O Bίνσεντ κι εγώ

«Είμαστε πλασμένοι από όνειρα γι αυτό τις ζωές μας τις κυκλώνει ο ύπνος»


 

Tων Αντώνη & Κωνσταντίνου Κούφαλη

 


Απέναντι από το γραφείο μου κρέμεται ένα πινακάκι 18Χ22 από τα παιδικά μου χρόνια. Είναι μια μικρή ελαιογραφία μου σε πορτοκαλόχρυση κορνίζα που ο χρόνος τη σεβάστηκε. Τα χρώματα διατηρούν τη λάμψη τους  και ο καμβάς δείχνει λείος. Απεικονίζει μια ξύλινη αποβάθρα με δυο ψαρόβαρκες κι ένα μικρό ιστιοφόρο στα αριστερά που  αποτελεί  ατυχή προσθήκη της τελευταίας στιγμής. Το φως είναι απογευματινό και ο ορίζοντας ”πλέει” στα γαλάζια και κίτρινα χρώματα που χαϊδεύουν τη θάλασσα μετά την καταιγίδα.

Από όσο μπορώ να θυμηθώ, αντέγραψα τον πίνακα του Βαν Γκογκ «Αποβάθρα με βάρκες» έργο του 1888 που είδα σε μια από εκείνες τις παλιές καρτ ποστάλ τις ζωγραφισμένες με το στόμα ή με το πόδι, δείγμα δεξιοτεχνίας εκείνων των καλλιτεχνών  που μια φυσική αδυναμία  στα άνω άκρα δεν τους στέρησε το δικαίωμα να εκφραστούν  κρατώντας το πινέλο με τα δόντια ή με τα δάχτυλα του ποδιού.

Το έργο με έκανε περήφανο, απαίτησα ακριβή κορνίζα και με το που ήρθε στο σπίτι, ο μικρός μας με ρώτησε : 

– Πόσο τον πουλάς;

– Ένα τάλιρο.

– Δεν έχω τόσα. Να σου δώσω ένα δίφραγκο και κάθε Σάββατο από μία δραχμή;

Έτσι το έργο άλλαξε χέρια. Για χρόνια τον έβλεπα να κρέμεται πάνω από το κρεβάτι του. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ο πίνακας άλλαξε πάλι χέρια και επανήλθε στην κατοχή μου.Το σίγουρο είναι πως όσα χρόνια γράφουμε, έχω το πινακάκι  απέναντι μου και όχι στο κρεβάτι του αδελφού μου. 

Αναζήτησα το αυθεντικό έργο στο Μουσείο Βαν Γκογκ στην πρώτη μου επίσκεψη στο Άμστερνταμ. Αφού περιπλανήθηκα ανάμεσα  σe γνωστά και άγνωστα αριστουργήματα,  επικεντρώθηκα στη μικρή σπουδή που ο Βίνσεντ περιέγραψε λεπτομερώς σε ένα γράμμα στον αδελφό του Τέο.

Προς μεγάλη μου απογοήτευση, πέρα από το σκίτσο, δεν βρήκα το πρωτότυπο αφού ήταν στη κατοχή του Folkwαng Museum στο Έσσεν. Πέρασα ώρες εκεί. Έφευγα και επέστρεφα. Όταν βγήκα τελικά, είχε σκοτεινιάσει.

Στα διάφορα κιόσκια και τις τουριστικές γκαλερί που πλαισίωναν το μουσείο, οι εκτυφλωτικοί ήλιοι του και οι έναστρες νύχτες, παρέα με τα σταροχώραφα της Αρλ και τα πορτρέτα του δόκτορα Γκασέ, οι προσωπογραφίες του με το ψάθινο καπέλο και οι άλλες με το κομμένο αριστερό αυτί  του, αναζητούσαν  υποψήφιους αγοραστές  με 100 ή 200 ευρώ.

Μια ψευδαίσθηση αληθινής τέχνης, μια τρελή αυταπάτη κατοχής εκείνου που ο ίδιος ο Βαν Γκογκ δεν είδε ποτέ να συμβαίνει όσο ζούσε. Ένα μόνο έργο πούλησε στη σύντομη ζωή του κι αυτό το αγόρασε  ο αδελφός του. Από την άλλη  και μια φρούδα ελπίδα πως στο μέλλον η αόρατη κλωστή  που τον δένει  μ’ αυτόν τον δυσπρόσιτο τόπο της αληθινής  δημιουργίας, ίσως ανοίξει τα μάτια του ανυποψίαστου τουρίστα.

Ο Ζάο, από το χωριό Νταφέν της επαρχίας Σενζέν, έχει αντιγράψει περίπου 100.000 Βαν Γκογκ τους οποίους το αφεντικό του μεταπωλεί στο εξωτερικό, σε εμπόρους και γκαλερίστες είτε σε ιδιώτες που επιθυμούν διακαώς ένα Βαν Γκογκ στον τοίχο τους.

Αποφασισμένος να δει από κοντά τα πρωτότυπα, ανταποκρίνεται στην πρόσκληση ενός πελάτη που προσφέρεται να τον φιλοξενήσει αρκεί ο Zhao να βγάλει το εισιτήριο του.

Και κει στο Άμστερνταμ μετά από ώρες αδημονίας που τον κράτησαν ξάγρυπνο το προηγούμενο βράδυ, μπροστά στο περίπτερο του οικοδεσπότη του απέναντι από το μουσείο, με τα μάτια  ορθάνοιχτα να χαϊδεύουν τα έργα του που ριγούσαν ανυπεράσπιστα στο κρύο  και τα ανυπόμονα χέρια των τουριστών να τα σκαλίζουν και να τα τυλίγουν αδέξια, ο Zhao συνειδητοποίησε πως δεν ήταν πραγματικός καλλιτέχνης  αλλά ένας εργάτης που έριχνε νερό στο μύλο του αφεντικού του.

Εκεί, απέναντι από το σπίτι του μεγάλου Ολλανδούαποφάσισε πως όταν επέστρεφε στη Κίνα θα ζωγράφιζε κάτι ολότελα δικό του. Κάτι που  να εκφράζει τον ίδιο περισσότερο κι ας φαίνονταν οι επιρροές, κάτι που να τον γεμίζει κι ας μην το αναγνωρίζει κανένας.

Αναζήτησα το πρόσωπο του Ζάο ανάμεσα στις ορδές  των Κινέζων τουριστών που σχολίαζαν και παζάρευαν τα αντίγραφα. Είχα την ψευδαίσθηση πως αν οι δρόμοι μας συνέπιπταν, θα τον ρωτούσα για τα αληθινά του αισθήματα απέναντι στο έργο του μεγάλου Ολλανδού. Πέρα από την ανάγκη να ζήσει την οικογένεια του, ήθελα να μάθω τι τον τράβηξε, τι όπλισε το χέρι και τον νου του ώστε να αφιερώσει χιλιάδες ώρες προετοιμασίας και απίστευτης στέρησης μέχρι να κατακτήσει την τεχνική και το ύφος εκείνου που δεν είχε ποτέ ξανακούσει ούτε είχε ποτέ δει έργο του.

Ήθελε να γίνει ζωγράφος. Να βιώσει την εμπειρία της αληθινής τέχνης. Να ανακαλύψει  το πραγματικό νόημα της δημιουργίας.

Στεκόμουν ακόμη στο ίδιο σημείο όταν μου φάνηκε πως τον είδα. Με χαιρέτησε κουνώντας το χέρι.

Νοιώθω πως ονειρεύομαι, τον άκουσα να λέει.

Να ονειρεύεσαι Ζάο. Μη σταματήσεις να ονειρεύεσαι. «Είμαστε πλασμένοι από όνειρα γι αυτό τις ζωές μας τις κυκλώνει ο ύπνος», του φώναξα. 

Θα σε καλέσω να δεις και τα δικά μου.

Θα ’ρθω Ζάο. Στο υπόσχομαι. Βρες εσύ το δρόμο σου και μη ξαφνιαστείς αν σε εκατό χρόνια ένας άλλος Ζάο αντιγράφει τα δικά σου.

Υ.Γ1  Στοιχεία από την ταινία του Χάιμπο Γιου «Οι Βαν Γκογκ της Κίνας»

Υ.Γ2. «Είμαστε…» Πρόσπερο από την Τρικυμία του Σαίξπηρ. (Πράξη 4η)


Πηγή: Huffington Post Greece


Ο Αντώνης και ο Κωνσταντίνος Κούφαλης είναι θεατρικοί συγγραφείς