Εν αναμονή των θαρραλέων

H αδυναμία απαντήσεως της οργανωμένης κοινωνίας στο έγκλημα λόγω παραγραφής δεν μπορεί να αποκλείσει την ηθική καταδίκη. Eίναι αδιανότητο να ζητούμε από το θύμα να μην καταγγείλει τοn θύτη του, διότι η πράξη του νομικά έχει παραγραφεί...


 

Του Σταύρου Α. Καϊτατζή

 


Σε μια κοινωνία όπου οι συσχετισμοί των δυνάμεων διαμορφώνονται με κριτήρια κυρίως οικονομικά, απαντάται η προαιώνια σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου, η οποία διέπεται αναμφίβολα από το δίκαιο του ισχυρού. Αυτή η «σχέση» όχι μόνον δεν λείπει από τις σύγχρονες πολιτισμένες κοινωνίες αλλά είναι ριζωμένη σε όλους τους εργασιακούς χώρους, ανεξαρτήτως κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Στην αλληλεπίδραση αυτή, ο εξουσιαστής χρησιμοποιεί την εξουσία που το ίδιο το σύστημα του παρέχει, προκειμένου να επιβληθεί στον εξουσιαζόμενο, ενώ ο τελευταίος δεν αντιδρά, φοβούμενος, ότι, όχι μόνον το σύστημα δεν θα τον προστατέψει, αλλά θα τον αποβάλλει και πιθανόν να τον θεωρήσει και υπαίτιο.

Το παγκόσμιο κίνημα #MeToo («κι εγώ τα ίδια») που βρίσκει την αρχική δημόσια έκφρασή του το 2006 στην Αμερική και αργότερα το 2015 (υπόθεση Harvey Weinstein) ήρθε και στη χώρα μας με σωρεία καταγγελιών κυρίως στον χώρο του θεάματος. Ηθοποιοί και άλλες προσωπικότητες του χώρου καταγγέλουν περισταστικά σεξουαλικής παρενόχλησης, λεκτικής, ψυχολογικής ή και σωματικής βίας στο χώρο της εργασίας, άθλησης κ.ά.

Η ταχύτητα της είδησης είναι ιλιγγιώδης με τη χρήση του νεόκοσμου των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης όπου αναπαράγεται, κοινοποιείται και σχολιάζεται πολλαπλώς. Η δημόσια εικόνα των καταγγελλόμενων, που χτίστηκε σταδιακά στον χρόνο και προφανώς απαιτήθηκαν θυσίες, κόποι και πολλή εργασία, καταρρίπτεται σαν χάρτινο κάστρο, ενώ η τρώση της τιμής, της υπόληψης και εν γένει της προσωπικότητάς τους είναι κατακλυσμιαία. Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι ότι η τρώση αυτή επέρχεται απο τα ίδια τα μέσα (ΜΜΕ, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τύπος κ.α.) που τους ανέδειξαν, τα οποία στον βωμό της «hot» είδησης θυσιάζουν ακόμη και αυτούς που «φιλοξενούσαν» στις σελίδες τους.

Πολλοί κοινωνοί αναρωτιούνται όσον αφορά τον/την καταγγέλλοντα/ουσα «γιατί τώρα, τι σκοπό έχει, τώρα το θυμήθηκε κ.ά.», ενώ άλλοι στην ιδέα της λαϊκής δίκης των «προσωπικοτήτων», που στήθηκε στην κοινωνία της πληροφορίας, απαντούν ότι τη λύση πρέπει να δώσει η δικαιοσύνη. Ζητούν λοιπόν, να κληθούν οι καταγγελλόμενοι να υπερασπίσουν τον εαυτό τους και να τύχουν μιας δίκαιης δίκης.

Ως νομικός δεν μπορώ να αποστώ της θέσης ότι η μόνη οδός είναι η προσφυγή στη δικαιοσύνη και ότι η απάντηση θα δοθεί μόνο ύστερα από δίκαιη διαδικασία για όλα τα μέρη. Από την άλλη όμως, πολλές εκ των πράξεων που καταγγέλθηκαν δημόσια έχουν υποπέσει σε παραγραφή, είτε διότι η πράξη διώκεται κατ’ έγκληση και ο καταγγέλων δεν κινητοποίησε τον ποινικό μηχανισμό, είτε διότι παρήλθε ο χρόνος εκδίκασης των πλημμελημάτων ή κακουργημάτων.  Συνεπώς, ακόμη και αν αποδεδειγμένα τελέστηκε μια αξιόποινη πράξη, η παραγραφή θα οδηγήσει σε έκδοση αθωωτικής απόφασης.

Ωστόσο, η αδυναμία απαντήσεως της οργανωμένης κοινωνίας στο έγκλημα λόγω παραγραφής δεν μπορεί να αποκλείσει την ηθική καταδίκη. Έτσι, είναι αδιανότητο να ζητούμε από το θύμα να μην καταγγείλει το θύτη του, διότι η πράξη του νομικά έχει παραγραφεί. Να του στερήσουμε, δηλαδή, το δικαίωμα να εκφραστεί, να μιλήσει γι’ αυτό που έχει υποστεί και έχει σημαδεύσει τη ζωή του.

Εξ άλλου, το δικαίωμα της έκφρασης και του λόγου, συνταγματικώς κατοχυρωμένο, παρέχει στον καθένα το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του οπουδήποτε και οποτεδήποτε αρκεί να μην παραβιάζει τα δικαιώματα άλλων ανθρώπων ή του κοινωνικού συνόλου. Έτσι, η αλήθεια ενός γεγονότος δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση δικαιωμάτων, εκτός εάν η αλήθεια αυτή αφορά τον αυστηρό ιδιωτικό ή οικογενειακό βίο του προσώπου. Μόλις που χρειάζεται να τονίσω ότι η καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση δεν εμπίπτει στην προηγούμενη εξαίρεση. Συνεπώς, τις συμπεριφορές αυτές, απ’ όπου και αν πηγάζουν, πρέπει να τις στηλιτεύουμε, αρκεί τα γεγονότα να είναι αληθή.

Επιπρόσθετα, τα πρόσωπα αυτά (καταγγελλόμενοι) έχουν επιδιώξει την προβολή τους δια της τηλεοράσεως ή άλλου Μέσου Μαζικής Ενημερώσεως, εκθέτοντας δημόσια τις απόψεις τους, τον ιδιωτικό και οικογενειακό τους βίο, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του κοινωνικού συνόλου. Συνεπώς δε, αποδέχθηκαν και την αυστηρή και οξεία κριτική που θα μπορούσαν να τύχουν.

Θεμελιώδης αρχή μιας δίκαιης δίκης είναι αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως «μηδενί δίκην δικάσης, πριν αμφοίν μύθον ακούσης» (Φωκυλίδης ο Μιλήσιος). Την εφαρμογή αυτής της αρχής πρέπει διεκδικήσουν οι καταγγελλόμενοι.

Καλούνται λοιπόν όλες αυτές οι προσωπικότητες που έχουν θιγεί από τις καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση κ.ά. να καταγγείλουν τους «συκοφάντες» τους για όσα ψευδώς τους έχουν καταλογίσει.

Αν το πράξουν, οι υποθέσεις αυτές θα αχθούν ενώπιον των δικαστηρίων με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπου η «αλήθεια» του γεγονότος θα αποτελέσει αντικείμενο απόδειξης.  Εν αναμονή, λοιπόν, των… θαρραλέων!!!


Ο Σταύρος Α. Καϊτατζής είναι δικηγόρος Καβάλας, κάτοχος ΜΔ Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών ΑΠΘ