήλωση μνήμης για τα θύματα της κατοχής, οι τοπικές αρχές δεν ανέφεραν καν τη μαζική δολοφονία των Εβραίων της Καβάλας, προκαλώντας τη γραπτή διαμαρτυρία των ελάχιστων επιζώντων. Μάλιστα, η τότε δημοτική αρχή φρόντισε να αλλάξει την ονομασία του μοναδικού δρόμου που θύμιζε την προσφορά των Εβραίων στην πόλη.

Ο Τσιμίνο απέφευγε τα μέρη που γεννήθηκε, περπάτησε, έπαιξε και μεγάλωσε. Ήθελε να συζητάμε μόνο στο γραφείο. Από εκεί συνήθως μιλούσε και με τον Βίκτωρα Βενουζίου, τον Καρδιτσιώτη Εβραίο που βοηθούσε τον Σάμπυ στο έργο του για τη διάσωση της μνήμης των Εβραίων της Καβάλας και αγάπησε την Καβάλα σαν δεύτερη πατρίδα του. Πριν από κάποια συνάντησή μας, Ισπανοί εκπρόσωποι μιας εταιρείας καπνού επισκέφτηκαν την επιχείρηση Μισσιριάν στον Αμυγδαλεώνα και συνάντησαν τον Τσιμίνο. Τον χαιρέτησαν στα γαλλικά και εκείνος απάντησε στα ισπανικά. Οι Ισπανοί έμειναν άφωνοι. Σχεδόν γοητευμένοι από τη μουσικότητα της γλώσσας του, είπαν πως δεν είχαν ακούσει ποτέ τα σεφαρ[α]δίτικα των Εβραίων, τα περίφημα ισπανοεβραϊκά, που έφεραν μαζί τους οι πρόγονοι του Τσιμίνο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά το 1492. Στην Καβάλα σχεδόν όλες οι εβραϊκές οικογένειες μιλούσαν τα «ισπανικά» μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η γενιά, όμως, του Τσιμίνο (ας την ονομάσουμε γενιά του 1920) έμαθε την ελληνική γλώσσα στο σχολείο της κοινότητας και δύσκολα ξεχώριζε από τα άλλα παιδιά στην Καβάλα.

Η τελευταία καταμέτρηση, πριν την επιβίβαση στα ποταμόπλοια. Λομ Βουλγαρίας, Μάρτιος 1943

Σε μια από τις τελευταίες συναντήσεις μας, ο Τσιμίνο μού έδειξε ένα κουτί τσιγάρων πάνω στο γραφείο του. Ήταν φθαρμένο, μ’ ένα μικρό λαστιχάκι τυλιγμένο γύρω του. Πάνω στο πακέτο υπήρχαν βουλγάρικα γράμματα. Νομίζω πως ήταν γραμμένα με το χέρι. «Μου το έστειλαν μετά τον πόλεμο. Από την Κεντρική Τράπεζα της Βουλγαρίας. Είναι η βέρα της μάνας μου». Το άνοιξε με συγκίνηση, μου το έδειξε. Αυτή η στιγμή σημάδεψε και τη δική μου ζωή και την ενασχόλησή μου με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Καβάλας.

Το δαχτυλίδι ήταν το μοναδικό ενθύμιο από τη μητέρα του, μαζί με κάποιες φωτογραφίες. Από χαρούμενες οικογενειακές στιγμές… Όταν η μητέρα του οδηγήθηκε με τη βία στην αποθήκη της Κομμέρσιαλ, μαζί με τα παιδιά της και όλους τους Εβραίους τον Μάρτιο του 1943, μια επιτροπή Βούλγαρων υπαλλήλων υπέβαλε τα θύματα σε εξευτελιστική σωματική έρευνα και αφαίρεσε τα χρήματα και τα κοσμήματα των Εβραίων. Ενώ όλα τα πολύτιμα αντικείμενα έπρεπε να παραδοθούν στους εκπροσώπους της Κεντρικής Τράπεζας της Βουλγαρίας, πολλά συγκεντρώθηκαν σε τενεκέδες ή κουτιά και κατέληξαν στους υπαλλήλους των αρχών κατοχής.

Η επιχείρηση εκτόπισης ήταν μια ευκαιρία για πλιάτσικο από τους κατακτητές. Αμέσως μόλις αναχώρησαν οι Εβραίοι της Καβάλας, οι Βούλγαροι άνοιξαν τα σπίτια των Εβραίων και αφαίρεσαν τα πάντα· τα κινητά περιουσιακά στοιχεία κατέληξαν στις υπηρεσίες του κράτους, στη βουλγαρική ορθόδοξη εκκλησία, σε συλλόγους και σε δημοπρασίες αποκλειστικά για Βούλγαρους. Στο πλιάτσικο πήραν μέρος και ορισμένοι Έλληνες· ένας πολύ γνωστός δωσίλογος της πόλης, δύο τουλάχιστον εκτιμητές κοσμημάτων, κάποιοι μαυραγορίτες και πλιατσικολόγοι της διπλανής πόρτας.

Η Φλώρα Τσιμίνο

Το δαχτυλίδι της Φλώρας στάλθηκε στην Κεντρική Τράπεζα της Βουλγαρίας. Μετά την υπογραφή της ανακωχής το 1944, η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να επιστρέψει όσα αφαιρέθηκαν παράνομα στην Ελλάδα. Οι ελάχιστοι συγγενείς που είχαν διασωθεί παρέλαβαν τα πολύτιμα ενθύμια. Ο Τσιμίνο είχε στο γραφείο τη βέρα της Φλώρας μέχρι τον θάνατό του. Κατάλαβα πως το ενθύμιο της μάνας έδινε δύναμη στον Σάμπυ. Είναι άγνωστο τι απέγινε στη συνέχεια.

Ο φωτογράφος Camhi φωτογράφισε τον Σαμπετάι [Σάμπυ] Τσιμίνο το 1980 και η φωτογραφία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο εξαιρετικό μπλογκ 30xronia.blogspot.com
Η ιστορία με το δαχτυλίδι είναι αφορμή για να θυμηθούμε τις διώξεις, τον εκτοπισμό και τη δολοφονία των Ελλήνων Εβραίων της Καβάλας στο ναζιστικό στρατόπεδο θανάτου της Τρεμπλίνκα στην Πολωνία. Ήταν το μαζικότερο έγκλημα στην Καβάλα την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής. Οι Ναζί εφάρμοσαν την εγκληματική πολιτική του ρατσιστικού καθεστώτος και οι Βούλγαροι σύμμαχοί τους έγιναν τα πρόθυμα εκτελεστικά όργανα ελπίζοντας σε πολιτικά ανταλλάγματα και οικονομικά οφέλη. Έτσι, εξηγείται η αποτελεσματικότητα της επιχείρησης σύλληψης 4.200 Ελλήνων Εβραίων από τις αρχές κατοχής σε ολόκληρη τη βουλγαρική ζώνη.

Το μνημείο του Ολοκαυτώματος, που πολεμήθηκε από κάποιους, στον τόπο συγκέντρωσης και προσωρινής κράτησης των Εβραίων της Καβάλας (άλλοτε καπναποθήκες της Κομμέρσιαλ) θα θυμίζει τη Φλώρα, τα πέντε παιδιά της και όλους τους Έλληνες Εβραίους της πόλης. Αυτό θα γαλήνευε και την ψυχή του Σάμπυ.


Ο Βασίλης Ριτζαλέος είναι εκπαιδευτικός και διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Αντικείμενο της έρευνάς του είναι η ιστορία των Εβραίων της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης τον 19ο και 20ό αι.


Οι φωτογραφίες ανήκουν στο αρχείο του Ιδρύματος Yad Vashem στην Ιερουσαλήμ. Στην πραγματικότητα ο Σάμπυ Τσιμίνο πήρε τα πρόσωπα από οικογενειακή φωτογραφία και τα πρόσθεσε σε ατομικά φύλλα για κάθε θύμα της οικογένειάς του στη βάση δεδομένων του εν λόγω Ιδρύματος. Δυστυχώς, αν και ζητήθηκε για τις ανάγκες του κειμένου, δεν στάθηκε δυνατό να χρησιμοποιηθεί η φωτογραφία.