Αφιερωμένο σε όλους αυτούς που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΙ!

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Ο Διαμαντής Αξιώτης μέσα από το νέο του μυθιστόρημα «μιλάει» για το Σήμερα μέσα από τους λογοτεχνικούς του ήρωες...

Εν αναμονή του αποτελέσματος της πολύκροτης και πολύχρονης –επτά χρόνια– δίκης της Χρυσής Αυγής, προδημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα από το υπό έκδοση –Νοέμβριος 2020, Εκδόσεις Κίχλη– μυθιστόρημα του Διαμαντή Αξιώτη, Συλλέκτης κάθε μίσους [διαβάστε περισσότερα εδώ και εδώ], δείγμα των συνθηκών και του κλίματος που εξέθρεψαν παρόμοιες νεοναζιστικές οργανώσεις.

Αφιερωμένο σε όλους αυτούς που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΙ!

Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2008…

[ … ]

Επιστρέφω στην Ταντάλου και Σαπφούς γωνία, την ώρα που κάνουν την εμφάνισή τους έξι άντρες ντυμένοι στα μαύρα, οπλισμένοι με λοστούς και καδρόνια. Τα κεφάλια τους είναι ξυρισμένα. Στα μπράτσα τους διακρίνονται στιγματισμένοι διπλοί πέλεκεις, μαίανδροι, αριστερόστροφες σβάστικες. Στις μπλούζες όλων είναι σταμπαρισμένη η οργάνωση στην οποία ανήκουν: ΑΤΣΑΛΙΝΑ ΚΡΑΝΗ.
Ένας θηριώδης γενειοφόρος, ντυμένος με μαύρα πέτσινα και μούτρο ξυσμένο από τα σπυριά, που μοιάζει να έχει την πιο κατεστραμμένη καρδιά, παίζει ρόλο Αρχηγού. Ρωτάει έναν περαστικό μελαψό άντρα:
– Από πού είσαι, ρε φίλε;
Ο νεαρός τον κοιτάζει χαμένος.
– Τι είσαι ρε, Έλληνας; επιμένει ο Αρχηγός.
– Oki
– Oki; Βρε άντε ουστ από δω, σκουπίδι, τον σπρώχνει βίαια Άντε φύγε από μπροστά μου, μη σε λιώσω.
Αναλαμβάνουν οι υπόλοιποι της ομάδας.
– Δεν ακούς τι σου λένε, ρε Ζουλού; Άντε στρίβε, μη σου στρώσουμε την πλάτη με κανένα στειλιάρι.
– Κοιτάς κιόλας, ρε βρομιάρη; Φύγε μη σου ξεριζώσω το κατσαρό και στο δώσω να το φας, σκατόφατσα.
Ο Αρχηγός στρέφεται προς την ομήγυρη του πλήθους, που στο μεταξύ έχει συγκεντρωθεί. Η φωνή του ντεραπάρει από οργή.
– Δεν ακούω τίποτα. Το οικονομικό θέμα θα λυθεί απ’ τη στιγμή που θα φύγουν οι βρομιάρηδες. Μόλις ξελαφρώσουμε απ’ τους χαραμοφάηδες που μας τρώνε το ψωμί, αναπνέουν τον αέρα τον ελληνικό και μας σκοτώνουν. Μόνο τις γυναίκες μας που δεν πηδάνε, οι καριόληδες. (χειροκροτήματα) Λοιπόν, το θέμα είναι απλό: να φύγει η χολέρα, να μείνουν τα λεφτά σε μας. Κι οι συντάξεις ν’ ανεβούν, και να μην έχουμε άνεργους. Τέρμα στην ανεργία. (παρατεταμένα χειροκροτήματα) Αυτοί ρε, δεν είναι άνθρωποι, είναι υπάνθρωποι. Είναι πρωτόγονοι, μιάσματα της κοινωνίας. Δεν μας ενδιαφέρει η ύπαρξή τους. Είμαστε έτοιμοι ν’ ανοίξουμε τους φούρνους και να τους κάνουμε σαπούνια. (ηχηρά γέλια) Γιατί είναι ωραίο πράμα το σαπούνι. (χειροκροτήματα και κραυγές επιδοκιμασίας) Όχι για ανθρώπους, γιατί είναι και χημικοί αυτοί. Μπορούμε να βγάλουμε και καμιά καντήλα, να πούμε. (γέλια). Θα τους κάνουμε σαπούνια για τ’ αμάξια, για τα πεζοδρόμια. (τρανταχτά γέλια)
Απευθύνεται στον νεότερο της ομάδας:
– Δε συμφωνείς, κύριε Νίκο;
Ο “κύριος Νίκος” συμφωνεί και επαυξάνει:
– Με τα τομάρια τους θα σκεπάσουμε κτήρια. Θα φτιάξουμε λαμπατέρ. (γέλια) Με τα μαλλιά τους μπεγλέρια, να ’χουν να παίρνουν οι τουρίστες. (γέλια)
– Τι άλλο, κύριε Άρη; απευθύνεται σε άλλον. Τι άλλο θα φτιάξουμε;
– Τα δόντια τους κομπολόγια. (τρανταχτά γέλια)
Από τη γωνία εμφανίζονται δυο μελαψές μεσόκοπες γυναίκες με παιδιά.
– Έλα δω, μανούλα μου. Κι εσύ, έλα κι εσύ. Welcome, welcome. (γέλια)
Τις τραβάει με το ζόρι.
– Έλα ‘δω, είπα. Κύριε Νίκο, θα τις βγάλεις μια φωτογραφία να την κάνω κορνίζα;
Ο κύριος Νίκος τις φωτογραφίζει.
– Για πάρε μας όλους μαζί. Αυτή θα την μεγεθύνω να τη βάλω στο σαλόνι. Πάνω απ’ το τζάκι θα τη βάλω. (γέλια)
– Από πού είσαι, καλέ κυρία;
– Bag lades.
– Μπαγλαντές! Κι εσύ από πού είσαι;
– India.
– Αυτή, παιντιά, είναι από το Ιντία! Εμείς αγαπάμε Ιντία. (γέλια, γελούν κι οι γυναίκες) Αγαπάμε Μπαγλαντές.
Οι πέντε της ομάδας τις τριγυρίζουν σαν τίγρεις που κάνουν κύκλους γύρω από το θήραμα.
– Εδώ που πέσατε… Πού να ξέρατε, πού πέσατε, φουκαριάρες… Στα χρυσά παιδιά πέσατε. Ουστ από δω, βρωμιάρες. Βρακί δεν έχουν να φορέσουν, ήρθαν στην Ελλάδα ξεβράκωτες.. Άι σιχτίρ, finito. Ουστ, είπα.
Οι γυναίκες σκεπάζουν με τα μακριά φουστάνια τα παιδιά τους κι αρχίζουν να τρέχουν πανικόβλητες.
– Ουστ, φωνάζει στο κατόπιν τους, κι ένας ξερακιανός από το πλήθος.
– Από πού είσαι εσύ ρε; τον ρωτάει κάποιος που στέκεται δίπλα του.
– Αλβανία. Εγώ είμαι έντεκα χρόνια εδώ.
Δείχνει έξω φρενών με τους ξένους. Τρέμει στην ιδέα ότι μπορούν να του πάρουν τη θέση.
– Εγώ είμαι μπογιατζής, συστήνεται. Έχω γυναίκα, παιδιά, σπίτι.
– Καλά, σκάσε, τον συμβουλεύει ο διπλανός του. Άμα σε πάρουν χαμπάρι τα καλόπαιδα, πάει, την έβαψες φουκαρά.
Μια μεσόκοπη γυναίκα, ξεσπάει:
– Στα παγκάκια κοιμούνται, οι λεχρίτες. Κουβέρτες από ’δω, χαρτόκουτα από ’κει, βρόμα και δυσωδία. Τι να σου πω, παιδάκι μου, η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο.
– Όλα τα σκατά εδώ μαζεύτηκαν. Τρομάξαμε να διώξουμε τους γύφτους, μας ήρθαν οι μαύροι κι έδεσε το γλυκό.
– Οι Αβγανοί είναι βρομιά, τι δουλειά έχουν μέσα στα πόδια μας; Εμείς δεν πήγαμε λαθραία εκεί που πήγαμε. Περάσαμε γιατρούς για να πάμε στην Αμερική, στη Γερμανία, ακόμα και στην Αυστραλία. Βγήκαμε έξω πλυμένοι, καθαροί. Κύριοι βγήκαμε, κύριοι γυρίσαμε. (χειροκροτήματα και μπράβο)
Στο βάθος ένας μαυριδερός νεαρός σέρνει ένα καρότσι με φορτίο ένα θερμοσίφωνο. Αναλαμβάνει ο Αρχηγός.
– Κοιτάξτε, ρε παιδιά, τον μπαμπουίνο. Τι γυρεύει αυτός εδώ, μου λέτε; Αυτός ανήκει στη ζούγκλα. Να πώς κατάντησαν την Ελλάδα, οι κουφάλες: Καρότσι και θερμοσίφωνας, καρότσι και θερμοσίφωνας. (γέλια) Έλα ’δω ρε, μη σου γαμήσω τον θερμοσίφωνα.
Το πλήθος σχολιάζει ανάκατα.
– Μπράβο τα παιδιά, αυτοί είναι πατριώτες!
– Όλη η Ασία κι η Αφρική μαζί, εδώ μαζεύτηκε. Όλη η μαυρίλα.

[ … ]