Περιμένοντας την… επόμενη μεταρρύθμιση

Τραγωδία ή κωμωδία, λοιπόν η πρόταση του Υπουργείου; Όπως και να το δει κανείς θα βρει στοιχεία και από τα δυο σπουδαία είδη του αρχαίου θεάτρου...

Σκέψεις πάνω στις εξαγγελίες για το νέο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ και τη νέα Γ΄ Λυκείου


 

Του Αργύρη Μυστακίδη

 


Μετά από 12μηνη και πλέον αναμονή εξαγγέλθηκε επιτέλους τη Δευτέρα 3/9/2018 (τυχαία άραγε η επιλογή της ημερομηνίας;) δια στόματος του Υπουργού Παιδείας, η πολυαναμενόμενη πρόταση για το νέο σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η σχετιζόμενη με αυτό αναμόρφωση της Γ΄ Λυκείου, με ορίζοντα εφαρμογής την επόμενη σχολική χρονιά 2019-2020.

Μελετώντας την πρόταση διεξοδικά είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η χώρα μας είναι η γενέτειρα της κωμωδίας. Προφανώς και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, αντιμετωπίζοντας παρόμοιες προκλήσεις και αδυνατώντας να εκφράσουν με άλλον τρόπο την απορία τους και την αγανάκτησή τους, βρήκαν ανακούφιση στη σάτιρα και στο γέλιο.

Πως αλλιώς να αντιμετωπίσει κανείς τις πρόσφατες εξαγγελίες για να αποφύγει την βαθιά θλίψη και απογοήτευση. Διαβάζουμε στην εισαγωγή της πρότασης του Υπουργείου ότι: «Σκοπός είναι να εξασφαλίσουμε στην ελληνική νεολαία μια παιδεία σύγχρονη και ελκυστική που να ανταποκρίνεται στις πολύπλοκες απαιτήσεις μιας σύγχρονης και δημοκρατικής κοινωνίας, τόσο σε απόκτηση γνώσεων όσο και στην καλλιέργεια των αξιών» και απορούμε ειλικρινά για τον τρόπο με τον οποίο η αντικατάσταση των Λατινικών από την Κοινωνιολογία και ο εμπλουτισμός του μαθήματος της Οικονομικής Θεωρίας με στοιχεία που αφορούν την κοινωνική διάσταση της οικονομίας, δύνανται με τρόπο θαυματουργικό να πραγματώσουν τον εξαγγελλόμενο σκοπό.

Είναι μάλλον δύσκολο να θεωρήσουμε ως εκπαιδευτική μεταρρύθμιση την οποιαδήποτε παρέμβαση στον τρόπο πρόσβασης στα ΑΕΙ, πόσο μάλλον όταν οι όποιες αλλαγές είναι τόσο ανεπαίσθητες και εξόχως αναχρονιστικές. Σε μια εποχή που οι εξελίξεις στον τομέα της εκπαίδευσης τρέχουν με ταχύτητα φωτός, μπορεί κανείς, όσο καλοπροαίρετος και να είναι, να θεωρήσει ριζοσπαστική παρέμβαση την παρουσίαση μιας πρότασης για «αλλαγή» του εξεταστικού στο τελευταίο έτος της θητείας της παρούσας κυβέρνησης; Είναι άραγε ο περιορισμός των επιλογών των υποψηφίων και η συμμετοχή τους σε μια ιδιότυπη κληρωτίδα σχολών για ελεύθερη πρόσβαση στις σχολές που οι υπόλοιποι υποψήφιοι θα απαξιώσουν, ο μηχανισμός που θα εξασφαλίσει στη νεολαία μας το συγκριτικό πλεονέκτημα και τις δεξιότητες για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης; Πόσο χρόνο χρειάζεται άραγε μια κυβέρνηση για να υλοποιήσει παρεμβάσεις με ουσιαστικό περιεχόμενο; 4 χρόνια στη σημερινή εποχή ισοδυναμούν με 14,50 χρόνια πριν. Δεν μπορούμε με ρυθμούς χελώνας να προσπαθούμε να προλάβουμε εξελίξεις που τρέχουν με ταχύτητες που αυξάνονται εκθετικά.

Ή μήπως μπορεί κάποιος να θεωρήσει ριζοσπαστική καινοτομία την εις διπλούν εξέταση στα ίδια ακριβώς μαθήματα, τη μια φορά με θέματα που προκύπτουν με πιο ευάλωτο στη διαπλοκή τρόπο («ενδοσχολικές» εξετάσεις σε επίπεδο ομάδας σχολείων) και αμέσως μετά με τον πιο αδιάβλητο (κατά κοινή ομολογία) και δοκιμασμένο τρόπο των Πανελλαδικών εξετάσεων.  Και το πιο αστείο: για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο θα προσμετρώνται κατά 90% οι «αδιάβλητοι βαθμοί» των πανελλαδικών κατά 10% οι «λιγότερο αδιάβλητοι» (μιας και έχουν υπολογιστεί με συμμετοχή κατά 60% του ΜΟ των τετραμήνων και 40% της επίδοσης στις ομαδικο-ενδοσχολικές εξετάσεις).

Η απάντηση είναι προφανής και για τον πλέον άσχετο: σαφώς και όχι!

Ξεχάσαμε βεβαίως να αναφέρουμε τη μεγαλύτερη ίσως καινοτομία του νέου συστήματος: Το Λύκειο πια θα τελειώνει στη Β’ Λυκείου μιας και εκεί «ολοκληρώνονται οι εγκύκλιες σπουδές» κατά την άποψη του Υπουργείου, αφού· στόχος είναι «τελειώνοντας την τάξη αυτή να έχουν οι νέοι μας αποκτήσει τις γνώσεις, να έχουν εμπεδώσει τις αξίες και να έχουν αναπτύξει την κριτική σκέψη και τις πρακτικές δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν κατά πρώτον να γίνουν δημοκρατικοί πολίτες με ελεύθερο πνεύμα και κατά δεύτερον να γίνουν -όσοι το επιλέξουν- ολοκληρωμένοι επιστήμονες».

Ήταν άλλωστε πάντοτε αντίθετος ο Υπουργός στην φροντιστηριοποίηση της Γ’ Λυκείου. Τόνιζε σε κάθε ευκαιρία ότι οι μαθητές απαξιώνουν τα υπόλοιπα μαθήματα, εστιάζοντας τη μελέτη τους μόνο στα μαθήματα που δίνουν στις Πανελλαδικές και μέσω της κατατεθείσας πρότασης τονίζει και πάλι ότι η «κοινωνία ολόκληρη καλείται να αποφασίσει αν θέλουμε να είμαστε μια χώρα με σωστή παιδεία, όπου η Γ΄ Λυκείου θα παίζει τον εκπαιδευτικό της ρόλο, αν θα γίνουμε μια χώρα χωρίς Γ΄ Λυκείου ή, ακόμα χειρότερα, με μια Γ΄ Λυκείου που θα συνεχίσει να παριστάνει το άλλοθι, «ένα πουκάμισο αδειανό», μια τάξη κενή εκπαιδευτικού περιεχομένου». Και τι κάνει λοιπόν για να λύσει τον γόρδιο δεσμό; Μα φυσικά τον κόβει. Και δεν μιλάμε μεταφορικά, αλλά πραγματικά: κόβει όλα σχεδόν τα υπόλοιπα μαθήματα της Γ΄ Λυκείου πλην Θρησκευτικών και Φυσικής Αγωγής! Είναι όντως ριζοσπαστικό!

Τραγωδία ή κωμωδία, λοιπόν η πρόταση του Υπουργείου; Όπως και να το δει κανείς θα βρει στοιχεία και από τα δυο σπουδαία είδη του αρχαίου θεάτρου, δυστυχώς όμως δεν θα βρει την πολυαναμενόμενη «ελπίδα» για κάτι διαφορετικό και σύγχρονο, για μια σύγχρονη παιδεία που θα πάψει να θεωρεί τα μυαλά των μαθητών δοχεία προς γέμιση αλλά φωτιές για άναμμα, όπως μας δίδαξε ο μοναδικός Πλούταρχος.

Ως μάχιμοι εκπαιδευτικοί, που συνεπικουρούμε με πάθος το έργο της εκπαίδευσης της νεολαίας μας (με κίνητρα που όσο περίεργο και να φαίνεται σε κάποιους απέχουν πολύ από την κερδοσκοπία), εμείς οι φροντιστές μελαγχολούμε με την τεράστια έκπτωση στο γνωστικό επίπεδο των μαθητών με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά στην τάξη και προβληματιζόμαστε έντονα για την ικανότητα της νεολαίας μας να σταδιοδρομήσει με επάρκεια σε έναν διεθνή, ταχέως ευμετάβλητο και εξόχως ανταγωνιστικό εργασιακό στίβο. Περισσότερο δε, μας φοβίζει η συνεχώς εκπίπτουσα ικανότητα ανάπτυξης αναλυτικής, μεθοδικής και κριτικής σκέψης από μέρους των παιδιών. Προβλήματα που θεωρούσαμε κάποτε ως βασικά, αντιμετωπίζονται πια με δέος και φόβο και από τους καλούς μαθητές.

Δεν χρειάζονται σύνθετες σκέψεις, ούτε ψευδοαλλαγές στους αλγόριθμους υπολογισμού των μορίων στο σύστημα πρόσβασης. Η πραγματικότητα είναι ότι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που διατηρεί τη βασική δομή του εκπαιδευτικού συστήματος των αρχών του 20ου αιώνα, είναι φύσει αδύνατο να ενεργοποιήσει τους νέους μας, πόσο μάλλον να τους καταστήσει ικανούς να αποκτήσουν συγκριτικά πλεονεκτήματα  έναντι των συνομηλίκων τους από άλλες χώρες. Πολύ φοβούμαστε ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά σε αυτό που αποκαλείται «σημείο μη επιστροφής». Η συνέχεια είναι δυστυχώς προβλέψιμη. Άλλη μια υπόσχεση αλλαγής της «μη αποτελεσματικής αλλαγής» θα εξαγγελθεί από την αντιπολίτευση και θα ζήσουμε άλλη μια περίοδο προσμονής της επόμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Δυστυχώς όμως σαν μια περίεργη φάρσα ζούμε συνεχώς στην εποχή προσμονής της επόμενης μεταρρύθμισης χωρίς ποτέ να ζούμε την εποχή της πραγματικής μεταρρύθμισης.

Η ελπίς βεβαίως πεθαίνει τελευταία!

Ο Αργύρης Μυστακίδης είναι Φυσικός, Φροντιστής, Πρόεδρος του Συνδέσμου Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ν. Καβάλας