Λευτέρης Ξανθόπουλος αυτοανθολογούμενος

Τα ποιήματα τα οποία διάλεξε ο ποιητής για την ανθολογία συνθέτουν το μπουκέτο που αποστέλλει στους συντοπίτες του αενάως έχοντας αφήσει παραγγελιά να μείνει απαράλλαχτη η σύνθεσή του...


 

Tης Γεωργία Τριανταφυλλίδου

 


Τον Δεκέμβριο του 1983 τυπώνεται σε 1.500 αντίτυπα το βιβλίο με τίτλο «Καβαλιώτες ποιητές-Ανθολογία Μεταπολεμικής Ποίησης» στα τυπογραφεία των Αγροτικών Συνεταιριστικών Εκδόσεων Θεσσαλονίκης για λογαριασμό της  Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας και με τη λογοτεχνική επιμέλεια του Διαμαντή Αξιώτη. Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος είναι 38 ετών και έχει προλάβει να εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές: «Tα αντίψυχα», πρώτη έκδοση το 1972, δεύτερη το 1982 και τις «Περιπέτειες πλανόδιου σωματοφύλακα ονείρων», το 1981. Ο Βασίλης Θεοδωρίδης αναλαμβάνει με μια τρισέλιδη, κριτική αποτίμηση να τον συστήσει στο κοινό. Στον πρόλογο της έκδοσης διαβάζουμε ότι η επιλογή των ποιημάτων έγινε καθ’υπόδειξη των ίδιων των ποιητών από τους οποίους ζητήθηκε να ξεχωρίσουν οι ίδιοι τα αντιπροσωπευτικότερα ποιήματα του συνόλου της μέχρι τότε δουλειά τους.

Στηριζόμενοι, επομένως, στην ομολογία του Αξιώτη, έχει ενδιαφέρον να δούμε ποια ποιήματα αποφασίζει να συλλέξει ο Ξανθόπουλος και στη συνέχεια να συναρμόσει, εν είδει ανθοδέσμης. Πρόκειται για δώδεκα σύντομες συνθέσεις από τις οποίες μόνο η μία εκτείνεται πέραν της σελίδας ενώ η τελευταία είναι ανέκδοτη. Ο Ξανθόπουλος βιογραφείται. Περιγράφει έναν τόπο όπου «χορεύουν αχτίνες πυρωμένες», «με το περιβόλι και τις ντοματιές στον ήλιο», με «βλαστάρια τρυφερής κληματαριάς», με θάλασσα που μπαίνει από παντού στα ποιήματα. Μιλάει για τον γενέθλιο τόπο του πατέρα του. Παράλληλα, υπαινίσσεται τα δικά του ταξίδια στο εξωτερικό, «σε πολιτείες του χιονιά», «σε κάμπους βορινούς» και ονειρεύεται διαρκώς μια «ανοιξιάτικη επιστροφή/κατά το νότο/μέσα σ’έναν Οχτώβρη/ που κοντεύει».

Είναι απίθανα παρούσα η Καβάλα στους στίχους, χωρίς ούτε μια φορά να ονομάζεται. Εδώ η εντολή «ου λήψει το όνομα της γενέτειρας του πατρός σου επί ματαίω» μοιάζει σα να μη δόθηκε ποτέ. Θα ήταν, εξαρχής, μάταιο να αναφερθεί το όνομα της Καβάλας. Αν οι υποψιασμένοι αναγνώστες εικάζουν την ύπαρξή της και οι επαρκείς προβαίνουν, ήδη, σε ταυτίσεις, πάντως, όλοι αναγνωρίζουν τον έρωτα του Ξανθόπουλου για ένα ορισμένο φυσικό τοπίο που στοιχειώνει τη μνήμη και ανανοηματοδοτεί τις αναμνήσεις του. Θα σταθώ στο τελευταίο ποίημα με τίτλο «Ο πατέρας μου» 1,2,3, ανέκδοτο ακόμη την εποχή που τυπώνεται η ανθολογία. Ο πατέρας ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι. Σε καθένα από τα τέσσερα δίστιχα επαναλαμβάνεται σχεδόν λυγμικά η φράση «ο πατέρας κλαίει», μέχρι που μπαίνει στη θάλασσα και χάνεται κι αυτός και το κλάμα του. Ως γνωστόν, τα δάκρυα δεν διακρίνονται στο αλμυρό νερό. Κατόπιν μεταφερόμαστε στο εσωτερικό ενός σπιτιού, ατμόσφαιρα κηδείας, που καταλήγει στη βίαιη αρπαγή του πατέρα μέσα στη νύχτα. Πατέρας και γιος ανταλλάσσουν τελευταία βλέμματα:

«με κοίταζε καθόμουνα στην κούνια μου
τον κοίταζα στο δέντρο του αμίλητο

γιατί τα μάτια του πατέρα μου ήταν
ο έναστρος κήπος των ονείρων μου».

Στην τρίτη και τελευταία ενότητα, ο πατέρας αναδύεται, θαρρείς, στο λιμάνι ανάμεσα στις ανεμότρατες για να επιστραφεί στον πρότερο κήπο των παιδικών ονείρων και την σιωπή.

Τελικά, ο πρώιμος Ξανθόπουλος αυτοανθολογούμενος δεν διαφέρει από τον  μετέπειτα «επαναλαμβανόμενο» στην επιλογή των θεμάτων και την εκφραστική τους αποτύπωση. Τα ποιήματα τα οποία διάλεξε για την ανθολογία συνθέτουν το μπουκέτο που αποστέλλει στους συντοπίτες του αενάως έχοντας αφήσει παραγγελιά να μείνει απαράλλαχτη η σύνθεσή του. Παραδέχεται ότι γράφει σε συνθήκες εκτυφλωτικού φωτός, «εμείς τον ήλιο τον έχουμε από πάνω μας» λέει χαρακτηριστικά, οι εικόνες του είναι διαυγείς και κρυστάλλινες σαν τα θαλασσινά νερά της Καβάλας που επισκέπτεται την δεκαετία του ’50, η έκφραση του απεχθάνεται τον στόμφο,  τέλος, διηγείται με διαφορετικούς τρόπους το ίδιο, πάντα, γοητευτικό παραμύθι: Ήμουν μια φορά ο γιος του πατέρα μου… Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Λευτέρη Ξανθόπουλο. Να συνομιλήσω διά ζώσης μαζί του, συχνότερα τηλεφωνικά, σπανιότερα με επιστολές. Ανταλλάξαμε βιβλία και φιλοφρονήσεις. Είχα πάντα την αίσθηση, αν και δεν του το είπα ποτέ, πίστευα, μάλλον αφελώς, πως η ευκαιρία θα υπήρχε εκεί στη θέση της αμετακίνητη, ότι διάβαζε πολλά περισσότερα από τα γραμμένα που είχε μπροστά του και έγραφε, σαν από καιρό έτοιμος , για όσα από μέρους ήταν, περίπου, πρωτοϊδωμένα. Νομίζω αυτό ήταν και το κινηματογραφικό του ταλέντο του. Άλλωστε, θυμόμαστε ότι προείπε συγκλονιστικά:

«σ’ όποιον γράφτηκε να δει
θα δει και μετά το φευγιό του»

Σήμερα η πόλη, κι ευχαριστώ θερμά τον Δήμο Καβάλας και τον Σύνδεσμο Φίλων, Γραμμάτων και Τεχνών για την ευγενική συμπερίληψή μου στο πάνελ των ομιλητών, ανταποκρίνεται με ζέση και γνήσιο θαυμασμό  στην πιο τιμητική, ίσως, εναρκτήρια πρόταση, του βιογραφικού σημειώματος ενός ολότελα  δικού της ανθρώπου, όπως  αυτή καταγράφεται στη σελίδα 147 της 37χρονης πια ανθολογίας:

«O Λευτέρης Ξανθόπουλος γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα από πατέρα Καβαλιώτη».


Το κείμενο διαβάστηκε την Κυριακή 2 Αυγούστου 2020 στον θερινό κινηματογράφο «Ζέφυρο» στην Καβάλα, στο πλαίσιο του διήμερου αφιερώματος «Λευτέρης Ξανθόπουλος. Επιστρέφοντας στην Καβάλα» που διοργάνωσε ο Δήμος Καβάλας σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Φίλων Γραμμάτων & Τεχνών Καβάλας