Μέσα από «μικρές» προσωπικές ιστορίες, προβάλλει ολοζώντανη η Ιστορία της Καβάλας

Στο νέο του βιβλίο ο Ζήσης Α. Βαπορίδης σκιαγραφεί την Καβάλα του 20ού αιώνα «με τα μάτια ενός παιδιού που γέρασε στην αγκαλιά της»

5χρόνια μετά την έκδοση του «Λυκούργος, ο βασιλιάς του Παγγαίου και άλλοι μύθοι της περιοχής», ενός έμμετρου ποιήματος για τα παθήματα του μυθικού βασιλιά της Ηδωνίδας [διαβάστε περισσότερα εδώ], ο Καβαλιώτης συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής κυκλοφορεί ένα νέο βιβλίο, «επί προσωπικού», αυτήν τη φορά.

«Ιστορίες μιας πόλης. Με τα μάτια ενός παιδιού που γέρασε στην αγκαλιά της» τιτλοφορείται ο τόμος 224 σελίδων με μια σειρά από διηγήσεις του Ζήση Α. Βαπορίδη που κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική και ο οποίος προς το παρόν διατίθεται αποκλειστικά on-line μέσα από το e-shop της εταιρίας.

Αποκτήστε το βιβλίο πατώντας εδώ

Η πόλη τις ιστορίες της οποίας καταγράφει ο Ζήσης Α. Βαπορίδης δεν είναι άλλη από την Καβάλα, όπως χαρακτηριστικά δεικνύει το εξώφυλλο που κοσμεί μία σπάνια καρτ-ποστάλ, ένα «πανόραμα» της πόλης τη δεκαετία του 1910 από το Ιστορικό & Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας του αείμνηστου Νικόλαου Ρουδομέτωφ.

Ιστορίες μιας πόλης

Όλα ξεκίνησαν με ένα ταξίδι από τον τόπο γέννησης στον τόπο καταγωγής του, το οποίο εξελίχτηκε σε περιπέτεια ζωής. Λιμάνι στο ταξίδι αυτό ήταν ένα, το πιο καθοριστικό, η γιαγιά Μαρία. Στήριγμα σε κάθε δυστυχία, σε κάθε περιπέτεια που αφορούσε τόσο την οικογένεια –τότε που πέθανε ο πατέρας– όσο και τον κόσμο όλο – τότε που άρχισε ο πόλεμος. Η ανατροφή, η προστασία, η εκπαίδευση και η παιδεία του ήταν προσωπική της υπόθεση.

Από τη μια η Κατοχή, η φτώχεια, το στίγμα της ορφάνιας, ο θάνατος, οι καταστροφές, από την άλλη η όρεξη για ζωή, ανεξαρτησία, πρόοδο, επαφή και γνωριμία με το διαφορετικό και το καινούριο, όλα αυτά άνδρωσαν το νεαρό τότε αγόρι, του «έδωσαν φτερά» –ενίοτε του τα «έκοψαν» κιόλας–, του επέτρεψαν να μορφωθεί και να προχωρήσει στη ζωή του, αλλά συγχρόνως να μην ξεχνά, να ανακαλεί γεγονότα-σταθμούς του παρελθόντος, ερευνώντας τα, αιτιολογώντας τα.

Ωστόσο, η ίδια η πόλη αποτελεί ένα εξίσου σημαντικό κεφάλαιο ζωής του, μια μεγάλη αγάπη, παρηγοριά, αλλά και καημό. Οι Καμάρες, το Φρούριο, το Ιμαρέτ, το Κονάκι του Μεχμέτ Αλή και ο Ανδριάντας. Εκκλησίες, καπναποθήκες τα λίγα μέγαρα που γλίτωσαν, οι άνθρωποι στις φτωχογειτονιές, με τους καημούς και τα πάθη της εποχής, όλα κάτι έκρυβαν, όλα κάτι είχαν να προσφέρουν. Η θάλασσα, τα πεύκα, προπάντων οι κοπελιές, όλα στα χέρια του παραμυθά πλέκουν ανθοδέσμες χαράς και στεφάνια μνήμης. Πολλές φορές οι νεανικές φωνές τους τον σέρνουν πίσω σε ανεκπλήρωτους έρωτες.

Οι χιλιάδες εικόνες, εξιδανικευμένες από τις επιθυμίες, τα γεγονότα διασκευασμένα, τα όνειρα που πιστεύει ότι συνέβησαν, τον γεμίζουν αισιοδοξία και νομίζει ακούγοντάς τον κανείς πως ζει για να γράφει τα όσα δεν έζησε…

Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε, όπως λέει και ο ίδιος ο «παραμυθάς», ότι «εκεί έξω υπάρχουν γνώστες που στέλνουν μηνύματα, αλλά οι άνθρωποι δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είναι ικανοί να τα ερμηνεύσουν…».