Του Μπάμπη Γαμβρέλη
Καινούριος σάλος πάλι! Και καινούρια ευκαιρία να γεμίσουμε τους «τοίχους» μας με βρισιές, απειλές, μαγκιές και κατάρες. Μανούλες εξάλλου στην «κατασκευή εχθρών». Προαιώνιων και μη. Πέσαμε να τα φάμε τα νεοσύλλεκτα τα αλβανάκια που τόλμησαν να φωτογραφηθούν μέσα στον στρατώνα με τα χέρια τους να σχηματίζουν το σύμβολο του αλβανικού έθνους. Τι κι αν ακόμη ηχεί γύρω μας το σύνθημα «δεν θα γίνεις έλληνας ποτέ, αλβανέ, αλβανέεεε»… Τι κι αν ακόμη μας στοιχειώνει και μας «ακολουθεί» η βαρβαρότητα των οπαδών-δολοφόνων της Εθνική μας μετά τον αγώνα της (ηττημένης) Ελλάδας με τη (νικήτρια) Αλβανία… Τι κι αν ακόμη επιμένουμε να τους αντιμετωπίζουμε σαν παρακατιανούς και σαν «κατώτερους»… Εδώ διακυβεύονται τα «ιερά» και τα «όσια». Θα το πει και ο Καμμένος: σχέδιο αναβίωσης του αλβανικού εθνικισμού πίσω από την πράξη των νεοσύλλεκτων…
Αναρωτιέμαι και προβληματίζομαι: άραγε, τα παιδιά αυτά, άγουρα και ανώριμα σαν όλα της ηλικίας τους, θα τα ρωτήσουμε ποτέ πως βιώσαν την «ελληνική φιλοξενία»; Θα καθίσουμε ποτέ να τα ακούσουμε να μιλάνε για τα χρόνια τους στα ελληνικά σχολεία; Για τους «αποκλεισμούς» τους, τις περιθωριοποιήσεις τους, τα γιούχα που άκουγαν όταν, αριστούχοι γαρ, καλούνταν να σηκώσουν την ελληνική σημαία στις παρελάσεις; Για ποια «εθνική συνείδηση» ερχόμαστε και τους μιλάμε τώρα; Για ποιον σεβασμό; Για ποιο φρόνημα;
Ζω σε ένα χωριό όπου τα παιδιά των αλβανών, χρόνια τώρα, στηρίζουν με την παρουσία τους ενεργά τη λειτουργία του δημοτικού σχολείου. Χωρίς αυτά, τα ελληνάκια (μα και τα ίδια) θα ήταν αναγκασμένα να σηκώνονται από τις 6.30 το πρωί για να μετακινηθούν στα διπλανά χωριά, χάνοντας έτσι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ηλικίας τους: να μάθουν τα πρώτα τους γράμματα στον τόπο όπου ζουν και μεγαλώνουν. Στο σχολειό ΤΟΥΣ. Κι όμως, αντί αυτή η καθ’ όλα πολιτισμική εξέλιξη να είχε αποτελέσει το έναυσμα και την αφορμή για έναν συλλογικό επανακαθορισμό των όρων και των κανόνων της καθ’ ημάς συμβίωσης με τον «ξένο» και τον «άλλο», τα φυλετικά σύνορα εξακολουθούν να ορθώνουν τους ίδιους διαχωρισμούς, τις ίδιες αντιπαλότητες, τα ίδια τείχη! «Εμείς» και οι «αυτοί». «Αφέντες» και «δούλοι». «Πρίγκιπες» και «φτωχοί».
Θα συμφωνήσω. Δύσκολο πράγμα η «ένταξη» και πράξη επίπονη. Όμως, πότε το προσπαθήσαμε ειλικρινά και με σχέδιο; Ποιες θεσμικές δομές ουσιαστικής συνεύρεσης και συνύπαρξης δοκιμάστηκαν; Πώς διαχειριστήκαμε το «ποιοτικό μας πλεονέκτημα»; Πού αποδείξαμε το πατροπαράδοτο της «ελληνικής φιλοξενίας»; Τους είδαμε «πειναλέους» και τους ξεζουμίσαμε. Τους βλέπαμε «άξεστους» και τους γελοιοποιούσαμε. Τους κάναμε ανέκδοτα, τους καρφώσαμε «ρετσινιές»… του κλώτσου και του μπάτσου από την πρώτη μέρα που πάτησαν το πόδι τους εδώ!
Τα ίδια και με τους παλιννοστούντες από τις πρώην χώρες της Σοβιετικής Ένωσης. Τους θυμάμαι χειμώνα καιρό μέσα στα παραπήγματα του Ζυγού. Να μην μπορείς να ξεχωρίσεις αν πρόκειται για ανθρώπους ή ζώα! Να σε πνίγει η λάσπη και η απλυσιά. Τα χνώτα να ζέχνουν πείνα. Τα παιδιά να σε τραβάνε από τα ρούχα εκλιπαρώντας στοργή. Μία κόλαση, πέντε χιλιόμετρα μακριά από την ευδαιμονία. Την ίδια ώρα που τα Jumbo ετοίμαζαν εγκαίνια… Μετά, τα «αδέλφια» μας έγιναν «ρωσοπόντιοι».
Όχι, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογώ την πράξη των επτά στρατιωτών. Θύματα κι αυτοί ενός άλλου παροξυσμού, ενός άλλου μεγαλοϊδεατισμού, μοιραίο είναι να αναζητούν τη «χαμένη τους ταυτότητα» μέσα από εθνικές πομφόλυγες και αλλότριες διεκδικήσεις. Αλλά πριν από τα αναθέματα, πριν από τις κρεμάλες και τα ικριώματα, ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη της δικιάς μας αλαζονείας, της δικιάς μας έπαρσης, της δικιάς μας ψευδαίσθησης, τις δικιάς μας αυταπάτης και των δικών μας ευθυνών. Ενίοτε και των μοιραίων…