Η Δυναστεία του εκ Καβάλας Ιμπραήμ Πασά [Μέρος Α΄]

Ιστορικές αναφορές από τις πηγές για τον πρωτότοκο γιο του Vali Μεχμέτ Αλή και τη δράση του


||  Ιστορικά και άλλα σημειώματα  ||


 

Του Ζήση Α. Βαπορίδη

 


ΟΜεχμέτ Αλή παντρεύτηκε στα 1786 στο Nusretli, την Αμινέ, Amine Hanum Effendimiz, κόρη του Αλή Αγά Σεχίρ του Νουσρετλί, που γεννήθηκε το 1770 στο Νουσρετλί, και πέθανε το 1824 στο Κάιρο.

Η Αμινέ Χανούμ Effendimiz, χήρα του Αλή Σερεζλί (Ali Bey Serezli), ήταν κόρη του Αλή Αγά του Νουσρετλί, συγγενή του Χαλίλ Αχμέτ Αγά, διοικητή της Δράμας. [Christopher Buyers, «The Muhammad ‘Ali Dynasty. Genealogy», 2000]

Η Amine Hanoum [Hassan Hassan : In the house of Mouhammad Ali. A Family Album 1805-1952]
Η Amine Hanum Effendimiz χήρα του Ali Bey Serezli (Αλή μπέη εκ Σερρών), ήταν κόρη του ταγματάρχη« Αλί Αγά, του Nusretli, συγγενή του Khalil Ahmad Αγά, της Δράμας. [Egypt Royal Ark, Christopher Byers: The Muhammad Ali Dynasty GENEALOGY.]

Η πρώτη σύζυγος του Μεχμέτ Αλή λεγόταν Αμινέ [Εμινέ] και ήταν κόρη του Αλή Αγά, ενός ευημερούντα κάτοικου του Nusretli, μία από τα έξι παιδιά του. Έχει ήδη ειπωθεί ότι ένα συμβόλαιο παιδικού γάμου για την Αmine με κάποιον (Μπέη) τελείωσε, πριν ακόμα ολοκληρωθεί, λόγω της δολοφονίας, του κατά τον νόμο συζύγου της σε βεντέτα. Σε παλαιότερες εποχές, στην Τουρκία, μια σύμβαση γάμου παγίωνε συχνά έναν πρώιμο αρραβώνα, αλλά ο γάμος λάμβανε χώρα μόνο αφού η νύφη συμπλήρωνε την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών.

Ορισμένοι Ευρωπαίοι ιστορικοί έχουν εσφαλμένα αναφέρει, ότι ο Ιμπραήμ ήταν παιδί του πρώτου της γάμου, αν και η Tevhide, κατά δύο χρόνια μεγαλύτερή του, ήταν γνήσιο παιδί του Mεχμέτ Αλή. Ο Arif Πασά αναφέρει ότι «η Tevhide ήταν το παιδί της παρθενίας της Αμινέ» (bikr evladi). Όλα τα παιδιά, τρεις γιοι και δύο κόρες, γεννήθηκαν στο Nusretli, όπου της ανήκε ένα σπίτι στο οποίο πέρασε τα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου της. [Emine Foat Tugay,Three Centuries Family chronicles of Turkey and Egypt, London 1963, σσ.72-114]

Η Emine Foat Tugay είναι κόρη της Princess Nimetullah (1875-1945), αδελφής του Abbas Hilmi II, που επισκέφθηκε την Καβάλα το 1910.

Νουσρετλί

Μουστρατλῆ σε χάρτη της περιοχής με τις τουρκικές ονομασίες των τόπων, του Γ. Κοντογόνη, 1910.

Επιγραφή NOUSRETLY, σε κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού με λατινικούς χαρακτήρες και σε τουρκική γραφή. [Σχόλιο και φωτογραφία από το βιβλίο της Δ. Π. Αϊβάζογλου-Δόβα, Νικηφόρος Δράμας, Θεσσαλονίκη 2007.]

Nusretli είναι το σημερινό χωριό Νικηφόρος της Δράμας. Ονομάστηκε προς τιμήν του Βυζαντινού Αυτοκράτορα (που κατά σύμπτωση άρχιζε από Ν).[Φωτογραφία και σχόλιο από το έργο του Baki Sarisakal: Drama Nusratli (Nikiforos) Köyü.]

Εκεί λίγο έξω από τον Νικηφόρο την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έζησε ένας λαϊκός ήρωας της Τουρκίας, ο Χασάν. Οι παραδόσεις λένε ότι ο αντάρτης Χασάν λήστευε τους πλούσιους και μοίραζε τα χρήματα στους φτωχούς και κατατρεγμένους. Τελικά τον σκότωσαν Τούρκοι στρατιώτες (Τζανταρμάδες), αλλά το όνομά του έγινε θρύλος και λαϊκό τραγούδι: «Drama Κoprusu – Της Δράμας το γεφύρι», που αναφέρεται στα ανδραγαθήματά του. Τελικά οι Τούρκοι κατάφεραν, τελευταία, να εντοπίσουν το σημείο όπου βρισκόταν η γέφυρα, ή μάλλον ένα παλιό υδραγωγείο, και το οποίο επισκέπτονται πλέον κατά κόρον. Η ιστορία του γεφυριού έχει αναδειχθεί μέσα από 4ετή έρευνα του συμπολίτη μας κ. Λατσίσταλη Νικόλαου και σύντομα θα εκδοθεί σχετικό δίγλωσσο βιβλίο για το οποίο υπάρχει έντονο ενδιαφέρον στη γείτονα χώρα. [Σχόλιο Γ. Νάτση, Δράμα]

Ο Μεχμέτ Αλή:

  • To 1787 παντρεύτηκε σε ηλικία 18 ετών την Αμινέ, μια νεαρή από το χωριό Nusratli της Δράμας.
  • Το 1788 γεννήθηκε η κόρη τουTevhide [Τεβχίντ].
  • Το 1789 γεννήθηκε ο Ιμπραήμ. 
  • Το 1791 πέθανε ο πατέρας του Ιμπραήμ Αγάς.   
  • Το 1793 γεννήθηκε ο Αχμέτ Τοσσούν.
  • Το 1795 γεννήθηκε ο Ισμαήλ και πέθανε η μητέρα του Ζεϊνέμπ.
  • Το 1799 γεννήθηκε η κόρη του Ναζλ Ακά Χατιτζέ.

[Khaled Fahmy: 1997. σ. 10.]

Νικηφόρος Δράμας, σπίτι του 18ου αιώνα

Ο Ιμπραήμ γεννήθηκε στο χωριό Nusratli της Δράμας το 1789. Το 1899 μια δύναμη τριακοσίων σκληροτράχηλων Αλβανών στρατιωτών κάτω από τις διαταγές των παιδιών του Τοπάρχη Tossun Aga αναχώρησε από την πόλη της Καβάλλας με προορισμό το λιμάνι της Μάκρης όπου ο η Τουρκία συγκέντρωνε στρατό για να πολεμήσει τους Γάλλους στην Αίγυπτου. Μεταξύ των ήταν και ο προστατευόμενος του Τοπάρχης δραστήριος τριαντάχρονος Αξιωματικός Μεχμέτ Αλή.

Ο δεκάχρονος Ιμπραήμ έμεινε οικογενειακά στη Καβάλα, και λόγω καταγωγής και προσόντων εκπαιδεύτηκε στρατιωτικά. Το 1805 μετά την θριαμβευτική ανάρρηση του Μεχμέτ Αλή σε Βαλή της Αιγύπτου καταφθάνουν από την Καβάλα  οι δυο γιοι του ο δεκαεξάχρονος Ιμπραήμ, τον οποίον τοποθετεί διοικητή του φρουρίου του Κάιρου, και ο Τοσούν (δώδεκα) τον οποίο μετά από τέσσερα χρόνια  τον ονόμασε διοικητή του στρατού  του στην εκστρατεία  κατά των Βαχαβητών. [Emine Foat Tugay: Three Centuries. Family chronicles of Turkey and Egypt. London 1963. σ. 116.]

O Ιμπραήμ Πασάς

Ο Ιμπραήμ Πασάς  γεννήθηκε το 1789 στο Nusretli (σήμερα χωριό Νικηφόρο Δράμας), όπου η οικογένεια της μητέρας του είχε κτήματα. (Το όνομα του χωριού αναφέρεται και ως Νασρατλί).  [Afaf Lutfi al-Sayyid Marsot, Egypt in the reign of Muhammad Ali, Cambridge 1984, σ. 27.]

Λίγα είναι γνωστά για τα νεανικά του χρόνια  Ιμπραήμ Πασά, εκτός από το ότι γεννήθηκε το I789 στο Nusretli και έφτασε στην Αίγυπτο το I805. Εκείνη τη χρονιά ο πατέρας του τον έστειλε ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη, για να αποδείξει την πίστη του στην Υψηλή Πύλη και να διαψεύσει τους ισχυρισμούς των Μαμελούκων ότι σχεδίαζε προδοσία. Ο Ιμπραήμ παρέμεινε στην πρωτεύουσα για τέσσερα χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο νεότερος αδερφός του, Ahmed Tosun, ηγήθηκε μιας αποστολής στον πόλεμο του πατέρα του κατά των Βαχαβιτών και έγινε Κυβερνήτης της Hedjaz, με το βαθμό του πασά, ενώ ο Ιμπραήμ ήταν ακόμα ένας μπέης.

(Σύμφωνα με τον Αρίφ Πασά, οι συνθήκες αυτές οδήγησαν διάφορους αξιωματούχους να υποθέσουν ότι ο Ιμπραήμ είχε υιοθετηθεί από τον Μοχάμεντ Αλή, μια φήμη που αργότερα ενισχύθηκε, από τον Αμπάς Πασά, όταν θέλησε να εξασφαλίσει τη διαδοχή του γιού του Ilhami Pasha).

Αλλά ο Ιμπραήμ ήταν στην πραγματικότητα νόμιμος γιος του Vali, γεννημένος από γάμο. Κατά την επιστροφή του στην Αίγυπτο το 1809 διοίκησε μια επιτυχημένη εκστρατεία τιμωρίας  (σωφρονιστική αποστολή) κατά του Σουδάν. [Emine Foat Tugay: Three Centuries. Family chronicles of Turkey and Egypt. London 1963. σ. 91.]

5/9/18l6 Ο Ιμπραήμ στη δεύτερη φάση του Οθωμανο-Σαουδικού Πολέμου (1811-18), εισβάλει στη χώρα των Βαχαβιτών, κατακτά το εμιράτο, εξολοθρεύει τον οίκο του Σαούδ της Αραβίας (1744–1818), αιχμαλωτίζει τον εμίρη τους, Αμπντουλάχ  και ισοπεδώνει την πρωτεύουσα, Ντιρίγια (Ντεραγιέ).

Τον Νοέμβριος του 1816: Ο Ιμπραήμ διασχίζει την αραβική έρημο καθ’ οδόν προς τις ιερές πόλεις Μεδίνα και Μέκκα, ηγούμενος όχι καραβανιού προσκυνητών αλλά εκστρατευτικού σώματος με στόχο να κατατροπώσει τους Βαχαβίτες και να αποκαταστήσει την ορθή πίστη στο όνομα του Προφήτη.   

Σαουδαραβία, φθινόπωρο του 1817: Χωρίς να πτοηθεί από τις αντιξοότητες κατά την πολιορκία του ελ-Ρας, όπου έχασε πάνω από τρεις χιλιάδες άνδρες, ο Ιμπραήμ συνεχίζει  με ισχυρή θέληση και αποφασιστικότητα την εκστρατεία ενάντια στους Ουαχαβίτες, οδεύοντας προς την τελική επικράτηση

21/6/ 1818:Ο αιγυπτιακός στρατός βιώνει εφιαλτικές στιγμές κατά την πολύμηνη πολιορκία της Ντιριγιά, πρωτεύουσας των Βαχαβιτών, όταν η αποθήκη πυρομαχικών του στρατοπέδου τινάσσεται στον αέρα.

Η καταστροφή έρχεται να προστεθεί στις ήδη μεγάλες απώλειες στο πεδίο της μάχης αλλά και στις αρρώστιες με πρώτη τη δυσεντερία. Ο ίδιος ο Ιμπραήμ έχει προσβληθεί από οφθαλμίτιδα· ωστόσο με ευψυχία και ακατάβλητο φρόνημα συμπαρίσταται στους άνδρες του ως γνήσιος ηγέτης. Είναι μόλις 29 ετών. [Gouin 1847, μεταξύ σσ. 275-296-297 308-309.]

Ο Σουλτάνος για τη δράση του αυτή: ονόμασε τον Ιμπραήμ, Πασά της Μέκκας και Βεζίρη με 3 Ιππουρίδες καθιστώντας τον σκόπιμα ισότιμο με τον πατέρα του.

Οι ιππουρίδες στο αυτοκρατορικό κοντάρι καθιερώθηκαν από τον Βαγιαζίτ στην μεγάλη μάχη της Ασίας  εναντίον του Τζέκινς Χαν. Όταν, υποχωρώντας έχασε τα λάβαρά του, κατάφερε να ανασυντάξει το στρατό, κόβοντας την αλογοουρά της φοράδας του και κρεμώντας την σε ένα ακόντιο. Έτσι θεωρήθηκε η ιππουρίδα σαν έμβλημα στρατηγικής αξίας για τους τούρκους πασάδες.

Το 1821 ολοκλήρωσε την κατάκτηση του Σουδάν και τμήματος της Αβησσυνίας.

Ο Ιμπραήμ Πασάς [Λιθογραφία του οίκου Lemercier από το πρωτότυπο σχέδιο του Victor Adam, 1839]
Στη συνέχεια, ο Ιμπραήμ εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, όπου ξεκίνησε την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα.

Οι Κρητικοί, όταν πληροφορήθηκαν το ξέσπασμα της επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, αποφάσισαν να εξεγερθούν.

Τρία χρόνια πάλεψαν για τη λευτεριά, με λιανοντούφεκα και φουσέκια που κατασκεύασαν με (χαρτούτσια) από τα βιβλία εκκλησιών και μοναστηριών και βόλια από τα βαρίδια των ζυγαριών, για να λύσουν το πρόβλημα των πολεμοφοδίων!

Ενάντια στις δυνάμεις των ντόπιων Πασάδων και των Αιγυπτίων, όταν από τις 28/5/1822 ο αιγυπτιακός στόλος κατέπλευσε στη Σούδα με 114 πλοία, από τα οποία 30 ήταν πολεμικά και τα υπόλοιπα φορτηγά και μεταγωγικά, τα περισσότερα γαλλικά, που μετέφεραν στρατό και πολεμοφόδια. 10.000 πεζοί (κυρίως Αλβανοί μισθοφόροι) και 500 ιππείς, με αρχηγό τον Χασάν Πασά.

Τόσο ο Αφεντούλιεφ όσο και ο Σκυλίτσης υποτίμησαν αρχικά τον κίνδυνο από την αποβίβαση του αιγυπτιακού στρατού. Τον Ιούνιο του 1823 έφθασε κι άλλος στόλος υπό την αρχηγία του Ισμαήλ Γιβραλτάρ με τακτικό αιγυπτιακό στράτευμα 5.000 ανδρών, 300 πυροβολητές αλλά και Γάλλους αξιωματικούς που υπηρετούσαν ως μισθοφόροι.

Νέος αρχηγός ήταν ο Χουσεΐν Μπέης, γαμπρός του Μεχμέτ Αλή, στη θέση του Χασάν Πασά που είχε σκοτωθεί πέφτοντας από το άλογο του.

Έτσι, το καλοκαίρι του 1823, οι δυνάμεις των Τουρκοαιγυπτίων στην Κρήτη έφθαναν περίπου τις 25.000 άνδρες.

Ο Ιμπραήμ κατέπνιξε την Κρητική επανάσταση αποκτώντας μια σπουδαιότατη βάση για τη συνέχιση τον επιχειρήσεων του.

Ὁ Σουλτάνος καὶ ὁ Σατράπης αποφάσισαν νὰ συμπράξουν: Ο πρῶτος μέ τον στόλο του θὰ ἒσβηνε τὴ Ἐπανάσταση στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ μὲ τὰ στρατεύματά του θὰ πατοῦσε τὴ Ρούμελη· ὁ δεύτερος θὰ καταλάμβανε τὴν Κρήτη καὶ τὴν Πελοπόννησο. Μόλις μπἦκε τὸ 1824 ἂρχισαν καὶ οἱ δύο τὶς ἑτοιμασίες τους. Ἒτσι συνέδραμαν οἱ ἐσωτερικὲς άντιθέσεις μεταξύ τῶν Ἑλλήνων

Ὁ ἐθνικὸς διχασμός εἶιχε σπάσει τὴ συνοχὴ τοῦ ἀγωνιζόμενου γιὰ τὴν ἐλευθερίαν λαοῦ, εἶχε προκαλέσει βαθιὰ κομματικὰ καὶ προσωπικὰ μίση, εἶχε περιορίσει τοὺς ὁρίζοντες τῶν ἀγωνιστῶν, εἶχε έξάψει κατώτερα ἐνστικτα, εἶχε ἀχρηστέψει σημαντικοὺς έθνικοὺς ἡγέτες, εἶχε άφήσει ἀνεξέλεγκτους τοὺς νικητὲς, εἶχε γεμίσει μὲ πίκρα τοὺς νικημένους, εἶχε γεννήσει ἀπογοήτευση καὶ άθυμία στὸν λαὸ, εἶχε ἐπιφέρει άκόμη καὶ πόρωση, ἀδιαφορία, ἀστοργία, ἀναλγησία γιὰ τὰ κοινά.

Ὁ σουλτάνος, ὃταν τόσες ἀποτυχίες τὸν ἒπεισαν πὼς ἦταν ἀδύνατον χωρὶς εὐρύτερα μέτρα νὰ πλήξει καίρια τοὺς ἐπαναστάτες, ἀποφάσισε νὰ διοργανώσει καὶ νὰ κινητοποιήσει ἰσχυρότερες στρατιωτικὲς δυνάμεις.

Ἀνάμεσα στὰ ἂλλα ἀπευθύνθηκε πρὸς τὸν μισοανεξάρτητο ὑφιστάμενό του Μωχάμετ Ἂλη, τὸν πασὰ τῆς Αἰγὐπτου… Ὁ ποῖος τότε ἀκριβῶς συγκροτοῦσε τὴν πιὸ σοβαρὴ στρατιωτικὴ δύναμη τῆς Ἀνατολῆς, στρατὸ τακτικὸ, ποὺ γυμναζόταν ἀπὸ Εὐρωπαίους ἀξιωματικοὺς – στελέχη οἱ περισσότεροι τῶν ναπολεόντιων στρατευμάτων. [Μιχαὴλ Β. Σακελλαρίου: Ἡ ἀπόβαση τοῦ Ἰμπραὴμ στὴν Πελοπόννησο, σ. 42.]

Τὴν 10ην Ἰανουαρίου 1824 ἡ Πύλη κατόπιν τῶν ἡττῶν ἃς ὑπέστη, ἀνέθεσε  εἰς τὸν Μωχάμετ Ἂλη τὴν έντολὴν καταστολῆς τῆς ἐπαναστάσεως τῆς Πελοποννήσου καὶ παρεχώρησε εἰς αὐτὸν ἐκ τῶν προτέρων ὡς ἒπαθλον τὸ πασσαλίκιον τοῦ Μωριᾶ. [Ρ. Γ. Ραδοπούλου: Ὁ Βασιλεὺς Φουάτ ὁ Α΄ καὶ ἡ Ἀναγεννωμένη Αἲγυπτος. Ἀλεξάνδρεια, σ. 58.]

Ο διχασμός στην Ελλάδα που άρχισε τον Ιανουάριο του 1824 σε ένα χρόνο είχε διαλύσει τα πάντα...

Άνάμεσα σὲ ὃλες τὶς ἐσωτερικὲς ἀντιθέσεις ἀπὸ  τὴν ἀρχὴ φάνηκε σὰν πιὸ σημαντικὴ ἡ διάσταση μεταξὺ τῶν «πολιτικὼν», δηλαδὴ τῶν προκρίτων μὲ τὶς ἀριστοκρατικὲς καὶ ἀποκεντρωτικὲς τάσεις τους, καὶ τῶν «στρατιωτικῶν», δηλαδὴ τῶν ἒνοπλων λαϊκῶν καὶ δημοκρατικῶν στοιχείων, δημιουργημάτων τοῦ ἐπαναστατικοῦ ἀναβρασμοῦ. Ἐντονότερη ἦταν ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στοὺς «πολιτικοὺς» καὶ τοὺς «στρατιωτικούς» τῆς Πελοποννήσου, ποὺ ὀξυνόταν πιὸ πολὒ ὃσο οἱ τελευταῖοι σημείωναν δλο καὶ περισσότερες πολεμικὲς ἐπιτυχίες. Ἡ καταστροφή μάλιστα τοΰ Δράμαλη εἶχε ὑψώσει ὡς μεγαλύτερη καὶ ἐπιβλητικότερη φυσιογνωμία τὸν ἀρχηγὸ τῶν «στρατιωτικῶν» Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ἡ ἀντίθεση αὐτή κατὰ τὸ ἀπερίσπαστο ἀπὸ ἐξωτερικὰ γεγονότα ἒτος 1823 μπῆκε σὲ στάδιο ἐξαιρετικὰ κρίσιμο καὶ ὁ ἀνταγωνισμὸς γιὰ τὴν ἐπικράτηση ἀπὸ τὴ Β΄ Ἐθνοσυνέλευση καὶ ὓστερα ἒγινε πιὸ ἒντονος.

Τὸ Ἐκτελεστικὸ τοΰ 1823, μὲ μέλη τοὺς Ἀνδρέα Ζαΐμη, Πέτρο Μαυρομιχάλη, Σωτήρη Χαραλάμπη, Ἀνδρέα Μεταξᾶ καὶ Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ἒγινε ὂργανο τοῦ τελευταίου μέ μοναδικὸ μέσα σὲ αὐτὸ ἀντιπολιτευόμενο τὸν Ἀνδρέα Ζαΐμη. Ό Κολοκοτρώνης μετέφερε τὴν ἒδρα τοῦ Ἐκτελεστικοῦ στὸ Ναύπλιο, ποὺ βρισκόταν ὑπὸ τὴν κατοχὴ τοῦ γιοῦ του. Τότε ὃλοι οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Κολοκοτρώνη, Πελοποννήσιοι πρόκριτοι, Νησιῶτες καὶ Ρουμελιῶτες, ἑνώθηκαν γιὰ νὰ καταβάλουν τὸν ἰσχυρὸ ἀντίπαλό τους.

Τὸ Βουλευτικό, στὸ ὁποῖο εἶχαν τὴν πλειοψηφία, κήρυξε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1824 ἒκπτωτο τὸ Ἐκτελεστικὸ καὶ στὴ θέση του διόρισε ἂλλο μὲ τοὺς Γεώργιο Κουντουριώτη, Πρόεδρο, Παναγιώτη Μπόταση, Ἰωάννη Κωλέττη, Ἀναγνώστη Σπηλιωτάκη και Νικόλαο Λόντο, μέλη. Τὰ δύο Ἐκτελεστικὰ ἦλθαν σὲ σύγκρουση καὶ ἒτσι ἂναψε ὁ πρῶτος ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ Κολοκοτρώνης δὲν μπόρεσε νὰ ἀντεπεξέλθει σὲ τέτοιον συνασπισμό καί νικήθηκε. Τὸν ἲδιο ἀκριβώς καιρό, ἐνῶ οἱ Ἒλληνες μάλωναν, ὁ ἐχθρὸς ἑτοιμαζόταν. Ὁ νέος μάλιστα ἀντίπαλος, ἒδειξε ἀπὸ τὴν ἀρχή πόσο ἀνώτερος, συστηματικότερος καὶ γι αὐτὸ ἐπικινδυνότερος ἦταν. [Μ. Β. Σακελλαρίου: Ἡ ἀπόβαση τοῦ Ἰμπραὴμ στὴν Πελοπόννησο, σ. 43.]

Στις 5/3/1824. Κρανίδιον, 5 Μαρτίου. Εἰδήσεις ἐπίσημοι

Ἡ Διοίκησις, ἣτις ἀπεφάσισε νὰ βάλῃ φρουρὰν ἰδικὴν της εἰς τὸ Παλαμίδι, καὶ νὰ μεταβῇ ἡ ἰδἰα εἰς Ναύπλιον, ἐάν δὲ ὁ μέχρι τοῦδε φρούραρχος ἢθελε δείξει ἀπείθειαν, νὰ τὸν ἀποκλείσῃ διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης,ἒκαμε ὃλας τὰς ἀναγκαίας προετοιμασίας, καὶ ἢδη ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, κύριος Γ. Κουντουριώτης ἐπέβη εἰς τὸ πολεμικὸν πλοῖον τοῦ Ναυάρχου Μιαούλη, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν λιμένα τοῦ Ναυπλίου, καὶ νὰ ἐκτελέσῃ αὐτὴν τὴν ἀπόφασιν.

Πλοῖα ἲκανὰ τοῦ ἐχθροῦ πολεμικὰ καὶ φορτιγὰ ἐκβγῆκαν ἀπὸ τὸν Ἑλλήσποντον, τὰ ὁποῖα ἲσως διευθύνονται εἰς Ἀλεξάνδρειαν, διότι κηρύτεται ὡς ἀληθὲς, ὃτι ὁ Μεχμέτ-Ἀλῆς, σατράπης τὴς Αἰγύπτου, ἐδέχθη παρὰ τοῦ Σουλτάνου τὴν Ἀρχιστρατηγίαν.

Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΥΔΡΑΣ
Ὓδρα, τῇ 4 Ἰουλίου 1824 Παρασκευή

Ε Ξ Ω Τ Ε Ρ Ι Κ Α
Άλεξάνδρεια 10 Ίουνίου Ε. Ν.  [1824]

Ἡ πολυθρύλλητος ἐκστρατεία τῆς Αἰγύπτου εὐρίσκεται ἢδη ἒτοιμη, καὶ ἀπορίας ἂξιον εἶναι πὼς ἀργοπορεῖται ἡ κίνησίς της. Δεκαεπτὰ χιλιάδες στράτευμα, ἐκ τῶν ὁποίων 12000 τακτικὸν πεζὸν, 3000 Άλβανῶν ἀτάκτων καὶ 2000 ἱππικὸν ἀναχωροῦν μὲ τὸν στὸλον περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ Ἰουλίου.

Εὐρωπαϊκὰ καράβια εἶναι ναυλωμένα ἒως τώρα 120. Κατ αὓτας διεδόθη τόσος φόβος ἐναῦθα μὴ καταστραφῇ ἡ ἐκστρατεία αὓτη ἀπὸ τὰς θαλασσίας δυνάμεις τῆς Ἑλλάδος, ὣστε πολλοὶ Αὐστριακοί καπετάνοι ἠθέλησαν νὰ χαλάσωσι τὰ συμφωνηθέντα ναυλωτικά των γράμματα, βέβαιοι ὃντες ὃτι τὰ πλοία των, ἂν πιασθῶσι, θέλουν γίνη λάφυρα, χωρὶς ἡ παρὰ τοῦ πασσὰ ἀσφάλειά των νὰ τοὺς χρησιμεύσῃ διόλου. Αἱ φωναὶ ὃμως καὶ αἱ κραυγαί των ἐστάθησαν μάταιαι, καὶ ὁ πρόξενός των κύριος Καυάκος ὑπεσχέθη νὰ τοὺς ἐφοδιάσῃ μὲ γράμματα, ὃσον δυνατὸν, τακτικώτερα.

Μὲ τὴν ἐκστρατείαν ταύτην ἀκολουθοῦν ὁ συνταγματάρχης Σούλτς, ὁ Σἐβης εἲτε Σολιμάμπεης, καὶ πολλοὶ ἂλλοι Εὐρωπαίοι, ἐκ τῶν ὁποίων τινὲς ἐχρημάτησαν εἰς Πελοπόννησον. ὁ σκοπὸς τῆς ἐκστρατείας εἶναι ἂδηλος.

Τώρα μὲν λέγουν ὃτι ὁ στόλος θέλει ὑπάγει νὰ ἐφοδιάσῃ μὲ ζωοτροφίας καὶ δύναμιν τὰς Πάτρας, Μεθώνην καὶ Κορώνην· τώρα δὲ πάλιν, ὃτι δὲν θέλει ἐνοχλήσει τὴν Πελοπόννησον πρὶν ὑποτάξῃ τὴν Ὓδραν, τὸ ὃποῖον ἐλπίζει νὰ ἐπιτύχῃ ἀμέσως μὲ τὰ στρατηγήματά του καὶ μὲ τὴν δύναμιν του χρυσίου.

Βεβαιώνουν προσέτι ὃτι μέλει νὰ περάσῃ ὁ Αἰγυπτιακὸς στὸλος καὶ ἀπὸ τὴν Κρήτην διὰ νὰ πάρῃ καὶ έκεῖθεν 6000 Τούρκους δι ἀποβαβασμὸν.

Επιχρωματισμένη λιθογραφία από το πρωτότυπο σχέδιο του Giovanni Boggi

1824 Αρχιστράτηγος των Αιγυπτιακών δυνάμεων διορίστηκε ο πρωτότοκος γιος του Vali, Μεχμέτ Αλή, ο Ιμπραήμ. Ο Γάλλος ναύαρχος Γκραβιέρ περιγράφει τον Ιμπραήμ σαν έναν άνδρα  με κοντό προς το μέτριο ανάστημα, παχύ, ξανθό, με μακριά λιγοστά γένια  και πρόσωπο διάτρητο από την ευλογιά. Φορούσε άσπρο σαρίκι και σαλβάρι μελιτζανί.

Περί τὰ τέλη Ἰουλίου (Sic) 1824, ὑπὸ τὴν γενικὴν ἀρχηγείαν τοῦ Ἰμπραήμ, στόλος 63 πολεμικῶν πλοίων καὶ 100 μεταγωγικῶν, μεταφερόντων 16.000 ἀνδρῶν τακτικοῦ αἰγυπτιακοῦ στρατοῦ, ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ διευθύνθη πρὸς Ρόδον ἳνα συνενωθῇ μετὰ τοῦ τουρκικοῦ τοῦ Χοσρὲφ Πασσᾶ. [Ρ. Γ. Ραδοπούλου:΄ Ὁ Βασιλεὺς Φουάτ ὁ Α΄ καὶ  ἡ Ἀναγεννωμένη Αἲγυπτος΄. Ἀλεξάνδρεια.1930. σ. .59]

Τὸ ἐκστρατευτικὸ σῶμα ἀποτελέστηκε ἀπὸ τέσσερα συντάγματα πεζικοῦ: τὸ 3ο μὲ διοικητὴ τόν Χουρσίτ μπέη, τὸ 4ο μὲ διοικητὴ τόν Χουσεΐν μπέη, τὸ 5ο μὲ διοικητὴ τόν Σελίμ μπέη,καὶ τὸ 6ο μὲ διοικητὴ τόν άποστάτη Σουλεϊμάν μπέη [Seve]. Κάθε σύνταγμα περιλάμβανε πέντε τάγματα, ὀκτώ λόχων δυνάμεως 100 ἀνδρῶν. Τὸ σύνολο τοῦ πεζικοῦ ἀνερχόταν σὲ 16.000. Τὸ ἱππικό ἦταν ἂτακτο. Τὸ ἀποτελούσαν 2000 Τοῦρκοι. Το πυροβολικὸ, ἡ φρουρά του, οι ἱπποκόμοι και ὑπηρέτες, συμπλήρωναν τὶς 26.000 ἂνδρες. [Μιχαὴλ Β. Σακελλαρίου: Ἡ ἀπόβαση τοῦ Ἰμπραὴμ στὴν Πελοπόννησο. σ. 46-7.]

Μνημείο στον Αντιπέρατο Κάσου

Στις 27 τού Μάη, φάνηκε μπροστά στην Κάσο η αρμάδα των ενωμένων στόλων. Στα φορτηγά πού την ακολουθούσαν βρισκόταν ο Χουσεΐν μπέης με ασκέρι πού ξεπέρναγε τις τρεις χιλιάδες. Τραγικό επακόλουθο ήταν να εξολοθρευτούν οι κάτοικοι της Κάσου και οι Κρητικοί που είχαν καταφύγει εκεί. Στις 29/5/1824 ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατέστρεψε την Κάσο.

Ο Χουσεΐν μπέης έδωσε το λεύτερο στο ασκέρι του να διαγουμίσει εικοσιτέσσερις ώρες το νησί. Μέσα σ αυτές οι νικητές ξεδίψασαν με αίμα και χόρτασαν την πείνα τους για τρυφερή σάρκα. Ύστερα από τις σφαγές, η Κάσος των 7000 κατοίκων ερήμωσε.

Ο Γιβραλτάρ, όταν μετά από λίγο καιρό συνάντησε το Γάλλο ναύαρχο Δεριγνί,του είπε κομπάζοντας: «Η Κάσος σβήστηκε από το χάρτη. Δεν αφήσαμε ούτε ρουθούνι ζωντανό».

Ο Γάλλος, προφανώς εκνευρισμένος με την αλαζονεία τού μουσουλμάνου, τού απάντησε: «Αγαπητέ μου, δεν έκανες τίποτα σπουδαίο. Οι Έλληνες θα επανέλθουν και θα αναγεννηθούν από τις στάχτες τους, όπως ο μυθικός Φοίνικας της ελληνικής μυθολογίας».

Ο Γιβραλτάρης με τον Αλγερινό στολίσκο του – από την αρχή της Επανάστασης πολεμά εναντίων των Ελλήνων – προσκολλημένος στον τούρκικο στόλο.

Ο Καρά Αλής με τη βοήθεια του Ιsmail Djebel Akhdar (Γιβραλτάρη), την 19/9/1821 κατέστρεψε το Γαλαξίδι και άρπαζε 34 πλοία που τα είχαν εγκαταλείψει οι κάτοικοι – καταφεύγοντας στα βουνά. [Thomas Gordon, i. 254.]

26/4/1824 ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΝ ΑΡΙΘ. 34. Τῇ 26 Ἀπριλ. 1824.
Σύρα τῇ 1 Ἀπριλίου 1824.

Ὁ στόλος τῆς Κωνσταντινουπόλεως συνιστάμενος εἰς τέσσαρας φρεγάτας, δύο κορβέτας καὶ πέντε βρίκια, ἒφθασεν εἰς τὸν λιμένα τῆς Ἀλεξανδρείας. Ἂλλα τριάκοντα τέσσαρα Αἰγυπτιακὰ πλοῖα ἑτοιμάζονται διὰ νὰ ἑνωθῶσι μετ’ αὐτῶν, τὰ ὁποῖα ἀφ οὗ ἐμβαρκάρουν καὶ δώδεκα χιλιάδας στρατεύματα τὴς ξηρᾶς θέλουν ἀναχωρήσει δι ὃπου λάβωσι διαταγάς.

2/6/1824. Κατέστρεψε τα Ψαρά και προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει τη Σάμο.

30/6/1824 ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

Κατὰ τὰς ἀπὸ Σύραν προσφάτους εἰδήσεις καὶ πιθανὰς,  ἡ πυριτοθήκη τῆς Ἀλεξανδρείας πυρεκκροτήσα  διέφθειρεν ὑπὲρ τὰς ἒξ χιλιάδας κατοίκους, καὶ τετρακοσίους στρατιώτας ἀνωμερίτας· ἡ πανώλης ἐκεῖ ἐπαυξάνει μὲ μὲγαν ὃλεθρον, ὣστε καὶ ὁ Μεχμὲτ-Ἀλὴς προφυλάττεται, καὶ πιθανώτατα ἡ κηρυττομένη ἐκστρατεία του, ἢ θέλει ἐμποδισθῇ, ἢ θέλει ἀργοπορήσει ἐπὶ πολὺ, διότι καὶ τὰ ἐκεῖ Εὐρωπαϊκὰ πλοῖα διὰ τὸν φόβον τοῦ  νοσήματος δὲν δέχονται φορτία καὶ στρατιώτας.

Χαρακτηριστική του γεγονότος αυτού είναι ή έπιστολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού πρίς τον Διονύσιον Ρώμαν περί του γεγονότος. «… Εκ δε Τεργεστίου καί Λιβόρνου, μας περιέγραψαν (εις Αγκώνα) το συμβεβηκός του Μεχμέτ ’Αλή πασά, το οποίον τω οντι είνε θαυμα του  Αγίου θεού.

Κατά τα τέλη Μαρτίου εφάνη πυρκαϊά εις την ακρόπολιν του Κάιρου μέσα εις τας αποθήκας της πυρίτιδος κόνεως, ήτις διέφθειρε ότι ευρίσκετο μέσα και εχάθησαν, ως γράφουν, επέκεινα των 60 μιλλιουνίων πράγματα και επέκεινα από επτά χιλιάδας ψυχαί, εν οίς ήτον όλοι οι Ευρωπαίοι τζινέριδες (μηχανικοί) και οι εκλεκτότεροι στρατιώται και πολλοί σημαντικοί άνθρωποι του λαού». [Γ.Δ. ΚΟΡΟΜΗΛΑ. Ο Ελληνισμός της Αιγύπτου κατά τας παραμονάς του Ιερού Αγώνος Στον Εκκλησιαστικό Φάρο σ. 39.]

Αρχές Ιουλίου 1824 Ἀπέπλευσαν ἀπό τὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ συνοδεία τοῦ Αιγυπτιακοῦ στόλου, ἐνυσχυμένου καὶ μὲ μοῖρες τοῦ ὀθωμανικοῦ καὶ τοῦ τυνησιακοῦ, συνολικὰ 64 σκάφη, ἀναλυτικά 14 φρεγάτες, 16 κορβέτες, μία μεσογαλέρα και 33 βρίκια καὶ γολέτες. Κατά τὴν πορεία της ἡ τεράστια αὐτὴ νηοπομπὴ τῶν 272 πολεμικών και μεταγωγηκῶν πλοίων δὲν κατόρθωσε νὰ κρατήσει τάξη καὶ νὰ διατηρήσει τὴ συνοχὴ της. Τά σκάφη σκόρπισαν καί πολλά ἀπομακρύνθηκαν σημαντικά άπὸ αύτὴν. Ἒτσι μπόρεσε μιὰ ἑλληνικὴ γολέτα, ποὺ περιπολοῦσε στὰ νερὰ της Κιλικίας, νὰ πιάσει ἓνα ἱσπανικὸ βρίκι μὲ 150 ἀξιωματικοὺς καί σκαπανεῖς. Πρῶτο σταθμὀ ἒκαμαν στὴ Μάκρη (Μαρμάρι), ὃπου καὶ παρέτειναν τὴν παραμονή τους γιὰ νὰ γιορτάσους τὸ ραμαζάνι. [Μιχαὴλ Β. Σακελλαρίου: Ἡ ἀπόβαση τοῦ Ἰμπραὴμ στὴν Πελοπόννησο, σ. 49.]

29/8/1824 Ο Ιμπραήμ είχε χάσει χρόνο πολύτιμο όταν στην Αλικαρνασσό ενέσκηψε θανατηφόρα ασθένεια. Το αιγυπτιακό εκστρατευτικό σήμα κόντεψε να διαλυθεί, επίσης υποχρεώθηκε να ανανεώσει τις ναυλώσεις τον ευρωπαϊκών σκαφών, αλλά πάλι έδρασε δυναμικά, επέβαλε πειθαρχία, και ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου με δυνατή κακοκαιρία, στις 14 Νοεμβρίου ανασυντάχτηκε στον κόλπο «τσατάλια», απέναντι από τη Λέρο όταν ο Μιαούλης. όρμησε στα πολεμικά του.

Η ναυμαχία του Γέροντα, ανάμεσα στον τουρκοαιγυπτιακό στόλο, υπό την αρχηγία του Ιμπραήμ και του Χοσρέφ Πασά, και του ελληνικού, με τα πυρπολικά των Παπανικολή, Ματρόζου, Πιπίνου, Νικόδημου, Παπαντώνη και Μουσού, υπό τον Ανδρέα Μιαούλης έλαβε χώρα στο ακρωτήρι του Γέροντα, απέναντι από τη Λέρο. Η ναυμαχία κράτησε όλη τη μέρα και ακολούθησε νυκτερινή καταδίωξη.

Ο Υδραίος Κυριάκος Βατικιώτης πυρπόλησε μια τυνησιακή φρεγάτα των 40 τηλεβόλων Ο αιγυπτιακής στόλος σκόρπισε… Ο Ιμπραήμ κατέφυγε στ Σούδα, άλλα πλοία γύρισαν στη Ρόδο στη Μάκρη ακόμα και στην Αλεξάνδρεια. Γενικά οι απώλειες ήταν σοβαρότατες.

Στα χέρια τον Ελλήνων έπεσαν μια σακολέβα με μεγάλη ποσότητα χρημάτων, πέντε ευρωπαϊκά μεταγωγικά με 1700 στρατιώτες, 10 αυστριακά με άλογα, εφόδια και τρόφιμα. Ο Τουρκικοαιγυπτιακός στόλος διασπάσθηκε. Τις επόμενες μέρες τολμηροὶ νησιώτες λαφυραγώγησαν τα πεδίο τις μάχης.

Τον Οκτώβριο ο Χοσρέφ μετά την αποτυχία τους να καταλάβουν τη Σάμο, γύρισε πίσω στη Πόλη. Πολλές φορές οι αναγραφόμενες ειδήσεις στις εφημερίδες δεν είναι έγκυρες, είτε μεταφέρουν λανθασμένες πληροφορίες, είτε επιδιώκουν την τόνωση του ηθικού των αγωνιστών. Από τη διασταύρωση των τεκμηρίων πάντως γνωρίζουμε ότι τη εποχή εκείνη – μετά το φόνο του Αλή πασά του Τεπελενλή – ο Σουλτάνος με ειδικά διατάγματα είχε ζητήσει να τελειώνει με την Επανάσταση των Ελλήνων. Προπάντων να γκρεμίσουν το Φράχτη του Μεσολογγίου. [Μιχαὴλ Β. Σακελλαρίου: Ἡ ἀπόβαση τοῦ Ἰμπραὴμ στὴν Πελοπόννησο, σ. 52]

[Σακολέβα: Μικρό ιστιοφόρο που οφείλει το όνοµά του στον τραπεζοειδή τύπο πανιού του. Το χειμώνα τα ελληνικά πλοία αποσυρόταν στα ναυπηγεία, (ο κίνδυνος είχε εκλείψει..) οι αντιμαχόμενες φατρίες σπαρασσόταν και ο Κολοκοτρώνης στα σίδερα. Ο Ιμπραήμ ανασυντάχθηκε και παρά τις μεγάλες καταστροφές του 1824 ήταν έτοιμος για την εισβολή.]

Αυτοκρατορικό Φιρμάνι. 8η  Δεκεμβρίου. 1824

Ἐξοχώτατε βεζύρη Μου Ρεσίτ Μεχμέτ πασᾶ, πρώην φρούραρχε Βιδινίου καὶ νῦν διορισθεὶς μὲ πλήρη ἀνεξαρτησίαν θριαμβευτὴς στρατάρχης τῆς Ρούμελης, εἰς τὴν ἰκανότητα τοῦ ὁποίου ἀνετέθησαν καὶ παρεχωρήθησαν καὶ τὰ σαντζάκια τῶν Ἰωαννίνων καὶ Δελβίνου καὶ ἡ ἐποπτεία τῶν ντερβενίων, [….] Ἂμα φθάση τὸ ὑψηλὸν αὐτοκρατορικόν φιρμάνιον, ἒστω γνωστὸν ὃτι διὰ λόγους, οὓς ό θεός γνωρίζει, ἀπὸ  τίνων ἐτῶν δὲν κατωρθώθη ἡ κατάληψις καὶ ἐκπόρθησις τοῦ Μεσολογγίου καὶ δὲν ἐξεκαθαρίσθη ἡ περιφέρεια τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος ἀπὸ τὴν μιαράν λύμην τῆς ἐπαναστάσεως, ἡ κατάστασις δὲ ἐξακολουθεῖ νὰ παρατείνηται. […]

Τόσαι προσπάθειαι κατεβλήθησαν παρά τοῦ ὑψηλοῦ κράτους Μου πρὸς κατάπνιξιν τῆς ἀντιστάσεως ταύτης τῶν Ἑλλήνων, καθὼς καὶ τόσαι φροντίδες καὶ προετοιμασίαι ἀλλ ὃλαι ἀπέβησαν ἐπὶ ματαίω. Ἐκτὸς ὃμως τούτου ἡ παράτασις τῆς ἐπαναστάσεως μειώνει  τὸ κῦρος καὶ τὸ γόητρον τοῦ  κράτους.[…]

Ἐν τούτοις παρῆλθον τρία ἒτη, κατὰ τὰ ὁποῖα, ἐνῷ πρὸς ἐκπόρθησιν οὐχί τοῦ Μοριᾶ, ἀλλὰ μόνον τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος καὶ τοὺ Μεσολογγίου, διωρίσθησαν τόσοι βεζύραι καὶ ἐνῷ ἃπαντες οἱ Ἀλβανοὶ ἐβάδισαν κατ’ αὐτῶν, ἐν τούτοις οὐδὲν ἐπετεύχθη. Οἱ ἂπιστοι βλέποντες τοῦτο ἀπεθρασύνθησαν καὶ ἢρχισαν νὰ ὑποκινοῦν καὶ τὰς ἐκεῖ περιφερείας. […]

Συμφώνως μὲ τὸ βάσει τῆς αύτοκρατορικῆς εὐνοίας καὶ βασιλικῆς εὐμενείας ἐκδοθέν ἒνδοξον ὑψηλόν αὐτοκρατορικόν φιρμάνιόν Μου παρεχωρήθη καὶ ἀνετέθη εἰς τὴν ἰκανότητά σου τὸ ἐγιαλέτιον τῆς Ρούμελης, δι ἰδιαιτέρου δὲ ὑψηλοῦ φιρμανίου σοὶ ἀνετέθησαν ἐπιπρόσθετως καὶ τὰ σαντζάκια Ἰωαννίνων καὶ Δελβίνου μετὰ τῆς ἐποπτείας τῶν ντερβενίων, διωρίσθης δὲ στρατάρχης τῆς Ρούμελης μέ πλήρη ἀνεξαρτησίαν και ἀπεριόριστον ἂδειαν, χορηγηθεῖσαν ὑπὸ τῆς βασιλείας Μου ὃπως ἐπιβάλῃς τὴν ἰσχύν καὶ τὸ κῦρός σου περισσότερον τῶν προκατόχων σου, θὰ εἰσακουσθοῦν δὲ τὰ παράπονα και αἱ εὐχαριστίαι σου διὰ τὴν περὶ τὰ κοινά μέριμναν καὶ φροντίδα σου. Εἰς τὸν πρώην μουτεσαρίφην τῶν σαντζακίων Ἰωαννίνων καὶ Δελβίνου, σεβάσμιον μεγιστάνα, ἒξοχον στρατάρχην καὶ ρυθμιστήν τοῦ κόσμου βεζύρην Μου Ὀμέρ πασᾶν παρεχώρησα τὰ σαντζάκια Θεσσαλονίκης και Καβάλλας μὲ τὴν ὑποχρέωσιν τῆς διαφυλάξεως τῶν φρουρίων των, εἰς δὲ τὸν προκάτοχον τούτου, σεβάσμιον μεγιστάνα, ἒξοχον στρατάρχην, ρυθμιστὴν τοῦ κόσμου βεζύρην Μου Ἰμπραχήμ πασᾶν τὰ σαντζάκια Βιδινίου.[…]

Ἐνεκρίθη ὃπως διορίσῃς σύ αὐτοπροσώπως τοὺς ἒχοντας τὸν βαθμόν «διοικητοῦ τῆς Ρούμελης» , Γκέκας, Τόσκας, προκρίτους, γόνους καὶ ἀπογόνους τούτων καὶ ἂλλους τινάς ἐκ τῆς Ρούμελης καὶ λοιπούς, οἳτινες ἢθελον κριθῆ κατάλληλοι. […] Μὲ τὰ πολλά στρατεύματα, τὰ ὁποῖα σῦν Θεῷ τῷ οἰκτίρμονι θὰ καλέσῃς καὶ συγκέντρωσῃς, νὰ εὑρίσκησαι κατὰ τήν ἐαριντὴν ἰσημερίαν σύ μὲν ἐν Λαμίᾳ, αἱ δὲ λοιπαί ὁμάδες τῶν Ἰωαννίνων, Αὐλῶνος καὶ Δελβίνου εἰς τὴν Ἂρταν ἐπὶ τῶν συνόρων. Ἂπαντες τότε συγχρόνως νὰ βαδίσητε πανταχόθεν κατὰ τῆς Στερεᾶς καὶ τοῦ Μεσολογγίου, ἐναντίον τῶν ὁποίων νὰ ἐνεργήσητε ὁρμητικὴν ἐπίθεσιν, καταβάλλοντες πᾶσαν προσπάθειαν καὶ ἀγωνιζόμενοι ἀνδρείως καὶ μὲ αὐταπάρνησιν ὑπὲρ τῆς ἀληθοῦς πίστεως καὶ τοῦ ὑψηλοῦ κράτους Μου,μὲ τὴν βοήθειαν δὲ τοῦ Θεοῦ νὰ προσπαθήσητε νὰ καταβάλητε καὶ ἐκπορθήσητε εἰς μίαν ἒφοδον αὐτὸ τὸ Μεσολόγγιον, ἐκκαθαρίζοντες τὴν Στερεάν Ἑλλάδα καὶ τὴν περιφέρειαν ἐκείνην.[…]

Ὃσοι τυχόν ἀμελήσουν καὶ ἀρνηθοῦν νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸν φιρμάνιόν Μου ἢ τολμήσουν νὰ ἐναντιωθοῦν εἰς σὲ φρόντισε νὰ τοὺς τιμωρήσῃς. Ἐνεργῶν οὓτω νὰ μὴ παραμέλησῃς οὐδέν καὶ νὰ μὴν ἐπιδείξῃς ἀδράνειάν τίνα, ἀλλὰ νὰ ἀσκήσῃς ὡς ἐμπρέπει τὰ καθήκοντα τῆς ἀρχιστρατηγίας καταβάλλων νυχθημερὸν πᾶσαν προσπάθειαν καὶ ἀκολουθῶν τὸν δρόμον καὶ τὴν ἀγνὴν ἰδεολογίαν τοῦ προφήτου, μὴ ἐκτρεπόμενος ὃμως ποτὲ οὒτε κατὰ κεραίαν ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν λεωφόρον τοῦ ἱεροῦ διαίου νὰ καταβάλῃς μεγίστην φροντίδα καὶ μέριμναν καὶ νὰ ἐπίδειξης πᾶσαν ἐμπειρίαν διὰ τὴν προστασίαν καὶ ἀσφάλειαν τῶν ἀπόρων καὶ τὴν ἠσυχίαν τῶν κατοίκων. 

Ἃμα ἢδη φθάση τὸ φιρμάνιόν Μου, τοῦτο καὶ λάβῃς γνώσιν τοῦ περιεχομένου του, γνώριζε ὃτι ἀπωτέρα ἐπιθυμία καὶ σκοπὸς Μου εἶναι ὃπως αὐτοπροσώπως δώσῃς αἲσιον πέρας εἰς τὴν ὑπόθεσιν ταύτην τοῦ Μεσολογγίου καὶ τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος καὶ ὃτι εἶναι ἐποχή καὶ εὐκαιρία νά προσφέρῃς ὑπηρεσίας εἰς τὴν θρησκείαν καὶ τὸ κράτος Μου καὶ ὃτι αἱ εύχαὶ Μου εἶναι μετὰ σοῦ. Νὰ σὲ ἲδω λοιπόν, διότι ἐλπίζω ὂτι θὰ φέρῃς εἰς πέρας τὸ ταχύτερον τἠν ὑπόθεσιν μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ καυχήματος τῶν προφητῶν.

Νὰ ἐπίδειξης τὴν παρὰ σοῦ ἀναμενομένην ἀφοσίωσιν καὶ πατριωτισμὸν και ἐμπειρίαν καὶ ἐν τῇ περιστάσει ταύτῃ. Νά δικαίωσῃς τὴν πρὸς σὲ αὐτοκρατορικὴν εὒνοιαν καὶ εὐμένειαν σπεύδων νὰ ἀναφέρῃς βαθμηδόν τὰ ἂξια ἀνακοινώσεως γεγονότα. Διατάσσω ὃπως, μόλις φθάσῃ τὸ παρόν δια τοῡ[…] συμμορφωθῆς μὲ τὸ ἂξιον ὑποταγής καὶ συμμορφώσεως περιεχόμενον αὐτοῦ ἀποφεύγων ἀντιθέτους ἐνεργείας.

Ταῦτα γνωρίζων νὰ σέβησαι τὸ ἱερόν σύμβολον.        

Ἐγράφη κατὰ τὰ  μέσα Ρεμπή Ούλ Ἀχήρ 1240.

[Ι.Κ. Βασδραβέλλης: Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, Α΄ Αρχείον Θεσσαλονίκη 1695-1912, σσ. 480-4.]