Η αβάσταχτη σοβαρότητα του υποψηφίου

Στην προεκλογική περίοδο, καλό θα ήταν να διακρίνουμε τους «πάντες που προτείνουν τα πάντα, σχολιάζοντας άπαντες ως παντογνώστες»...


 

Του Γιώργου Τσακίρη

 


ΑΑν κάτι αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό εκείνων που θέτουν τον εαυτό τους στην κρίση των συμπολιτών τους, ιδιαίτερα στον «στενό κύκλο» των δημοτικών εκλογών, εκτός φυσικά από τη διάθεση προσφοράς τους, είναι -ή θα έπρεπε να είναι- η διάθεσή τους για μάθηση. Και εάν αυτό μοιάζει κάπως παράξενο, αποτελεί ταυτόχρονα πρό(σ)κληση για τον αναγνώστη αυτού του κειμένου, να συνεχίσει το διάβασμα.

Ως πρώτα δεδομένα που πρέπει να αναφερθούν και να ληφθούν υπ’ όψη, ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητή η διαμόρφωση μιας -ίσως- όχι ειλικρινούς εικόνας, μιας «αβάσταχτης σοβαρότητας» κάποιων υποψηφίων, αποτελούν α) η επαγγελματική τους ιδιότητα και β) η εμπειρία τους από την άσκηση δημόσιας διοίκησης. Ο λόγος που τα δεδομένα αυτά περιλαμβάνονται στην «εξίσωση», ελπίζω να γίνει κατανοητός αμέσως παρακάτω.

Στα παραπάνω, θα πρέπει να προστεθεί η παραδοχή μιας μάστιγας παντογνωσίας που γίνεται καθημερινά εμφανής μέσω της χρήσης των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Εκεί όπου οι πάντες προτείνουν τα πάντα, σχολιάζοντας άπαντες ως παντογνώστες. Μία κατάσταση που παράλληλα δημιουργεί τόσο την εντύπωση που έχει ο καθένας για τον εαυτό του, όσο και αυτή των διαδικτυακών του «φίλων» για τον ίδιο. Μία εντύπωση που μπορεί εύκολα να οδηγήσει είτε τους ίδιους, είτε εκείνους που δεν γνωρίζουν προσωπικά τους γράφοντες, σε μία εντελώς λανθασμένη εικόνα γι’ αυτούς. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ, ιδιαίτερα στην προεκλογική περίοδο που διανύουμε, είναι η δεύτερη περίπτωση.

Αφορμή λοιπόν αυτού του κειμένου στάθηκε α) η ασύστολη (και πιθανόν ασύγγνωστη) «προτασεολογία» κάποιων υποψηφίων και β) η σκληρή κριτική που ασκείται στη σημερινή διοίκηση του Δήμου Καβάλας. Μια «προτασεολογία» και κριτική που βασικό της έρεισμα αποτελεί η πρόθεση εντυπωσιασμού, και όχι η προσπάθεια επηρεασμού ή αλλαγής της πολιτικής που ασκείται.

Ποιος όμως ο ρόλος των δεδομένων που προαναφέρθηκαν (παντογνωσία, επαγγελματική ιδιότητα, εμπειρία άσκησης δημόσιας διοίκησης), σε σχέση με τα αποδεκτά βασικά χαρακτηριστικά (διάθεση προσφοράς και μάθησης) των υποψηφίων;

Ως εύκολα αποδείξιμα, τα δεδομένα της επαγγελματικής ιδιότητας και εμπειρίας στην άσκηση δημόσιας διοίκησης, μπορούν σχετικά εύκολα να συνδυαστούν στο μυαλό των δημοτών με τη διάθεση προσφοράς «στα κοινά». Το πόσο ειλικρινής όμως είναι αυτή η διάθεση, συνήθως λανθασμένα συνδυάζεται με την επαναληπτικότητα της υποψηφιότητας. Συμπεραίνεται δηλαδή ότι εφόσον κάποια/ος θέτει τον εαυτό του κατ’ επανάληψη στην κρίση των συνδημοτών του, τότε η διάθεση προσφοράς του είναι αυτόματα και ειλικρινής.

Αυτό όμως μπορεί να ισχύει μόνο στις εξής περιπτώσεις:

  • Εάν ο υποψήφιος έχει εκλεγεί και α) ασκήσει δημόσια διοίκηση, ποιο ήταν το «αποτύπωμα» που άφησε, τόσο με το έργο, όσο και με τη συμπεριφορά του στην αντιμετώπιση των δημόσιων-δημοτικών ζητημάτων και β) εάν δεν ήταν μέλος της διοίκησης, ποια η συνεισφορά του στην καλυτέρευση ή/και διόρθωση της διοικητικής πρακτικής
  • Εάν δεν έχει εκλεγεί, ποιος ο κοινωνικός του ρόλος. Πώς, πότε και γιατί ανέπτυξε κοινωνική δραστηριότητα.

Και ερχόμαστε στο καθοριστικό χαρακτηριστικό της διάθεσης για μάθηση, το οποίο επηρεάζει καταλυτικά, τόσο τους προηγούμενους παράγοντες και χαρακτηριστικά, όσο και τη συνολική εικόνα του υποψηφίου.

Συνδυάζοντας κανείς μία επαγγελματική ιδιότητα, σε σχέση με την εμπειρία στην άσκηση δημόσιας διοίκησης, θα πρέπει να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δύο αυτοί παράγοντες έχουν διαμορφώσει ανάλογα και την αντίληψη που θα πρέπει να έχει σχηματίσει ο υποψήφιος, όσον αφορά στην αντιμετώπιση απέναντι, τόσο στα τρέχοντα ζητήματα όσο κι εκείνα που έχουν προταθεί ή προγραμματιστεί να γίνουν.

Με δυο λόγια, έχοντας τόσο την επαγγελματική, όσο και την εμπειρική γνώση, δεν νοείται μία επιπόλαιη -στην καλύτερη περίπτωση- ούτε κριτική, ούτε «προτασεολογία». Διότι η άμεση επαφή με τα σύγχρονα δεδομένα άσκησης δημόσιας διοίκησης σε επίπεδο δήμου, από ανθρώπους που διαθέτουν -λόγω επαγγελματικής ιδιότητας- τις γνώσεις και τη διάθεση να ανταπεξέλθουν σε αυτά, θα έπρεπε να «συμμορφώνει» τις όποιες προσδοκίες τους, ώστε αυτές να «συμβαδίζουν» με την πραγματικότητα. Κάθε άλλη περίπτωση, θα πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα, είτε του απλού εντυπωσιασμού των ψηφοφόρων χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, είτε της μη ειλικρινούς διάθεσης προσφοράς «στα κοινά».

Αυτό, σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να αναστέλλει τη διάθεση αγωνιστικότητας των υποψηφίων με στόχο την αλλαγή των «κακώς κειμένων» στη δημόσια-δημοτική διοίκηση, όπως και στη διεκδίκηση κάθε είδους πόρων που κρίνονται χρήσιμοι για την επίτευξη των στόχων τους. Μέσα όμως πάντα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων, των δυνατοτήτων και των περιορισμών που επιβάλλει η σύγχρονη πραγματικότητα.

Συμπερασματικά κι επειδή στην προεκλογική περίοδο που ήδη -άτυπα- διανύουμε έχουμε να δούμε και ν’ ακούσουμε πολλά, καλό θα ήταν να διακρίνουμε τους «πάντες που προτείνουν τα πάντα, σχολιάζοντας άπαντες ως παντογνώστες».