Καβάλλα, 1913: Όταν οι Βούλγαροι απήγαγαν τον Μητροπολίτη και άλλους 28 Προκρίτους της πόλης

Η καταγραφή των γεγονότων από ελληνικές πηγές της εποχής


||  Ιστορικά και άλλα σημειώματα  ||


 

Του Ζήση Α. Βαπορίδη

 


Τα απομνημονεύματα με τα μαρτύρια που υπέστη ο Θεοφιλέστατος Μυρέων Αθανάσιος και οι λοιποί όμηροι δημοσιεύθηκαν το 1914 στο τυπογραφείο του Μ. Ματζαβελάκη στη Αθήνα. Αργότερα ο Πολίτης, ανάμεσα στα βιβλία που χάρισε στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, βρισκόταν ένα αντίτυπο των απομνημονευμάτων αυτών, που είχε την τύχη, πρόσφατα να εκδοθεί σε ψηφιοποιημένη μορφή από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο από το οποίο αντέγραψα πολλά κεφάλαια.

Στο βιβλίο αυτό, ο Μητροπολίτης Μυρέων αφηγείται το ιστορικό της απαγωγής του μετά των είκοσι εννέα Προκρίτων της πόλεως της Καβάλλας:

ΑΙ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑΙΝ ΩΜΟΤΗΤΕΣ
Ἐν τῇ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ 1912-1913

[…] Πράγματι δὲ την 29η Μαΐου, περὶ τὴν ἑσπέραν·προσέρχονται εἰς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν δύο ἀξιωματικοὶ, ὁ Ἀρχιαστυνόμος καί τέσσαρες στρατιῶται μὲ ἐφ’ ὃπλου λόγχην·οἲτινες μετὰ τῆς ἐσχάτης περιφρωνήσεως μοὶ ἀναγγέλλουσι ὃτι τοῦ λοιποῦ τίθεμαι εἰς ἀόριστον περιορισμὸν καὶ ὃτι ἐπὶ ποινῇ ἐσχάτης κατὰ τὸν στρατιωτικὸν νόμον τιμωρίας εἰς οὐδένα ἐπιτρέπεται ἐκτὸς τοῦ Γραμματέως καὶ ἑνὸς ὑπαλλήλου νὰ πλησιάζῃ τὴν Μητρόπολιν καὶ νὰ συνομιλῇ μετ’ἐμοῦ ἒστω καὶ ἂν ἐπείγεται πρὸς τοῦτο δι’οἱανδήποτε ἀνάγκην ἐκκλησιαστικὴν.

Αὐτοστιγμεὶ ἀνεχώρησαν, ἐνῷ οἱ στρατιῶται ἀμέσως ἒλαβον τὰς θέσεις των εἰς τὰς θύρας τῆς Ἱερ. Μητροπόλεως προσέχοντες κατὰ τὸν νόμον, ἀλλὰ καὶ κατὰ μίαν ἰδιάζουσαν προθυμίαν εἰς τὸ καθῆκον των, ἀπαγορεύοντες πολλάκις καὶ αὐτὸ τὸ πρὸς ἀναψυχὴν κάθισμά μου εἰς τὸν έξώστην ἢ εἰς ἀνοικτὸν παράθυρον. […]

Έπὶ 18 ἡμέρας  ἐμεινα περιωρισμένος ἐν τῇ ἱερᾷ Μητροπόλει ὑπὸ αὐστηρὰν ἐπιτήρησιν τῆς ἑκάστοτε φρουρᾶς […]. Συνεπείᾳ δὲ τῶν ἠθικῶν ἐκ τοῦ περιορισμοῦ τούτου συγκινήσεων εἶχον ἀσθενήσει εὑρισκόμην μάλιστα ἐν τῇ κλίνῃ, ὃτε τὴν 16ην Ἰουνίου [1913] περὶ τὴ 3ην μ.μ. ἐμφανίζεται εἰς τὴν Ἱερ. Μητρόπολιν ἀξιωματικὸς τις, ὁ ὁποῖος μὲ καλεῖ νὰ μεταβῶ εἰς τὸ Διοικητήριον·ὁ στρατιωτικὸς τάχα τῆς πόλεως Διοικητὴς Συνταγματάρχης Κούσεφ, ἐπρόκειτο νά μοι ἀνακοινώσῃ σχετικὰ τινα πρὸς τὸν περιορισμὸν μου καὶ ἒπειτα νὰ ἂρῃ οὒτως εἰπεῖν αὐτὸν. Μάτην παρεκάλεσα τὸν ἐν λόγῳ ἀξιωματικὸν, ἳνα ἀναβάλω τὴν μετάβασίν μου ἐπιδεικνύων τὴν ἐκ τῆς ἀσθενείας ἐλεεινὴν κατάστασίν μου καὶ διαβεβαιὼν αὐτὸν ὃτι τὴν ἐπομένην καὶ ἂν ἀκόμα δὲν ἐβελτιοῦτο ἡ θἐσις μου ἀγογγύστως θὰ ἐξεπλήρουν τὴν διαταγὴν. Μάτην ἐπεζήτησα διὰ διαφόρων λόγων νὰ ἐξεγείρω τῆς φιλανθρωπίας τὸ αἲσθημα προβάλλων ὃτι ζήτημα ἦτο ἀδύνατον πεζὸς νὰ μεταβῶ εἰς τὸ Διοικητήριον.

Εὑρεθεὶς πρὸ τῆς ἀδιρρήτου ἂνάγκης καὶ τῆς ἐκ γρανίτου καρδίας τοῦ ἀξιωματικοῦ ἐκείνου, διότι ἠδύνατο νὰ ἀνακοινώσῃ τὰς παρακλήσεις μου εἰς τὸν Συνταγματάρχην, ἐγείρομαι τῆς κλἰνης καὶ ἐνδυθεὶς ἀκολουθῶ τὸν πρωτότυπον τοῦτον Χριστιανὸν, ὁ ὁποῖος κομπάζει ἒφιππος, ἐν ᾧ ἐγὼ βαδίζω μέ τὸ ἀρχιερατικὸν ἐγκόλπιον εἰς τὸ στῆθος περικυκλωμένος ὑπὸ φρουρᾶς ὡς κακοῦργος διὰ μέσου τῶν ἀνὰ τὰς ὁδοὺς ῥιφθέντων Χριστιανῶν καὶ κλαιόντων ἐπὶ τῷ ἐσχάτῳ ἐξευτελισμῷ, ὃν οὐκ εἶδον οὐδὲ κἂν εἰς τὰς σκοτεινοτέρας τῆς τυραννίας ἡμέρας. [σ.75] Φθάσας εἰσέρχομαι εἰς αὐτὸ καὶ ἀνέρχομαι τὰς κλίμακας προπηλακιζόμενος οὐ μόνον ὑπὸ τῶν εὑρισκομένωνν ἐκεῖ ἂλλων Βουλγάρων, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν ὑπαλλήλων αὐτῶν, οἳτινες ὑπερθεματίζοντες ἡμιλλῶντο τὶς περισσότερον νὰ μὲ ἐξευτελίσῃ πτύων με καὶ ὑβρίζων ἀναιδῶς.

Πλὴν ὃλους ὑπερηκόντισε ὁ Ἀνακριτὴς ὡσεὶ μὴ ἀρκεσθῇ εἰς τὸν ἀμείλικτον ἐκεῖνον διωγμὸν καὶ τὴν ἀκατανόμαστον εἶτα διαγωγὴν ἣν μικρὸν πρὸ τοῦ περιορισμοῦ ἐπέδειξε πρὸς ἐμὲ ὡς ἓλληνα Ἀρχιερέα, ὃτε κατασπιλώνων τὴν ἱερότητα τοῦ ὑπουργήματός του ἐξηυτέλισεν εἰς ἀπίστευτον τὸν βαθμὸν χριστιανὸς ὣν τὸ ἀρχιερατικὸν μου ἀξίωμα.

Ἃμα ἀνελθὼν ὁδηγοῦμαι εἰς μίαν αἲθουσα, ἒνθα εὑρίσκομαι ἒναντι εἲκοσιν ἐννέα (sic) προκρίτων μὲ ἐν δάκρυσιν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ διερωτώντων με, ἂν τάχα γνωρίζω περὶ τίνος πρόκειται. Ἀναμένομεν ὣρας πολλὰς μετ’ἀγωνίας, ὁπότε ἡ θύρα ἀνοίγεται μετὰ ἐμφανοὺς ἐπιδείξεως παρουσιάζεται ο εἰρημένος στρατιωτικός Διοικητὴς Κοῦσεφ, μᾶς λέγει τουρκιστί περὶπου  τὰ ἑξῆς:«Οἱ ἰδικοί σας ἐκήρυξαν τὸν πόλεμον. Ἀπό τὴν ἀπληστία των, τοιοῦτοι εἶναι καὶ οἱ Σέρβοι, ἐφάνησαν ἂπιστοι σύμμαχοι. Θέλουν νὰ σφετερισθοῦν μέρη τὰ ὁποῖα ἐθνολογικῶς καὶ ἱστορικῶς ἀνήκουν εἰς τὴν Βουλγαρίαν. Ἀλλά δὲν πειράζει ὁ βουλγαρικὸς στρατὸς θἀ δείξῃ πάλιν ποῖος εἶναι·εἰς ὁλίγας ἡμέρας θὰ δὠσῃ καὶ εἰς τοὺς δύο ἓν καλόν μάθημα».

Ἐπί τινας στιγμᾶς σιωπᾶ, ἒπειτα δευτερολογὼν ἐκστομίζει καὶ τὴν τρομακτικὴν δι’ ἡμᾶς ἀπόφασιν ὡς ἑξῆς.

«Πρὸς ἠσυχίαν τῆς πόλεως θὰ σὰς κρατήσωμεν ὡς ὁμήρους˙·καὶ κατ’ἀρχὰς θὰ σὰς ἀπομακρύνωμεν ἐδῶ πλησίον·ἒπειτα βλέπομεν πάλιν. Κατὰ το διάστημα δὲ τοῦ, πολέμου, ἐὰν οἱ ἐν Καβάλλα Ἓλληνες μείνωσι ἣσυχοι δὲν ἒχετε νὰ πάθητε τίποτε˙ ἂν ὃμως τὸ παραμικρὸν συμβῇ, μάθετε ὃτι θὰ τὸ πληρώσητε ἀκριβᾶ μὲ τὰ κεφάλια σας». [σ.76]

Ἂν καὶ  βλέπω τὰ συμπτώματα οὐχὶ τόσον καλὰ, δηλῶ ἐν τούτοις ἀπεριφράστως ὃτι ἀσθενὴς ὢν ἀδυνατῶ μηδὲ κἂν δύο βήματα νὰ κάμω πρὸς τά ἐμπρός. Εἰς τὴν παρατήρησίν μου ταύτην εὑρίσκεται μία ἃμαξα τῆς ὁποίας ἐπιβαίνω καὶ ἀμέσως ἐκκινοῦμεν πρὸς τὴν 9ην μ.μ. ἀμφιβάλλοντες ἀν πράγματι μεταβαίνομεν εἰς Παδὲμ-τσιφλίκι, καθὼς εἶπεν ὁ Κοῦσεφ πρὸς ἡμᾶς.

Διερχόμεθα διὰ τῆς ἐγορᾶς καὶ εἲτα διανύσαντες μίαν μεμονωμένην τῶν τουρκικῶν νεκροταφείων ὁδὸν εἰσερχόμεθα εἰς συνοικίαν χριστιανικὴν. Πανταχοῦ δὲ ἐπικρατεῖ σκότος βαθύ καὶ βασιλεύει τουτ’ αὐτὸ νεκρική σιγή, διότι ὃλοι ἀπὸ τὸν τρόμον ἒσπευσαν νὰ κλεισθῶσι εἰς τὰς οἰκἰας των μὲ ἐσβυσμένα τὰ φῶτα. Ἒντρομοι βαδίζομεν τὴν ὁδὸν˙ ἐφ’ ὃσον πλησιάζομεν πρὸς τὸ μέρος, τὸ ὁποῖον οἱ Κομιτατζῆδες εἶχον μεταβάλει εἰς σφαγεῖον κατά τὴν κατοχὴν. Έντεῦθεν, ὃταν διήλθομεν τὸν ἀπαίσιον ἐκεῖνον τόπον, ἒνθα τόσοι ἀθώοι Μουσουλμάνοι εὗρον τὸν οἰκτότερον τῶν θανάτων κατακρεουργηθέντες, αἰσθανόμεθα ἓναν παλμὸν ἀνεκφράστου ἀνακουφίσεως καί ἐξακολουθοῦμε ἡσυχώτεροι ὁπωσδήποτε τὸν περαιτέρω δρόμον ἡμῶν. Μετά πορείαν δύο καὶ πλέον ὡρῶν φθάνομεν εἰς Παδέμ Τσιφλίκι ὑπὸ τὴν βαθεῖαν, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὑπερβόλην ἀνησυχητικὴν νύκτα. [σ.79]

[….]

Περί τὸ μεσονύκτιον τῆς 22ας  πρὸς τὴν 23ην [Ιουνίου 1913] ἀφυπνιζόμεθα συνεπεία λακτισμάτων ὑπὸ δύο φρουρῶν οἱ οποῖοι δι’ἀγρἰων φωνῶν μᾶς ἀναγγέλλουσιν ὃτι πρόκειται νά μεταβῶμε εἰς Δράμαν. [σ.81]

Μετά πεζοπορείαν ἐννέα καὶ πλέον ὡρῶν φθάνομεν εἰς τὸ μαρτυρικὸν Δοξᾶτον ἒνθα καταπεπονημένοι καταλύομεν εἰς τὸ κτίριον τῆς τουρκικῆς σχολῆς. Κατακλιθέντες ἐπὶ δίωρων ἐπαναρχίζομεν τὴν πορείαν διὰ τῆς κεντρικοτάτης ὁδοῦ τῆς ἐρήμου κωμοπόλεως ἐν μέσω καυστικοτάτου ἡλίου˙ βαδίζοντες λιπόψυχοι φθάνομεν εἰς τὸ ὓπαιθρον παρὰ τὴν Δράμαν.

[…] ἀπὸ τὴν Δράμαν σιδηροδρομικῶς εἰς Γκιουμουλτζλίνην· […] τὴν 26ην φθάνομεν εἰς τὴν Ἀδριανούπολιν.

1/7/1913. Πρώτη η ΠΑΤΡΙΣ σε μεταμεσονύκτιο έκδοση ανέγραψε:

Κατὰ τηλεγράφημα του ναυάρχου Κουντουριώτου πρὸς τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ναυτικῶν οἱ ὑπὸ τοῦ Βουλγαρικοῦ στρατοῦ ἀπαχθέντες έκ Καβάλλας ὁμογενεῖς εἶναι οἱ έξῆς [….]

Τότε έγινε γνωστό στο πανελλήνιο το τραγικό γεγονός της απαγωγής του Επισκόπου Καβάλας και των Ομήρων τους οποίους οι Βούλγαροι στη φυγή τους έστειλαν στο εσωτερικό της χώρας των και των οποίων η τύχη έκτοτε αγνοείται…

2/7/1913.ΕΝ ΚΑΒΑΛΛΑ ΣΥΝΕΛΗΦΘΗΣΑΝ ΟΙ ΠΡΟΚΡΙΤΟΙ

Ὁ Διοικητὴς τῆς Μακεδονίας κ. Δραγούμης ἀπέστειλεν τὸ έξῆς τηλεγράφημα:

Πρόεδρον Κυβερνήσεως. Κατὰ πληροφορίας δυναμένας νὰ θεωρηθῶσι βάσιμοι, Βούλγαροι συνέλαβον καὶ ἐδέσμευσαν ἐν Καβάλλᾳ πάντας τοὺς προκρίτους Ἓλληνας ἀπειλήσαντες νὰ καταστρέψωσι τὴν πόλιν ἐν περιπτῶσει προελάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ.

ΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΣΘΕΝΤΕΣ

Οἱ ἀπαχθέντες οἲτινες ἀσφαλώς ὑπέστησαν ὁμοίαν τύχην πρὸς τὴν τῶν ἐκ Δοϊράνης καὶ Σερρῶν ἀπαχθέντων εἶνε οἱ ἐξῆς. Ἐπίσκοπος Μυραίων, ἀρχιερατικός ἐπίτροπος, Μιχαήλ Κολοκύθας καπνέμπορος, Δημήτριος Βαναρτζής, ὑπάλληλος Ἀμερικανικῆς ἑταιρείας καπνῶν, Ἀθαν. Χαρισιάδης, καπνέμπορος, Στεφ. Πουλίδης, ἰατρός, Ἰωαν. Κονσολίδης ἰατρός, Ἀλέξιος Ἀλεξόπουλος καπνέμπορος, Ἀλέξανδρος Βασιλειάδης διευθυντὴς τοῦ Ἑλληνικοῦ σχολείου, Θεόδωρος Βρασούκας διευθυντὴς οἲκου Μουράττι & Σία, Παναγιώτης Βουλαλάς ἒμπορος, Ἰωάννης Γιαννίτσας ἒμπορος, Θεόδωρος Πανταζής ἒμπορος, Ἀστέριος Ζουρμπάς διευθυντὴς ἐφημερίδος «Σημαία», Θεμιστ. Βαλσαμίδης, Γρηγόρ. Ἀντωνιάδης, ὑπάλληλοι Ἀμερικανικῆς ἑταιρείας καπνῶν, Πάρις Καντιώτης διευθυντὴς Τραπέζης Ἀθηνῶν, Αλέξανδρος Νάτσιος ὑπάλληλος Τραπέζης Αθηνῶν, Θεοδ. Ραμζής ἒμπορος, Κων. Ι. Κυριαζίδης ὑποδηματοποιός, Ἠλ. Οἰκονόμου τυπογράφος, Κων. Πουλίδης φαρμακοποιὸς Ἠλ. Φέσσα, ἒμπορος, Στ.Φέσσας ὑπάλληλος καταστήματος καπνῶν Herzog, Ἐλισαῖος Δουλγερίδης καπνέμπορος, Πέτρος Λεκός διερμηνεὺς τοῦ Ἑλληνικοῦ Προξενείου, Κλεάνθης Τερμεντζής ξυλέμπορος, Γ. Κουταλιάγγας μεσίτης, Αχ. Γρηγοριάδης πρώην ὑπάλληλος ὑγειονομείου, Μιχαήλ Παπαδόπουλος γραμματεύς της Μητροπόλεως.

ΔΕΝΔΡΑΜΗΣ  (Εφημ. ΣΚΡΙΠ)


Από το ημερολόγιο του Μητροπολίτη Μυρέων. ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ. Ὁ Ἐπίσκοπος Μυρέων Ἀθανάσιος καὶ οἱ μετ’αύτοῦ ἀπαχθέντες ὑπὸ τῶν Βουλγάρων εἲκοσι ἐννέα (sic) πρόκριτοι.

Η φωτογραφία στη Βουλγαρία (;) με τον Επίσκοπο και τους 27 απαχθέντας ομήρους (εκτός του δολοφονημένου Γ. Κουταλιάγκα), σύνολο 29, όσοι και στην Κατάσταση.