Έρρυθμη σπουδή μνήμης

Το «Ανοιχτό βιβλίο» της Εφημερίδας των Συντακτών για το νέο βιβλίο του Θοδωρή Γκόνη


Ηλίας Καφάογλου
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

«Η βροχή μάς τα είχε προλάβει όλα, φτάνανε συνέχεια ιστορίες και δεν χρειαζόταν να πας εκεί και ήταν εκεί απ’ έξω», εκεί στα παιδικά και εφηβικά χρόνια, εκεί στον γενέθλιο τόπο, στην Γκάτζια, μεταξύ Ναυπλίου και Επιδαύρου, αλλά και στο Ναύπλιο, στο Αργος, στις Μυκήνες, στη Ζήρια, στον Χελμό, στο Αρτεμίσιο, στα μέρη που δεν αναφέρονται ρητά στο νέο βιβλίο του ποιητή, στιχουργού, διηγηματογράφου, ηθοποιού, σκηνοθέτη Θοδωρή Γκόνη, αλλά υπονοούνται μέσα από όλα όσα τους συστήνουν και τους συνιστούν, άνθρωποι, στάσεις, συμπεριφορές, μια κόκκινη Φλορέτα ή τα αγαπημένα του πορτοκάλια.

Ολα ρέουν σαν να τα παρασέρνει ένα ποτάμι και να τα εκβάλλει στις όχθες, να γίνουν υλικά της γραφής ενός συγγραφέα που επιμένει στη μικρή φόρμα. Και πρόκειται εδώ για εφτά διηγήματα που ρέουν στη σελίδα σαν ποτάμι, με μόνη στίξη κόμματα, σε έναν λόγο που ανακαλεί πρόσωπα, φανταστικά ή πραγματικά, και πράγματα που κατοικούν στο ποτάμι της μνήμης, πριν εξεικονιστούν στο ποτάμι της γραφής, μιας γραφής οιονεί εμπύρετης και διαπιστευμένης με υψηλή συναισθηματική θερμοκρασία. Ερρυθμες σπουδές στη μνήμη: και έτσι θα μπορούσαν να διαβαστούν τα φρέσκα διηγήματα του καλλιτεχνικού διευθυντή στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και στο Φεστιβάλ Φιλίππων. Η αναφορά στην ιδιότητα αυτή δεν γίνεται απλώς χάριν βιογραφικής περί τον συγγραφέα ενημέρωσης, αλλά γιατί στο θέατρο, πριν μπεις στα βαθιά λόγου μακροπερίοδου, όπως και πριν από κάθε ατάκα, πρέπει να κρατήσεις ανάσες. Πριν βουτήξεις στο ποτάμι του λόγου να κολυμπήσεις, για να βάλεις το κεφάλι μέσα στο νερό, πρέπει με ανάσες να οπλίσεις το σώμα. Ετσι δημιουργείς και κρατάς τον ρυθμό που επιλέγεις.

Και ακριβώς τα συστατικά μνήμης στο Μαύρο φόρεμα του κόρακα με τον ρυθμό τους πρώτα πρώτα σε συνεπαίρνουν. Και ξαφνιάζουν, όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε καταβύθιση στο ποτάμι της μνήμης, όπου τα πραγματικά πρόσωπα, τα πραγματικά περιστατικά, όσα συνέβησαν, μπλέκονται με επινοημένα ομόλογά τους. Ο Γκόνης με παλιά, αναπαυτικά εγκατεστημένα στη μνημονική σκευή υλικά, φτιάχνει νέες ιστορίες, αυτές που διαβάζουμε στο μαστορικά φτιαγμένο βιβλίο του, παραξενεμένος και ο ίδιος όπως ο σχεδόν ασθμαίνων λόγος του αποκαλύπτει από τις απώλειες, τα χαλάσματα. Αυτά τα υλικά, ρετάλια της μνήμης, αποπειράται να ανακαλύψει τρόπον τινά ξανά επινοώντας άλλα, πρόσωπα και καταστάσεις, σε ένα γαïτανάκι που διατρέχει όλα τα κείμενα. Εχει αγωνία ο συγγραφέας να διασώσει ό,τι σώζεται από τους τόπους του στον κατεξοχήν τόπο του, αυτόν της γλώσσας.

Γι’ αυτό και ο αναγνώστης συμμετέχει σε μια γιορτή, αυτήν βέβαια που κάθε πράξη ανάμνησης συνιστά, όπως σε συνέντευξή του ο Γκόνης μάς έχει ειδοποιήσει. Ο Γκόνης δεν χάνει ούτε σε μια στιγμή, ούτε σε μια λέξη, ούτε σε ένα κόμμα αυτόν τον στόχο. Δεν εκβάλλει στη μνημορραγία ή στη νοσταλγία, ούτε σπυρί σπυρί καταμετρά τα του βίου του ως παιδιού και ως εφήβου. Ο Γκόνης αφήνεται στις ιστορίες που τον προφταίνουν, που τον βρίσκουν, για αυτόν όλα να είναι ρυθμός. Ο δικός του, κατάδικός του ρυθμός για να ιστορήσει τα πάθη των πραγμάτων και των ανθρώπων, όπως άλλωστε είχε διαφανεί από τα ποιήματα και τα τραγούδια του αλλά και από τις προηγούμενες συλλογές διηγημάτων του, είδος που με συνέπεια και εμφανή βάσανο για τη γραφή χρόνια υπηρετεί. Το ζυθεστιατόριο «Η πύλη της ξηράς», ο ρακοσυλλέκτης, η Χρυσούλα, η ρακοσυλλέκτρια, ο Τάκης με το σαραβαλιασμένο Ζούνταπ, ο «Μαρκεζίνης», ο Μιχαλαριάς ο ψαράς, με τη γερμανική μοτοσικλέτα, ο Αποστόλης ο μάγειρας και άλλοι είναι οι ήρωες του Γκόνη. Γίνονται και δικοί μας. Και οι τόποι του «άνθρωποι είναι και έρχονται και περιφέρονται στα όνειρά μας, στον ύπνο και στον ξύπνιο μας και μας καλούν και μας φωνάζουν […] προσπαθούν να πουν το όνομά τους, την ιστορία τους» σε ένα πανηγύρι της γραφής και των αισθήσεων.

Πηγή: efysn.gr