Το φαινόμενο Μοχάμεντ Άλι [Μέρος Α’]

Στην ιστορία της πόλης μας δεσπόζει η εμβληματική προσωπικότητα ενός Τούρκου Καβαλιώτη, του Mehmet Ali Kavalali, ο οποίος σφράγισε την εποχή με τη δράση του και ευεργέτησε τη γενέτειρα του...


||  Ιστορικά και άλλα σημειώματα  ||


 

Του Ζήση Α. Βαπορίδη

 


Στις αρχές του 19ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αρχίσει να κλονίζεται. Στους καταπιεσμένους λαούς που μετά από τυραννία αιώνων ξύπνησαν ‒με την αρωγή του Δυτικού Διαφωτισμού‒ και κήρυξαν επαναστάσεις, ήρθε να προστεθεί και μια σειρά τοπικών Οθωμανών κυρίαρχων οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία, αμφισβητώντας την παντοδυναμία του Σουλτάνου, να οργανώσουν μορφώματα ημιανεξάρτητων επαρχιών προς ίδιον όφελος. Ωστόσο η ώρα της κατάρρευσης δεν είχε φτάσει ακόμη…

Οι περισσότερες από τις απόπειρες αυτές είχαν μόνο πρόσκαιρη επιτυχία. Ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Tο 1793 o Οσμάν Πασβάνογλου είχε υπό τον έλεγχό του όλη την περιοχή από το Βελιγράδι και τον Δούναβη μέχρι τον Αίμο και τη Βάρνα. Μετά από μακρές εχθροπραξίες και διαπραγματεύσεις, του δόθηκε το 1799 ο τίτλος του πασά του Βιδινίου, όμως οι φιλοδοξίες του κρίθηκαν επικίνδυνες και η Υψηλή Πύλη ανακουφίστηκε όταν το 1807 πέθανε από ανεξακρίβωτη ασθένεια.

Το 1820 ο Αλή ο Τεπελενλής, πασάς των Ιωαννίνων, όντας ήδη σχετικά αυτόνομος από την κεντρική εξουσία, έβλεπε την επικράτειά του στη μέγιστή της εξάπλωση, από την Πελοπόννησο μέχρι την Μακεδονία. Αλλά, τον Ιανουάριο του 1822, ο Χουρσίτ πασάς έστειλε στον Σουλτάνο πεσκέσι το κεφάλι του.

Μόνον ο Μοχάμεντ Άλι [Μεχμέτ Αλή] ο Καβαλιώτης πέτυχε να γίνει ισόβιος Αντιβασιλέας της Αιγύπτου και του Σουδάν, έχοντας στη δικαιοδοσία του χώρες της Μέσης Ανατολής ‒για μια δεκαετία‒, την Κρήτη, και επικαρπωτής της Θάσου. Οι δε διάδοχοι της Δυναστείας του κατείχαν τον θρόνο της Αιγύπτου τα επόμενα εκατό χρόνια!

Ελαιογραφία σε καμβά του  Auguste Couder. Ανάκτορα Βερσαλλιών, 1840.

Στην ιστορία της πόλης μας δεσπόζει η εμβληματική προσωπικότητα ενός Τούρκου Καβαλιώτη, του Mehmet Ali Kavalali, ο οποίος σφράγισε την εποχή με τη δράση του και ευεργέτησε τη γενέτειρα του με το βελτιωμένο υδραγωγείο, σχολές, πτωχοκομείο (Ιμαρέτ), η δε ελληνική ‒πλέον‒ πόλη τον τίμησε με τον επιβλητικό ανδριάντα του.

Από την υπάρχουσα βιβλιογραφία συγκέντρωσα ενδιαφέροντα στοιχεία τα οποία παρουσιάζω, αναφέροντας τις πηγές.

«Η μητέρα του διηγείτο ότι σε όνειρό της είδε ότι το παιδί της θα έφθανε στον κολοφώνα δυνάμεως τιμών και πλούτου. ᾘσθάνετο μίαν μυστικὴν δύναμιν ἡ ὁποία τὸν ὠθοῦσε νά διευθύνῃ τοὺς ἂλλους». [F. Mengin, Histoire de l’Egypte sous le Gouvernement de Mοhammed-Aly, Paris, 1823, σ. 95.]

Ένα παροπλισμένο φρούριο μιας αφιλόξενης σκάλας… ένα τουρκοκρατούμενο ψαροχώρι με τεράστιες προοπτικές…

Ο LouisAuguste Feris Félix de Beaujour, Γάλλος διπλωμάτης (1765-1836), πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, επισκέφθηκε την περιοχή το 1798 και 1817 ως απεσταλμένος της γαλλικής κυβέρνησης. Γράφει:

«Η Καβάλα κτισμένη στους πρόποδες του βουνού, πάνω σ’ έναν βράχο που προχωρεί βαθιά μέσα στη θάλασσα, είναι μια μικρή πόλη με δυο-τρεις χιλιάδες κατοίκους, σχεδόν όλους Τούρκους. Έχει διπλό τείχος, που περιβάλλει ολόγυρα τον βράχο. Η ακρόπολη δεσπόζει από τη μια πάνω στον όρμο και από την άλλη στον στενό λαιμό που σχηματίζεται ανάμεσα στις υπώρειες του βουνού και στη βραχώδη χερσόνησο, και που περνά ο δρόμος για την Κωνσταντινούπολη. Η θέση κάνει αυτό το οχυρό ένα από τα κλειδιά της Μακεδονίας, γιατί κανείς δεν μπορεί να μπει απ’ αυτή την πλευρά χωρίς να περάσει κάτω από τα κανόνια του». [Felix Beaujour, Voyage militaire dans l’ empire Ottoman, Firmin Didot, 1829, v.I, p.213.]

Στα μέσα και προς τα τέλη του 18ου αιώνα, η τουρκοκρατούμενη πόλη της Καβάλας μετρούσε διακόσια πενήντα και πλέον χρόνια ζωής με το νέο της όνομα. Την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (αρχές προς μέσα 16ου αι.), ο μεγάλος βεζίρης και μπεηλέρμπεης της Ρωμυλίας, Ιμπραήμ Πασάς, την είχε ουσιαστικά επανιδρύσει πάνω στα χαλάσματα της βυζαντινής Χριστούπολης.

Η «Χριστώνυμος πόλις» το 1390/1 είχε γνωρίσει την μήνιν των στρατευμάτων του σουλτάνου Βαγιαζίτ Α΄ και, όπως αφηγούνται τα χρονικά των μοναστηριών, «κατεδαφίσθη ἐκ βάθρων, εἰς τάχος, καὶ οἱ οἰκήτορες ταύτης διεμερίσθησαν ἐν διαφόροις τόποις καὶ χώραις».

Από τις πολύτιμες μαρτυρίες των περιηγητών Πιέρ Μπελόν και Εβλιγιά Τσελεμπί γνωρίζουμε πως ο Ιμπραήμ ο εκ Πάργας, έδωσε ξανά ζωή στον τόπο, διότι αναστήλωσε το παλιό υδραγωγείο, έχτισε νέα τείχη, δημόσια λουτρά, τζαμί (τέμενος), τεκέ (μονή δερβισών), μεντρεσέ (ιεροδιδακτήριο), καρβασαρά (μεγάλο πανδοχείο ταξιδιωτών) και ιμαρέτ (ίδρυμα σίτισης απόρων)· έφερε δε από την οθωμανοκρατούμενη Κεντρική Ευρώπη Εβραίους μετοίκους, που μαζί με τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους της περιοχής συνέθεσαν τον πληθυσμό της νέας πόλη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, χάρη κυρίως στην εξαγωγική και διαμετακομιστική δραστηριότητα του λιμανιού της, η μικρή πόλη του βόρειου Αιγαίου παρουσίασε αξιοσημείωτη ανάπτυξη. Από τον 18ο αιώνα. λειτούργησε ως έδρα ενετικού και γαλλικού υποπροξενείου, αλλά και γαλλικού εμπορικού οίκου, αποκτώντας απευθείας ακτοπλοϊκή σύνδεση με τη Μασσαλία. τον 18ο αιώνα έγινε πρωτεύουσα σαντζακίου (διοικητικής περιφέρειας).

«Από αυτό το χωροχρονικό σημείο ξεκίνησε τη διαδρομή της μια ηγετική φυσιογνωμία, ο χαρακτήρας και η δράση της οποίας επρόκειτο να σφραγίσουν το ιστορικό γίγνεσθαι στην πολυτάραχη ανατολική Μεσόγειο τον επόμενο αιώνα: Ο Μεχμέτ Αλή γεννήθηκε στην Καβάλλα το 1769». [Louis Brèhier, L’Egypte de 1798-1900, Nabu Press, 2010, σ. 83.]

Μεχμέτ Αλή Βαλής της Αιγύπτου. Φωτογραφία από τον φάκελο Κώστα Δημητριάδη, Συλλογή Ε.Λ.Ι.Α.

«Ο Μεχμέτ Αλή ήταν Τούρκος, γνωρίζουμε ότι κράτησε για τον εαυτόν του και τους διαδόχους του το όνομά του στα τούρκικα, όπως εξάλλου μνημονεύεται σε όλα τα αρχεία των δυτικών. Από τον [καιρό] του βασιλιά Φουάτ το όνομα αραβοποιήθηκε σε Μοχαμέντ». [Prince Osman Ibrahim, Kurhan Caroline et Ali, Méhémet Ali le grand, Μémoires intimes d’ une dynastie (1805-2005), Paris, Maisonneuve et Larose, 2005, σ. 7.]

Για την καταγωγή της οικογένειας του Μεχμέτ Αλή σήμερα θεωρούνται έγκυρα για πολλούς τα όσα γράφει ο σύγχρονος ‒συμπατριώτης του, λόγιος‒ Μωχαμέτ Αρίφ Πασάς [Mohamed Arif Pasha] στην εγκυκλοπαίδεια της βιογραφίας του:

«Μια μέρα, όταν ήμουν στο Κάφρ ελ Μπατίκ, συνέβη να βρίσκομαι στη συντροφιά του Ιμπραήμ Πασά που έλεγε: «Από την πλευρά του πατέρα μου, ίσως καταγόμαστε από το Arabkir […]. Ο παππούς μου ο Ιμπραήμ Αγάς ήταν γιος του Οσμάν Αγά του οποίου ο πατέρας λεγόταν επίσης Ιμπραήμ και ήλθε από την Ανατολία. Οι πρόγονοί μας Ιμπραήμ και Μουσταφά ήρθαν από το Ικόνιο στη Ρούμελη. Ο Μουσταφά έμεινε στην Αδριανούπολη και ο Ιμπραήμ εγκαταστάθηκε στην Καβάλα, παντρεύτηκε δε μια κυρία Ρουμελιώτισσα [από την Ευρωπαϊκή Τουρκία], καταγόμενη από την οικογένεια ενός  γαιοκτήμονα της περιοχής, Nusretli [Δράμας] –αδελφή του Τσορμπατζή της Καβάλας [Çorbaci: αξιωματικός των γενιτσάρων], από τον οποίον κληρονόμησε ο πατέρας μου Μεχμέτ Αλή το δικαίωμα του τίτλου του «Yol Agasi» [Officer of the gendarmerie, δηλαδή αξιωματικός χωροφυλακής]. Υπήρξαμε Ρουμελιώτες από πολλές εκατοντάδες χρόνια». [Mohamed Arif Pasha, A short summary of Esad F. Tugay’s study of Arif Pasha’s life and his book, Ibr al-Bashar Fi ’l Qarn ath-Thalith Ashar.]

Ο Μεχμέτ Αλή αυτοπροσώπως μιλάει για την καταγωγή του και τον χαρακτήρα του

«Στις 25 Νοεμβρίου του 1826, ο νέος Βρετανός Πρόξενος στην Αλεξάνδρεια, John Barker, επισκέφθηκε τον τότε Κυβερνήτη (Βαλή) της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή Πασά στο ανάκτορό του, προκειμένου να του επιδώσει τα διαπιστευτήριά του, μεταξύ των οποίων και το (μπαράτ) «Οθωμανικό αυτοκρατορικό έδικτο» που αναγνώριζε τον διορισμό του.

Μετά τις τυπικές φιλοφρονήσεις και αφού επέστρεψε τον κύλινδρο χωρίς καν να τον ανοίξει, ο Πασάς επιδόθηκε σε έναν ημίωρο μονόλογο, που μεταξύ άλλων εγκωμίασε τον απερχόμενο Πρόξενο, ο οποίος ποτέ δεν εναντιώθηκε στη βούλησή του, ούτε αμφισβήτησε τις απόψεις του, πράγμα βέβαια πολύ εύκολο, καθώς οι κρίσεις του ήταν πάντα λογικές και δίκαιες. Παρατήρησε πως οι Έλληνες ουδέποτε είχαν επιτεθεί σε πλοίο του, χωρίς να διευκρινίσει αν αυτό οφείλεται σε φόβο ή σε εύνοια.

Και κατέληξε λέγοντας: «Γεννήθηκα σε ένα χωριό της Ρουμελίας και ο πατέρας μου είχε άλλα δέκα παιδιά, τα οποία έχουν όλα πεθάνει, αλλά όσο ζούσαν κανένα ποτέ δεν μου αντιμίλησε. Αν και άφησα τα βουνά της πατρίδας μου πριν καν ενηλικιωθώ. Ήρθα στη χώρα αυτή ως ένας αφανής τυχοδιώκτης και, όταν ακόμα δεν ήμουν παρά ένας μπίμπασι (χιλίαρχος), συνέβη μια μέρα να πρέπει να δώσει ο αξιωματικός τροφοδοσίας σε κάθε χιλίαρχο από μια σκηνή.

Ήταν όλοι πρεσβύτεροί μου και φυσιολογικά είχαν αξίωση να προηγηθούν, ωστόσο ο αξιωματικός είπε: «Κάντε όλοι στην άκρη· αυτός ο νέος, ο Μοχάμεντ Άλι, θα εξυπηρετηθεί πρώτος».

Και προχώρησα βήμα προς βήμα, όπως ευαρεστήθηκε να προστάξει ο Θεός και να ’μαι τώρα εδώ… ποτέ μου δεν είχα αφέντη» (λοξοκοιτώντας [σημειώνει ο Barker] το αυτοκρατορικό φιρμάνι).

Το περιστατικό αυτό άσκησε ιδιαίτερη εντύπωση στον νέο Πρόξενο, σε σημείο να το αναφέρει σε δυο επιστολές προς τους ανωτέρους του στο Λονδίνο. Αλλά και στον ευρύτερο κύκλο των Ευρωπαίων της Αλεξάνδρειας συζητήθηκε, λαμβάνοντας ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, καθώς ήταν ενδεικτικό των προθέσεων και της στάσης του Βαλή, τόσο ως προς την Υψηλή Πύλη όσο και ως προς τη Μεγάλη Βρετανία. [General Correspondence before 1906, Ottoman Empire: correspondence with Consul General John Barker, Alexandria, 1828.]

Ο ίδιος ο Μεχμέτ Αλή ομολόγησε στον Άγγλο πολιτευτή Sir John Bowring: «δεν έτυχα νωρίς τακτικής εκπαίδευσης. Ήμουν 47 χρονών όταν έμαθα να γράφω και να διαβάζω». [Paton, 1870: τ. 2 – σ. 84.]


Συνεχίζεται…