Καβάλλα, 1913: Ο φόνος του Γ. Κουταλιάγκα

Μια δολοφονία στο περιθώριο της απαγωγής από τους Βουλγάρους του Μητροπολίτη και 28 Προκρίτων της πόλης


||  Ιστορικά και άλλα σημειώματα  ||


 

Του Ζήση Α. Βαπορίδη

 


[ Διαβάστε το πρώτο μέρος του σημειώματος εδώ ]

Στις 26 Ιουνίου 1913, από την Αδριανούπολη όσο οι όμηροι προσχωρούν προς την ενδοχώρα τόσο γίνονται ανυπόφορα τα μαρτύρια, των φρουρούμενοι υπό αγροίκων στρατιωτών και ανάμεσα σε άμαξες με εκατοντάδες τραυματιών και εξαθλιωμένων υποχωρούντων βουλγάρων μαχητών…

Στις 27 Ιουνίου, στον σταθμό «Μουσταφά Πασά» γίνεται απόπειρα δολοφονίας του επισκόπου αλλά κάτω από περίεργες συνθήκες δολοφονείται ο όμηρος Γεώργιος ή Γούλας Κουταλιάγκας.

Το περιστατικό το περιγράφει ο ίδιος ο επίσκοπος:

[…] Εἰς τὸν σταθόν τῆς Ἀδριανουπόλεως ὃστις δύναται να ὀνομασθῇ κόλασις ἐστιβαγμένοι εἰς μίαν γωνίαν ὡς κατάδικοι περστοιχιζόμεθα ὑπὸ χιλιάδων στρατιωτῶν. οἳτινες μανιωδῶς ἀλλαλάζοντες ἐπιζητοῦσι τὰς κεφαλὰς ὃλων, προτίστως δέ τήν ἐμὴν.

Ἡ φρουρὰ πρὸς φύλαξίν μας τεταγμένη, σύμφωνος καὶ αὐτὴ, κατὰ τύπον μόνον ἀπεμάκρυνε τοὺς καθ’ ἡμῶν ἐπιτιθεμένους

[…] Εἷς δὲ ὁπλοφόρος ἐθελοντὴς ὃργανον τοῦ κομιτάτου, συνομιλεῖ μετά τινος πολίτου,παρ’ οὗλαμβάνει καὶ ἀργύρια ὡς ἀμοιβὴν φαίνεται τοῦ μελετωμένου κατορθώματος διότι ψιθυρίζει τότε ἀμέσως˙μάλιστα, μάλιστα, θὰ τὸν φονεύσω τὸν ἂπιστον τοῦτον βλαδίκα (ἐμὲ δηλαδή τὸν δεσπότην), ὁπότε πράγματι ὁρμήσας κατ’ ἐμοῦ μὲ ἁρπάζει ἀπὸ τῆς γενιάδος καὶ σύρων με δι’ αὐτῆς μὲ διατάσσει νὰ καθήσω κατὰ γῆς, ἐν μέσω τῶν μαινομένων ἐκεῖ εἰς περίβλεπτον θέσιν, ἲνα ἐγὼ μὲν καταστῶ μᾶλλον χλευάσιμος, αὐτὸς δὲ ἐπιτυχέστερον νὰ πραγματοποιήσῃ τὸ καταχθὀνιον σχέδιόν του.

Μόλις ἐκάθησα ἒχων τὸ πρόσωπον μου κατάπτυστον, τὸ ἀνθρωπόμορφον τοῦτο τέρας, ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἀνεμοζάλης ἐκείνης, ἐξαγαγὼν σφαίραν, γεμίζει τὸ ὃπλον του καὶ ἀναμένει τὴν κατάλληλον στιγμὴν νὰ πίῃ τὸ αἷμά μου.

Πλήν ἀξιωματικὸς τις ἐμφανισθεῖς ἐν μέσῳ ἡμῶν, ἀπομακρὐνει τὸν αἱμοβόρον ἐκεῖνον καὶ λαβὼν πλησίον του ὁδηγεῖ με, ὡς καὶ τοὺς λοιποὺς εἰς ἓν βαγόνιον πλῆρες κόπρου καὶ πάσης ἂλλης ἀκαθαρσίας.

[…] Ὁ ἀπαίσιος ἐκεῖνος έθελντὴς εἰσχωρήσας εἰς τὸ βαγόνιον ἒμεινε ἂϋπνος ὃπως ἂϋπνοι διήλθομεν τὴν νύκταν και ἡμεῖς

Τὴν ἑπομένην ὁ ἀγριάνθρωπος πλησιάζει με κατὰ τὸν σταθμὸν Μουσταφᾶ πασᾶ περὶ τὴν 3.30 πρωϊνὴν τῆς 27ης Ἰουνίου καὶ διά τῆς βίας σύρον με ἀπό τὸν πόδα, προσπαθεῖ νὰ μὲ πείσῃ, ὃπως ἐξέλθω τοῦ βαγονίου, πρὸς πλήρωσιν τάχα φυσικῆς τινος ἀνάγκης. Πρότερον μάλιστα ἐξήγαγε ὁλους, οὓς ἐπανέφερε σώους, ἲνα καταστήσῃ με ἀνύποπτον, ἃτε ἐπιποθῶν ἐν τῇ θηριωδίᾳ του, ἐμὲ κυρίως νὰ ἐξολοθρεσῃ. Ὡς ἦτο ἑπόμενο ἀντέταξα ἐπίμονον ἂρνησιν εἰς τὴν βίαν, ἀναλογιζόμενος, ὃτι δυσκόλως ἲσως θὰ ἀποτολμήσῃ νὰ μὲ κτυπήσῃ ἐντὸς τοῦ βαγονίου.

[…] Εἳς τῶν συναπαχθέντων μετ’ἐμοῦ, κοιμώμενος, ὁ Γεώργιος ἢ Γούλας, φαίνεται ἠγνόει τὰ συμβαίνοντα, καὶ διὰ τοῦτο μόλις ἐξυπνήσας ἐκ τοῦ γενομένου θορύβου δρομαίως ἐξέρχεται τοῦ βαγονίου πρὸς πλήρωσιν φυσικῆς του ἀνάγκης, μηδεμίαν δοὺς προσοχὴν εἰς τὰς συστάσεις καὶ παρακλήσεις μάλιστα ὃλων, ὃπως μὴ κινηθῇ ἀπὸ τοῦ τόπου του.

Ἀμέσως δὲ πρίν ἢ ἀπομακρινθῇ δέκα βήματα, ἀκούεται εἳς πυροβολισμὸς. Ἓν «ἂχ» βαρὺ τοῦ ἐκπνεύσανος ἀτυχοὺς θύματος διαδέχεται τὸν πυροβολισμὸν καὶ εἲτα ἀκολουθεῖ νεκρική σιγὴ. Τὸ αἱμοδιψὲς τέρας δὲν ἐπεστρεψε πλέον.

Τὴν 27 ἀκούγεταί τις λέγων εἰς τήν Καβάλλαν κυματίζει ἡ γαλανόλευκος…».

[ Επισκόπου Μυρέων Αθανασίου Απομνημονεύματα, Βουλγαρικαί Θηριωδίαι, σ. 50 ]

Συνοπτικά από τα γραπτά του Επισκόπου:

  • Στις 16 Ιουλίου 1913 φθάνουν στο Τατάρ Παζαρτζίκ και τους συναντά ο Πολιτικός διοικητής κ, Μιχαήλ Κριβόσιεφ ο οποίος τους τοποθετεί σε ξενοδοχείο, όπου έμειναν μια νύχτα.
  • Στις 17 Ιουλίου 1913 οι όμηροι οδηγούνται πεζή στο χωριό Πάτκουμ (5 ώρες από το Τατάρ Παζαρτζίκ) στην ερημιά αυτή μένουν άλλες 11 μέρες κινδυνεύοντας από τους έξαλλους εκ της Μακεδονίας βουλγάρους πρόσφυγας.
  • Στις 27 Ιουλίου 1913 επανέρχονται στο ξενοδοχείο του Τατάρ Παζαρτζίκ, όπου έμειναν συνολικά 19 μέρες.
  • Στις 7 Αυγούστου ο Διοικητής Μιχαήλ Κριβόσιεφ αναγγέλλει την απόφαση της νέας Κυβέρνησης για την απόλυσή των ομήρων, και συνιστά να μη βιαστούν λόγω της αναρχίας των αποστρατευμένων βουλγάρων στρατιωτών.
  • Στις 28/7/1913.(10/8/1913 με το νέο ημερολόγιο). Υπογράφηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
  • Στις 11 Αυγούστου ο ανεκτίμητος Κριβόσιεφ τους τακτοποιεί σε κλειστό βαγόνι τραίνου προς Πύργον.
  • Στις 12 Αυγούστου με ενέργειες του προξένου της Αυστρίας στον Μπουργκάζ (Πύργο,) κ, Στήβενς επιβιβάζονται σε τραίνο και στις 14 Αυγούστου φθάνουν στην Καβάλα.
Η φωτογραφία με τους απαχθέντας ομήρους (εκτός του δολοφονημένου Γ. Κουταλιάγκα) γράφει: ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ

3/7/1913. Εφημερίδα Μακεδονία, ανταπόκριση του Γεωργίου Καπρίνη* από την Καβάλα

ΟΙ ΟΜΗΡΟΙ ΚΑΒΑΛΛΑΣ

Πληροφορίαι ἀσφαλοῦς πηγῆς βεβαιοῦσιν ὃτι οἱ ὡς ὃμηροι άπαχθέντες ὑπό τῶν Βουλγάρων πρόκριτοι Καβάλλας εὑρίσκονται ἐν άσφαλείᾳ εἰς Τατάρ Παζαρτζίκ. Περί τῶν κ.κ. Πάρη Καντιώτη, διευθυντοῦ τοῦ ὑποκαταστήματος τῆς Τραπέζης Αθηνῶν, και τοῦ Μιχαήλ Κολοκύθα, διευθυντοῦ τῆς τραπέζης Άνατολῆς, εἶνε βέβαιον ὃτι εὑρίσκονται όλοι εἰς Τατάρ.

12/7/1913. Εφημερίδα Μακεδονία

ΑΙ ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑΙ ΤΩΝ ΟΜΗΡΩΝ

Οἱ κ.κ. Στεφ Πουλίδου καί Κ. Βρασοὺκα ἒλαβον ἢδη τηλεγραφήματα μέσῳ Ξάνθης παρὰ τῶν κρατουμένων διὰ τῶν ὁποίων ἀνήγγειλον εἰς αὐτὰς ὃτι ἒχουν καλῶς καὶ διαμένουν εἰς ξενοδοχεῖον τοῦ Τατάρ Παζαρτζίκ, ἐζήτησαν δὲ νὰ τοῖς ἐμβασθῶσι 1000 φρἀγκα ὁ κ. Πουλίδης και 400 ὁ κ. Βρασούκας. Τὰ ζητηθέντα τοῖς ἀπεστάλησαν διὰ τοῦ Αὐστριακοῦ προξενείου.

Εφημερίδα Μακεδονία

ΟΙ ΟΜΟΓΕΝΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΛΑΣ

Ἐκ Παρισίων τηλεγράφημα ἀγγέλλει ὃτι ἡ Γαλλική Κυβέρνησις, ἣτις ὡς γνωστὸν ἒχει ἀναλάβει ὑπό τὴν πραστασίαν της τοὺς ἐν Βουλγαρίᾳ ὑπηκόους Ἓλληνας κατώρθωσε διὰ τῶν προξένων της νὰ βεβαιωθῇ ὃτι οἱ ὡς ὃμηροι συλληφθέντες πρόκριτοι Καβάλλας εὑρίσκονται ἀσφαλεῖς εἰς Σόφιαν.

Επιστολές Ευθαλίας Ν. Καρύδη από την Καβάλα προς τον θείο της Δημ. Νάκο:

Χθες ήλθε τηλεγράφημα από την Αυστριακήν Κυβέρνησην δια του Κου Κούφλερ ότι κατόπιν ενεργειών του Κου Βηξ και τη ενεργεία της Αυστριακής Κυβερνήσεως απελύθη ο Στέργιος Φέσσας, απολύονται δε οσονούπω και οι λοιποί όμηροι.

Καβάλλα τη 17η/8/1913:

Την παραμονήν της Παναγίας, έσχομεν την ανέλπιστον χαράν να υποδεχθώμεν τους φιλτάτους Ηλίαν και Στέργιον μετά των λοιπών ομήρων, πλην ενός· του μακαρίτου Γούλια γείτονός μας, φονευθέντος υπό των αιμοχαρών βαρβάρων, εν τω πρώτω σταθμώ μετά του Μουσταφά Πασιά. Ανεκδιήγητα τα όσα υπέφερον.

Μ’ όλα τα βάσσανα όμως και τας κακουχίας που υπέστησαν, ήλθον παχείς ανεξαιρέτωςο θείος Ηλίας και με ξυρισμένα μουστάκια, συγγνώμην διορθωμένα.

Φαίνεται ότι το κλίμα του Τατάρ Παζαρτζίκ ως και Βατκούμ Τεπελέντζια τους ωφέλησεν. Αι οικογένειαι ησύχασαν πλήρως…

1913, γιορτή για τους επαναπατρισθέντες ομήρους Ηλία και Στέργιου Φέσσα [;] Φωτογραφία Καπάιου. Αναρτήθηκε στο διαδίκτυο από τον Lefteri Fessa [;] (Παρουσιάζεται με κάθε επιφύλαξη)

* Ο Γεώργιος Καπρίνης υπήρξε όχι μόνο επιτυχημένος τυπογράφος της πόλης μας, δημοσιογράφος και ανταποκριτής εφημερίδων, αλλά και αναγνωρισμένος διανοούμενος από την κοινωνία και Τέκτων.