Ερωτικός εξωτισμός: Ένα κείμενο-«γροθιά» με αφορμή το διπλό φονικό στη Λεκάνη Καβάλας

«Εκείνος είχε μάθει πως ό,τι αγαπά, του ανήκει. Και, όταν πια δεν του ανήκει, δεν χρειάζεται καν να υπάρχει» - Γράφει η δημοσιογράφος Πέπυ Ραγκούση στα ΝΕΑ


Της Πέπυς Ραγκούση

Στην αρχή της ιστορίας μας εκείνη είναι λίγο μετά τα εικοσιπέντε κι εκείνος λίγο μετά τα πενήντα. Εκείνη με πατέρα Γερμανό και μητέρα Ελληνίδα, μεγαλωμένη στην πατρίδα του πατέρα της και με σπουδές στη Νέα Υόρκη, σχετικές με φωτογραφία και design. Μια νεαρή alternative κοσμοπολίτισσα, ένα κορίτσι «νέας κοπής», πανέμορφο, με ανησυχίες, ανοιχτούς ορίζοντες, καλλιτεχνικό ταπεραμέντο. Με ένα πλατύ χαμόγελο, από εκείνα που αποτυπώνονται στα μάτια και δείχνουν μια βαθιά εμπιστοσύνη σε όλον τον κόσμο. Εκείνος μεγαλωμένος σε ένα μικρό, «κλειστό» χωριό, γαλουχημένος με νοοτροπίες περασμένων εποχών, με προκαταλήψεις που ευδοκιμούν σε τέτοιους τόπους, απομονωμένος ακόμη και μέσα στη μικρή κοινωνία του, ξώμαχος – όπως τους λένε στη λογοτεχνία -, κτηνοτρόφος, που περνούσε τις περισσότερες ώρες στο μαντρί του. Ανθρωπος πρωτόγονος, «πέτρινος», με ένα χαμόγελο φτενό, ζορισμένο, που δείχνει ότι δεν εμπιστεύεται κανέναν. Και ήδη πατέρας και παππούς.

Εκείνη ετοιμάζει ένα φωτογραφικό πρότζεκτ για τη διπλωματική της. Αποφασίζει το θέμα της να είναι το χωριό των παππούδων της, των γονιών της μητέρας της. Που είναι και το χωριό εκείνου. Ταξιδεύει ως εκεί και αρχίζει να φωτογραφίζει τη σκληρή ζωή των κατοίκων του. Τη γοητεύει ο αγώνας τους με τα στοιχεία της φύσης, η σκληραγώγησή τους, η σχέση τους με τη γη, με τα ζώα, οι διαφορετικές ανάγκες και αξίες από αυτές που είχε συνηθίσει μέχρι τότε. Γνωρίζει κι εκείνον και τη γοητεύει πιο πολύ απ’ όλους – το αναφέρει άλλωστε και στο βιβλίο της. Την έλκει ό,τι είναι αντίθετο από εκείνη και από τον κόσμο της. Και κυρίως ο πρωτογονισμός του, αυτό, τέλος πάντων, που η τάση της εποχής μας είναι να το «διαβάζουμε» ως αυθεντικότητα. Και που, στην πραγματικότητα, είναι η επιτομή του εξωτισμού. Χάριν του οποίου αναγνωρίζουμε μόνο τα εξωτερικά και αισθητικά στοιχεία του «εξωτικού» και αγνοούμε την ουσία του.

Από κει και πέρα, η συνέχεια είναι προδιαγεγραμμένη. Τον ερωτεύεται. Ανταλλάσσουν, λένε, το πρώτο τους φιλί στο μαντρί, ανάμεσα σε βελάσματα και κοπριές προβάτων. Ενας σκληροτράχηλος ρομαντισμός σε πλήρη ανάπτυξη. Η έλξη γίνεται σχέση. Και από αυτήν τη σχέση γεννιέται ένα παιδί.

Μέχρι εδώ θα μπορούσε να είναι το σενάριο μίας ταινίας. Από αυτές που μας γοήτευαν όταν ήμασταν πολύ νέες. Ναι μωρέ, έναν τέτοιον έρωτα θα θέλαμε να ζήσουμε. Χωρίς συμβάσεις, πέρα από τα πρότυπα και κόντρα στις κοινωνικές συνθήκες. Ομως σε αυτόν τον «έρωτα» μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε μόνο τον εαυτό μας. Ο άλλος ήταν κάτι ιδανικό που φανταστήκαμε, κάτι που πλάσαμε με υλικά «κλεμμένα» από το σινεμά, το θέατρο, τη λογοτεχνία. Και που το πιθανότερο είναι να μην έχει σχέση με την πραγματικότητα. Κάπως έτσι συνέβη και με εκείνη.

Το χρονικό του Κακού

Η πραγματικότητα ξεφλουδίζει το όνειρο και τη φαντασία. Τα πλάνα της ιστορίας δεν είναι πιά φωτογραφικά. Αρχίζουν και «μυρίζουν» αδιέξοδα, συγκρούσεις, απελπισία. Για εκείνον, εκείνη είναι ένα τρόπαιο, η γυναίκα η ταξιδεμένη, η νέα, η όμορφη που τα παράτησε όλα για χάρη του, που του ανήκει. Κι εκείνη, μέσα από τις ρωγμές του ονείρου, διακρίνει πλέον την πραγματικότητα. Ετσι όπως αποτυπώνεται στο σωματάκι του παιδιού τους όταν εκείνος το παίρνει στο μαντρί και, όταν το γυρίζει, είναι γεμάτο με σημάδια από ψύλλους. Λένε ότι ίσως και να τον αγαπούσε ακόμη, εξακολουθούσε πάντως να τον στηρίζει οικονομικά αλλά και να τρέχει να τον βοηθήσει στο μαντρί κάθε φορά που της το ζητούσε. Δεν την άξιζε αυτή τη ζωή ούτε η ίδια ούτε το παιδί της. Θέλησε να φύγει. Δεν πρόλαβε. Τους σκότωσε στο μαντρί, εκεί που πρωτοφίληθηκαν. Μετά αυτοκτόνησε.

Κι εσύ σκέφτηκες αυτό που δεν μπορούσες να σκεφτείς σε πιο νεαρή ηλικία. Ότι δεν φτάνει η αγάπη σε μια σχέση. Η αγάπη δεν τα υπομένει ούτε τα υπερβαίνει όλα. Υπάρχει και η συμβατότητα, όσο ξενέρωτο κι αν ακούγεται. Που εξασφαλίζει, αν μη τι άλλο, πως και οι δύο, όταν λένε «σ’ αγαπώ», εννοούν το ίδιο πράγμα.

Εκείνη, ένα «κορίτσι της πόλης» γοητεύτηκε, όπως έγραφε στη μητέρα της, όταν την πήρε από το χέρι και την πήγε βόλτα στο βουνό.

Εκείνος είχε μάθει πως ό,τι αγαπά, του ανήκει. Και, όταν πια δεν του ανήκει, δεν χρειάζεται καν να υπάρχει.


Πηγή: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ