Κυκλοφόρησε η τρίτη ποιητική συλλογή της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου

«Δανεικά αγύριστα» ο τίτλος της, στα ράφια των βιβλιοπωλείων από τις Εκδόσεις Κίχλη

Τα «Δανεικά αγύριστα» είναι η νέα ποιητική συλλογή της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου και μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κίχλη. Η ποιήτρια, αν και γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, είναι «πολιτογραφημένη» Καβαλιώτισσα, αφού ζει μόνιμα στην πόλη μας με την οικογένειά της εδώ και σχεδόν 20 χρόνια!

Τα «Δανεικά» είναι η τρίτη της συλλογή μετά από μία μακρά περίοδο εκδοτικής «σιωπής». Είχαν προηγηθεί, «Ο ποιητής έξω» από τις Εκδόσεις Άγρα (2004) και το «Δικαίωμα προσδοκίας» το 2008 από τις ίδιες Εκδόσεις.

«Ποιήματα που αφορούν κυρίως βιωματικές περιπέτειες, μικρές ή μεγάλες απώλειες, ανατροπές απροσδόκητες, σχέδια ματαιωμένα – όλα εκείνα μέσα από τα οποία η ποιήτρια βλέπει τον κόσμο. Ποιήματα που διακρίνονται για το πικρό χιούμορ, την ειρωνεία, το παράλογο, τον αυτοσαρκασμό, αλλά και για τη ρυθμική ποικιλία τους. Στον κόσμο της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου όλα είναι δανεικά».

Γεωργία Τριανταφυλλίδου, «Δανεικά αγύριστα»
Σελίδες: 56 • Σχήμα: 15 x 23 cm • ISBN: 978-618-5004-54-5


ΝΑ ΚΑΘΡΕΦΤΙΖΕΣΑΙ ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Yπάρχουν πρόσωπα εμπνευστικά
υπερβολικά εμπνευστικά για να μην μπουν στο ποίημα.
Οι στίχοι μας και τα πρόσωπα είναι τόσο κοντά
που αν απλώσεις το χέρι απ’ το μπαλκόνι του ενός
μπορείς ν’ αγγίξεις το βλέμμα στο περβάζι του άλλου.
Τα πρόσωπα τυλίγει μια πράσινη ομίχλη.
Εκεί μέσα πλέουν ανθισμένα.
Είμαστε σκλάβοι τους παντοτινοί.
Γιατί τα επιλέξαμε ελεύθεροι
πληγωμένοι, σχεδόν, από τα σφιχτά λουριά της ελευθερίας μας.
Το ποίημα άνοιξε και περιμένει
με φώτα διαθέσιμα και παχιά λόγια σα χαλιά.
Τότε, ακριβώς, τα πρόσωπα μας προσπερνούν.
Απομακρύνονται τυλιγμένα σε μια πράσινη ομίχλη
αφήνοντας άλλους στίχους να γίνουν
οι επεξεργασμένες φωτογραφίες
του προσώπου μας που τα ορέχτηκε.


DRESS CODE

Θέλω να πνιγώ σε μια λίμνη από άνδρες.
Κεφάλια νούφαρα
βαριά άκρα σαν κουπιά
και η ακατανίκητη έλξη
του λασπωμένου πυθμένα τους.
Όμως, μου αρέσουν τόσο οι άνδρες.
Και πώς να πνιγεί κανείς
στριμωγμένος σε σώματα ξέρες
λατρευτικούς κολπίσκους των αγκώνων
άσεμνους υφάλους των πετρωμένων φύσεων;
Οι άνδρες πάντα σε βγάζουν στον αφρό.
Γύρω τους χοροπηδούν γυναίκες αφρόψαρα.

Μόνο αργά το βράδυ, η πιο υποψιασμένη
αρπάζεται όλο λύσσα από την κόκκινη γραβάτα.
Ό,τι έρχεται κατόπιν
είναι η ύστατη προσπάθεια για ερωτική ασφυξία
κάποιου που είχε επίτηδες φορέσει
έναν πορφυρό κόμπο
στον λαιμό του.


EΓΩ ΚΑΝΩ Ο,ΤΙ ΣΟΥ ΛΕΕΙ

Τα βράδια φτάνουν ανυπόμονα
και τα σκοτάδια με τη μία
μα τα φιλιά σιγούν αγνώμονα
βραδιάζει αφίλητη η ανομία
της αγκαλιάς μες στο σκοτάδι
(Εκείνος είπε: ΕΙΝΑΙ ΔΙΓΑΜΙΑ).

Και τα στενά μένουν αδιάβατα
βιτσιές ο άνεμος όπου να πας
–παλιά μηνύματα φέγγουν αδιάβαστα–
αν δεν σε φύσηξε κι αν δεν φυσάς
λίγη πνοή μέσα στο στήθος του
(Εκείνος είπε: NA AΓΑΠΑΣ).

Τα χέρια δείχνουν σαν ανήξερα
πάνω σε χείλια που δεν γεύεσαι
και οι ματιές περνούν αντίπερα
μία απλώνεις, δέκα μαζεύεσαι
μες στα σκεπάσματα στριφογυρνάς
(Εκείνος είπε: KAI NA ONEIΡΕΥΕΣΑΙ).


KΛΗΣΗ

Κι εγώ έχω χάσει το ρολόι της μαμάς
Elizabeth Bishop, «Μια τέχνη»

Δεν σου διαβάζω ποιήματα από το τηλέφωνο.
Όλο ρωτάω δοσολογίες υλικών
κι εσύ όλα τα βάζεις με το μάτι.
Αχρείαστα κατα τις συνταγές σου
τα κουταλάκια του γλυκού, τα μεγαλύτερα της σούπας.
Έχεις το χέρι σου μετρίδι αυστηρό
και ένα ζύγι άφαντο, για να προκόβεις, στο πλευρό σου.
Δεν σου διαβάζω ποιήματα από το τηλέφωνο.
«Όσο σηκώσει» θα μου πεις
και ξάφνου γέρνω από το βάρος της υπόθεσης.
Ποτέ δεν ήξερα πόσα αντέχεις να σηκώσεις
ούτε κοσκινισμένο αλεύρι, ούτε χοντροβάσανο: μια ζωή
σφιχτά κλεισμένη στη σιωπή σου όταν αίρεις.
Δεν σου διαβάζω ποιήματα από το τηλέφωνο
μα αυτός δεν είναι λόγος να μη σου διαβάσω ένα ποίημα.
Ήμουν δεκάξι και παρακαλούσα να το βάλω, έστω ένα βράδυ
τ’ ολόχρυσο ρολόι των αρραβώνων σου.
Και κύλησαν απ’ τόν λεπτό καρπό μου οι λεπτοδείκτες της υπόσχεσης
πως πάντα θα καρδιοχτυπά για χάρη σου, τικ τακ, ο εραστής σου.
Έχασα το ρολόι της αθέτησης, μαμά.
Kαι βρήκα μια καλή αφορμή για απαγγελία.
Δεν σου διαβάζω ποιήματα από το τηλέφωνο
μα αυτός ο στίχος, άκου, πόσο ψηλά μας πήρε και μας σήκωσε.