Το soundtrack της γυναικοκτονίας: Η Όλγα Σελλά αποθεώνει «Το σφαγείο του έρωτα»

Η έγκριτη κριτικός γράφει για την παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας: «Το εντυπωσιακό αποτέλεσμα δημιουργεί ένα σύμπαν που αγγίζει μεγάλες αγάπες, απεγνωσμένα πάθη, και, συνακόλουθα, βίαια και άδικα εγκλήματα»


Της Όλγας Σελλά

Τι μπορεί να ιστορήσει πιο άμεσα, πιο ουσιαστικά, πιο βαθιά, αλλά και πιο τρυφερά –κι ας μοιάζει οξύμωρο- το απόλυτο κακό, την απόλυτη φρίκη, την απόλυτη βία; Η ποίηση και η μουσική διεκδικούν τον πρώτο ρόλο και με τον δικό τους τρόπο η καθεμιά τέχνη (ή, συχνότατα, και οι δυο μαζί συνταιριασμένες) αφηγούνται τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων, τις διαδρομές των θυτών και των θυμάτων τους. Παντού και πάντα. Είτε με τον έντεχνο είτε με τον δημώδη τρόπο.

Και ήταν, η ποίηση και η μουσική, το καταφύγιο των ανθρώπων εδώ και αιώνες, για να ακουμπήσουν το σοκ, τη φρίκη, την απελπισία τους για όσα συνέβαιναν στις μικρές ή στις μεγαλύτερες κοινωνίες. Τις περισσότερες φορές, εξαιτίας της… αγάπης. Τις περισσότερες φορές, με θύματα γυναίκες. Γιατί οι γυναικοκτονίες δεν είναι σημερινές.

Και ο σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης, έχοντας ως συγκριτικό πλεονέκτημα τη στενή σχέση, επαφή και γνώση του, με τον λόγο, την ποίηση, αλλά και τη μουσική, σκέφτηκε να στήσει μια παράσταση-διαδρομή σ’ αυτά τα πάθη που ξεστράτισαν από την αγάπη και έφτασαν στη φρικτή βία και τον απόλυτο πόνο. Και πήρε ως καμβά τη θηριώδη και ενδελεχή μελέτη του Παντελή Μπουκάλα, «Το αίμα της αγάπης – Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση».

Είναι ο δεύτερος από τους τέσσερις, ως τώρα, τόμους (με γενικό τίτλο «Πιάνω γραφή να γράψω… – Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι», εκδόσεις ‘Αγρα’), και μέσα από το δημοτικό τραγούδι και τις παραλλαγές του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ελληνισμού, ο Π. Μπουκάλας εντοπίζει ήθη, συμπεριφορές και συνήθειες που έγιναν συλλογικές, που αρκετές εντοπίζονται και στα σύγχρονα χρόνια, άλλοτε σαν βαρίδι, τροχοπέδη ή δυσειδαιμονία, άλλοτε σαν ξεχωριστή τρυφερή ματιά πάνω στα άψυχα και τα έμψυχα που περιβάλλουν αυτόν τον τόπο. Και δίπλα στους ήχους και τα λόγια των δημοτικών τραγουδιών, ο Θοδωρής Γκόνης πρόσθεσε, με την καθοριστική συμβολή του Φώτη Σιώτα, κι άλλους ήχους, έντεχνους, από άλλα μέρη της γης, που κι αυτοί ιστόρησαν πάθη τρομερά και εγκλήματα που έμειναν στην ιστορία. Γιατί μέσα από το τραγούδι προσπαθούν πάντα, όλοι, να ξορκίσουν το κακό…

Το αποτέλεσμα ήταν η παράσταση «Το σφαγείο του έρωτα», που από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας ήρθε για λίγες μέρες στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, με τρεις ηθοποιούς επί σκηνής (Άννα Καλαϊτζίδου, Μιχάλη Τιτόπουλο, Μαρία Χάνου), αλλά και τρεις μουσικούς (Αθηνά Λαμπίρη, Τάσο Μισυρλή, Δημήτρη Χατζηζήση) να δημιουργούν ένα σύμπαν που αγγίζει μεγάλες αγάπες, απεγνωσμένα πάθη, και, συνακόλουθα, βίαια και άδικα εγκλήματα. Με τον τρόπο του θεάτρου και με τον τρόπο της μουσικής. Και δημιούργησαν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Στη σκηνή του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων έχει στηθεί κάτι σαν πάλκο (σκηνικά Ελένη Στρούλια), το οποίο περιβάλλει ένα πλαίσιο σαν κάδρο, μ’ ένα τριαντάφυλλο στην κορυφή του και δυο αγαλματίδια στην κάθε πλευρά του πάλκου –μικρές αγγελικές μορφές, του έρωτα και του θανάτου. Κι όλα ξεκινούν μ’ ένα σφύριγμα, σαν συνθηματικό για την εκκίνηση, κι από τους μουσικούς κι από τους ηθοποιούς.

Και μετά, οι στίχοι των δημοτικών τραγουδιών, που ακούγονται σε πρόζα από τους ηθοποιούς –άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με έκπληξη, άλλοτε με οδύνη- συνοδεύονται από άλλους ήχους, γνώριμους, οικουμενικούς: από το «Jealus guy» -«λυπάμαι που σ’ έκανα να κλάψεις, ένας ζηλιάρης είμαι μόνο»- του Τζον Λένον, στη σόλο καριέρα του (1971), από το «Where the wild roses grow» του Νικ Κέιβ (που στον δίσκο «Murder Ballads», του 1996, τον συνόδευσε η Κάιλι Μινόγκ), από το παλαιότερο «If you wanna be happy», του 1963, που ερμήνευσε ο Jimmy Soul, είτε από τα ρεμπέτικα της φυλακής. Και η πρόζα διανθίζεται από άλλα κείμενα, που συνομιλούν λογίως με όσα στα δημώδη τραγουδιούνται: από «Τα μυστήρια του συζυγικού έρωτος» του Γεωργίου Ν. Κυριακίδου (1882), από τη «Φυσιολογία της γυναικός» του Παύλου Μαντεγκάτσα (1902), ή τα «Παραμύθια της Χαλιμάς», εκδ. Ερμής 1988, και «Τα παραμύθια του Perrault», εκδ. Αγρα 1985.

Με σκηνική γεύση άλλοτε από μπουλούκι (μεταφέροντας τη συνθήκη της αμεσότητας και της ζωντάνιας), άλλοτε από μουσική παράσταση, άλλοτε από ατόφιο θέατρο, οι τρεις ηθοποιοί, εκφέροντας άψογα πολλές και διαφορετικές διαλέκτους ή ντοπιολαλιές, έτσι όπως έχουν καταγραφεί στα δημοτικά τραγούδια, μας σεριανούν μέσα από τις ιστορίες του Μενούση, του Μπιρμπίλη, που μεθυσμένος έσφαξε τη γυναίκα του επειδή κάποιος του είπε ότι είναι όμορφη, ή της «Έλλης (που) θέλει σκότωμα με δίκαννη πιστόλα/ γιατί δεν εσεβάστηκε τον Γιάννη τον Πρεβόλα» στις καταγεγραμμένες απόψεις ότι «η γυναίκα είναι του ανδρός» και «είναι ο τάφος του ανθρωπίνου γένους».

Κι από τη σκηνή περνούν χρόνοι πολλοί και τόποι πολλοί. Και παρακολουθούμε άλλοτε με έκπληξη κι άλλοτε με τρόμο, πόσα πολλά εξακολουθούν να ισχύουν, πόσα δεν έχουν αλλάξει, πόσο οι αιτίες των φονικών αλλά και οι τρόποι μοιάζουν τόσο πολύ…

Γιατί «αυτός ο κόσμος είναι ομοιόμορφος μέχρι πλήξεως, και ποικίλος ως τον παραλογισμό».

Με κοστούμια εύστοχα και εύστροφα (η Ματίνα Μέγκλα συμπύκνωσε και τα φύλα και τις εποχές στα ρούχα των ηθοποιών), με ρυθμό, με συγκίνηση, με ερμηνείες λιτές όσο και εξαίσιες από τους τρεις μουσικούς, με ερμηνείες μεστές, ουσιαστικές και πολυπρόσωπες (διόλου εύκολο) από τους τρεις ηθοποιούς, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων είδαμε μια παράσταση που μίλησε για δύσκολα θέματα με τρόπο ευθύ, ξεκάθαρο, άμεσο όσο και καταπραϋντικό.

Είναι πολλές οι παραστάσεις που καταπιάνονται, ειδικά το τελευταίο διάστημα, με θέματα έμφυλης βίας. «Το σφαγείο του έρωτα» που σκηνοθέτησε ο Θοδωρής Γκόνης είναι η παράσταση που καταπιάνεται, ουσιαστικά και διεισδυτικά, με όσα δεν χωρούν –κάθε φορά- οι κοινωνίες, με όσα καταδικάζουν και στραγγαλίζουν ελαφρά τη καρδία στο βωμό κάποιων «αξιών», καλώντας μας να δούμε τη διαχρονία της βίας, την παγκοσμιότητά της, τους τρόπους που επαναλαμβάνεται σε διαφορετικούς πολιτισμούς και διαφορετικές εποχές.

Πηγή: oanagnostis.gr