Πώς κάποιες προσωπικότητες αφήνουν αποτύπωμα

Μια περιγραφή εκ των έξω (in memoriam Δημήτρη Φατούρου, 1928-2020)


 

Tης Μαρίας Τολούδη

 


Εντός μιας σκληρής πανδημίας έφυγε ο Δημήτρης Φατούρος. Το βιογραφικό του και το έργο του άλλοι θα το περιγράψουν. Εγώ θα καταθέσω τις σκέψεις μου κάτω από την επίδραση της ανακοίνωσης θανάτου του και ό,τι αυτή έφερε στην επιφάνεια.

Δεν θα ’λεγα πως τον ζήσαμε γιατί αφορούσε επαγγελματική σχέση αλλά η προσωπικότητα του τον καθιστούσε μέρος της ζωής μας την οποία και επηρέασε.

Ο Γιώργος Τολούδης ήταν συνεργάτης του για μία 10 ετία. Αναπόφευκτα, με τον γάμο μας, είχα την ευκαιρία να τον παρακολουθώ για μία πενταετία, μια πενταετία ιδιαίτερα σημαντική για τη χώρα μας, που τη σημάδεψε  πολλαπλά. Ήταν δάσκαλός του ο Δημήτρης Φατούρος, όπως θα ’πρεπε να είναι οι εκπαιδευτικοί αυτής της βαθμίδας.

Ο Δημήτρης Φατούρος ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, ένας διανοούμενος πολύ πριν την εποχή του.

Τον γνώρισα μια και ο ο Γιώργος Τολούδης υπηρέτησε στην Έδρα που διηύθυνε ο Δημήτρης Φατούρος στο ΑΠΘ. Ένας χαρισματικός αρχιτέκτονας, με λόγο και έργο ανοιχτό στον κόσμο και το καινούριο.

Εκείνη την εποχή, στη μεταπολίτευση, έφερε στον αρχιτεκτονικό και όχι μόνον κόσμο νέες ιδέες, προσκάλεσε διακεκριμένες προσωπικότητες, άνοιξε τη Σχολή, από κέλυφος την έκανε πλατώ ανταλλαγής ιδεών και εφαρμογών.

Η Έδρα ασχολήθηκε με ό,τι μέχρι τότε εθεωρείτο ταπεινό ή, όπως αλλιώς αναφέρονταν οι παρυφές της πόλης, οι περιφρονημένες συνοικίες, οι άναρχα δομημένοι οικισμοί.

Άφηνε ελεύθερους τους συνεργάτες του να πειραματιστούν. Άλλαξε τη σχέση καθηγητή-φοιτητή. Ήταν ο Μίμης, όπως τον αποκαλούσαν. Ακόμη και μέχρι το ’80 ήξερες ότι ήταν προσβάσιμο το γραφείο του και η πόρτα  ανοιχτή για τον καθένα.

Απλός σε σημείο παρεξηγήσεως. Ένας αρχιτέκτονας-ποιητής. Κατηγορήθηκε και τότε αλλά περισσότερο αργότερα όταν του δόθηκαν κάποιες θέσεις για την αυθεντικότητα αυτής της απλότητάς του. Δεν το άξιζε; Ας μου πουν ποιος στην εποχή του ακόμη και τώρα δεν κουβαλάει το παρελθόν του και τον αυταρχισμό μιας άλλης εποχής, ιεραρχίας.

Δεν άφησε ο πλουραλισμός της σκέψης του να τον κυριεύσει η εποχή που τον καθηγητή τον ανακοίνωναν, πριν την είσοδό του στην αίθουσα διδασκαλίας, οι τούτε παρασκευαστές. Έκανε γνωστά ονόματα που δεν απασχολούσαν την Ελλάδα, στον χώρο της αρχιτεκτονικής, όπως θα τους άξιζε η προσοχή, πχ Λε Κορμπυζιέ, Πικιώνη, Ξενάκη.

Ποιος μίλησε για την ουτοπική πόλη Μπραζίλια; Ποιος μίλησε για βιομηχανικό σχεδιασμό, για Μπαουχάουζ; Άλλο να μελετάς το έργο τους όταν σπουδάζεις και άλλο να το εφαρμόζεις στη διδασκαλία σου, στα κτίρια που σχεδιάζεις. Θέλει δύναμη και εμπιστοσύνη σε αυτό που πρεσβεύεις και διδάσκεις. Έχει κόστος αλλά και μεταγενέστερη δόξα, αυτήν τη μετά θάνατο, που οι μελετητές του έργου σου θα αναδείξουν.

Στήριξε την εμμονή του Γιώργου για τη λειτουργικότητα του σχεδιασμού, την αγάπη του και τον σεβασμό στο υλικό, όσο κανείς άλλος. Έδωσε ευκαιρίες σε αυτόν όπως και σε όλους τους συνεργάτες του.

Εγώ, εκτός αρχιτεκτονικής, ως θεατής της ζωής της τότε κοινότητας της Έδρας του, θαύμαζα και ζήλευα την ιδιαίτερη προοπτική της. Ήταν ένας πυρήνας ενός άλλου κόσμου με όλες τις εσωτερικές κι όχι μόνο, προστριβές και αμφισβητήσεις. Ήταν ζωντανός οργανισμός, πρέπει να το παραδεχθούμε, και όχι διαφορετικός από ό,τι συνέβαινε την εποχή εκείνη στην κοινωνία. Μια Ελλάδα που προσπαθούσε να ανασυνθέσει την κατακερματισμένη ταυτότητα της. Μια Ελλάδα που πάμπολλα βαρίδια την κρατούσαν στο παλιό, το γνώριμο, το εύπεπτο και κάθε δύναμη που πήγαινε να ξεφύγει, να εκφραστεί έπρεπε στην καλύτερη περίπτωση να σιωπήσει, αν όχι να παταχθεί.

Συνέδεσε το Πολυτεχνείο με τη γειτονιά, αλλά και τα σαλόνια, την πόλη. Ποιος μιλούσε τότε για ανάπλαση των προσφυγικών; Ποιος έφερε διάσημους πολεοδόμους να μιλήσουν σε φοιτητές, συνεργάτες, τοπικούς άρχοντες γι’ αυτά; Ποιος οραματίστηκε και έδωσε σε συνεργάτες του όπως ο Γιώργος να συνομιλήσουν και να σχεδιάσουν έπιπλα; Ποιος σύνδεσε τη Furnidec με τους αρχιτέκτονες, την επικρατούσα τάξη τότε στη Θεσσαλονίκη, τους βιοτέχνες  επίπλων, με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό; Μεγάλα ονόματα όπως Sato, Βαράγκης συνομίλησαν μαζί του για το μέλλον του βιομηχανικού σχεδιασμού.

Σε μία ομιλία του στα εγκαίνια της Furnidec είπε το εξής ανατρεπτικό: «Φανταστείτε να φοράτε κρινολίνο και να πρέπει να οδηγήσετε μια Φεράρι ή Πόρσε. Έτσι βλέπετε, φίλοι μου κατασκευαστές, το κάθισμα και τον καναπέ. Είναι σαν να περιμένει να καθίσει επάνω του ένα κρινολίνο μόνο που ο επισκέπτης φοράει τζιν και μίνι φούστα». Αναστάτωση  στο ακροατήριο…

Μόνον διορατικοί και πρωτοπόροι τον ακολούθησαν.

Ποια έδρα «έβγαλε» τόσα ονόματα; [Δεν θα τα αναφέρω προς αποφυγή παρεξηγήσεων.] Και οι 19 συνεργάτες του ήταν ξεχωριστοί στο είδος τους και είχαν μία διακεκριμένη πορεία.

Η αρχιτεκτονική του, οι δημοσιεύσεις, οι ομιλίες του και τα ποιήματά του δεν άφησαν μόνο αισθητικό αποτύπωμα στην κοινωνία, αλλά επηρέασαν τη σκέψη και την προσέγγιση στην αρχιτεκτονική ακόμη και αυτούς που τον αμφισβήτησαν ή και απέρριψαν.

Σκηνή όπως να καταφθάνει ένα λεωφορείο με φοιτητές και διδάσκοντες στα προσφυγικά το ’75  ήταν πρωτόγνωρο και αλησμόνητο γεγονός. Ιδιαίτερης αξίας η δράση εκείνου του καιρού, αν σκεφτεί κανείς ότι ζούμε σε μια εποχή που εξακολουθούν να σχεδιάζουν τις πολυκατοικίες περίτεχνες και φορτωμένες με περιττούς όγκους, ως τούρτες γενεθλίων.