Γενέθλιος τόπος η μνήμη

Στο μικρής έκτασης μυθιστόρημά του, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης καταθέτει σπαράγματα μνήμης που αφορούν το μεράκι και φιλοδοξία τού πατέρα του να διακριθεί ως μουσικός ώστε να ταξιδέψει μέχρι την Αργεντινή και να διαπρέψει στις μεγάλες πίστες...


 

Του Διαμαντή Αξιώτη

 


Ουμνητής του χρυσοφόρου Παγγαίου Θεόδωρος Γρηγοριάδης ορίζει, σχεδόν σε όλα τα γραπτά του, ως γενέθλιο τόπο του τη μνήμη. Μ’ αυτήν τη δημιουργικά εξασκημένη μνήμη ως όχημα, αισθάνεται την ανάγκη να ταξιδέψει εκατό χρόνια πίσω στη Σαμψούντα για να συναντήσει τον παραμυθά συνονόματο παππού του. Να τον μεταφυτεύσει στην ορεινή Ανατολική Μακεδονία, ώστε να αναδειχθεί το ανατολίτικο ούτι του σε ευρωπαϊκή κιθάρα στα χέρια του γιου του και πατέρα, στη συνέχεια, του ευφάνταστου συγγραφέα. Από το σημείο αυτό θα ξεκινήσει «Το τραγούδι του πατέρα» που θα συντροφεύσει τον εργατικό, φιλόδοξο όσο και αταξίδευτο Λεωνίδα, μέχρι το τέλος της ζωής του.

Σ’ αυτό, το μικρής έκτασης μυθιστόρημά του, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, μέσα από τη νοσταλγία-οφειλή, καταθέτει, σε πρώτο πλάνο, σπαράγματα μνήμης που αφορούν το μεράκι και φιλοδοξία τού πατέρα του να διακριθεί ως μουσικός ώστε να ταξιδέψει μέχρι την Αργεντινή και να διαπρέψει στις μεγάλες πίστες.

Σε δεύτερο επίπεδο, επιστρατεύοντας διαβρωτικό χιούμορ και ευφρόσυνο αυτοσαρκασμό, καταφέρνει να καταγράψει μία ολόκληρη χρονική όσο και ιστορική περίοδο της ελληνικής επαρχίας: ο καταστροφικός εμφύλιος, ο φόβος του χωροφύλακα, η ταπείνωση της Χούντας. Με κυρίαρχη τη μυρωδιά και πίκρα των καπνόφυλλων, ιστορεί την αιώνια διαμάχη μεταξύ των φορτισμένων από το φόβο του ξένου εντοπίων και των απελπισμένων πένητων όσο και εργατικών προσφύγων. Με περίγυρο μια στρατιά πλωτών γυναικών από γιαγιάδες, θείες, εξαδέλφες και γειτόνισσες, με κορυφαία την καλλίφωνη μάνα, εισχωρεί στον εύφορο κάμπο των Φιλίππων, που τον ανδρώνει και τον πνίγει. Προξενιά και κοσμικοί γάμοι, πανηγύρια και επέτειοι αγίων υμνούνται με ήχους αλλοπρόσαλλων ρυθμών: λάτιν που μετατρέπονται σε αρχοντορεμπέτικα, δημοτικά σε μπόσα νόβα, τανγκό σε «ιδιωτικό» ταγκό.

Πλήθος παράλληλων ιστοριών εισχωρούν στο σώμα της αφήγησης, τροφοδοτώντας την τέρψη του αναγνώστη, ικανών ωστόσο, δραπετεύοντας από την πυκνότητά τους, να αναπτυχθούν σε αυτοτελή διηγήματα έως μυθιστορήματα. Παράδειγμα η ιστορία της ζωντοχήρας Τουρκάλας που η απόγνωσή της την οδήγησε στην τρέλα.

«Για τον γρουσούζικο γάμο που αναβλήθηκε βρήκαν μιαν εξήγηση: Στο παλιόσπιτο ζούσε παλιότερα μια Τουρκάλα ζωντοχήρα που έβριζε και πετούσε πέτρες σ’ όποιον πλησίαζε την πόρτα της. Στην ανταλλαγή των πληθυσμών, όμως, δεν ήθελε να φύγει, με το ζόρι την τραβούσαν να βγει έξω, λέγανε ότι δεν ακολούθησε τους άλλους τουρκόφωνους ομόθρησκούς της αλλά ζήτησε να αλλαξοπιστήσει και να βαπτιστεί χριστιανή. Τελικά την κατάλαβαν τα δαιμόνια, τρελάθηκε και χάθηκε ξαφνικά. Δεν ήταν η μοναδική άλλωστε, πόσοι και πόσοι δε χάνονταν τότε χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη και χωρίς να τους αναζητήσει κανείς».