Καβάλλα, 1912: Η κατάληψη της πόλης από τους Βουλγάρους

Τα πραγματικά γεγονότα μέσα από τα απομνημονεύματα του Επισκόπου Μυρέων


||  Ιστορικά και άλλα σημειώματα  ||


 

Του Ζήση Α. Βαπορίδη

 


ΟΜυρέων κ. Αθανάσιος (κατά κόσμον Αθανάσιος Βαβαλίσης ή Λάσκαρις) γεννήθηκε στη Μάδυτο του Ελλησπόντου το 1869. Το 1896 χειροτονήθηκε Χωρεπίσκοπος Βλάγκας Κωνσταντινουπόλεως και από το 1900 έως το 1906 υπηρέτησε στον ιερό ναό της Βλάγκας.

Το 1906 χειροτονείται επίσκοπος και αναλαμβάνει την επισκοπή Μυρέων, μητροπόλεως Πισιδίας. Περί το 1911 εστάλη ως βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτη Ξάνθης και Καβάλλας, όπου παρέμεινε κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και διακρίθηκε για την αποτελεσματική εθνικοθρησκευτική του δράση.

Οδηγήθηκε όμηρος μαζί με τους προκρίτους της Καβάλας στο εσωτερικό της Βουλγαρίας.

Τις θυσίες αυτές και την σημαντική προσφορά του αναγνώρισε η Εκκλησία και η Πολιτεία και τον τοποθέτησε ως Μητροπολίτη στην χηρεύουσα επί διετία Ιερά Μητρ. Αργολίδος.

Η κλονισμένη όμως υγεία του τον ανάγκασε, να παραιτηθεί από την θέση του και να αποσυρθεί σε κάποια Ι. Μονή της Καρυστείας όπου και πέθανε το 1925 σε ηλικία 56 ετών.

Ο Επίσκοπος Μυρέων Αθανάσιος στα απομνημονεύματά του περιγράφει λεπτομερώς σε ειδικό κεφάλαιο και το ιστορικό της καταλήψεως της Καβάλας από τους τέσσερες Κομητατζίδες. Αλλά σε αντιδιαστολή προς την εκδοχή των Βουλγάρων ο Επίσκοπος δεν αναφέρει καν την συμμετοχή του Πέγιου Γιαβόροφ και φαντάζομαι πως ο Τσάκοφ στα απομνημονεύματά του κάλυψε την επιχείρηση με τον μανδύα της αίγλης του διακεκριμένου ποιητή για λόγους εντυπώσεων. Όπως και το ότι στην αναφερθείσα φωτογραφία ο ποιητής κατέχει την πρωτοκαθεδρία.

ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΥΡΕΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΙΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ-ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑΙ ΘΗΡΙΩΔΙΑΙ Β΄. ΠΑΡΑΜΟΝΑΙ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΛΑΣ

Εἶναι ἀδύνατον καὶ ὁ δεξιώτερος κάλαμος νὰ περιγράψη τῆς ἀγωνίας τὰς στιγμάς, τὰς ὁποίας διῆλθε ἡ Καβάλλα κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς πτώσεως της εἰς τὰς χείρας τῶν Βουλγάρων. [….]

Οἱ Ὀθωμανοί οἳτινες ἐπὶ τοῦτο πρὸς διατήρησιν τοῦ ἠθικοῦ των ἐξηπατῶντο διἀ ψευδῶν τηλεγραφημάτων περὶ θριαμβευτικῶν νικῶν τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ, ὃτε πλέον περιεσφίγγετο ἡ Ξάνθη καὶ ὁ βουλγαρικός στρατός καταλαμβάνων αὐτὴν ἀκωλύτως ἒμελλε νὰ προελάσση πρὸς τὸ Σαρί Σαπάν·ὃτε πλέον οἱ Βούλγαροι κατῆλθον ἒξω τῆς Δράμας σπείραντες εἰς αὐτήν καὶ τὰ πέριξ τὸν πανικὸν τότε μόνον ἀνοίξαντες τοὺς ὀφθαλμοὺς των εἶδον μετ’ ἀπελπισίας τὴν Αὐτοκρατορίαν των νὰ καταρρέῃ καὶ ἒντρομοι ἐπεζήτουν τὴν σωτηρίαν των.

Ὃλαι αἱ ἡμέραι, ἀλλά πρὸ πάντων ἡ τῆς 16ης Ὀκτωβρίου 1912 ἐκ τῶν παραμονῶν τῆς πτώσεως θὰ παραμείνῃ ἀνεξίτηλος εἰς τὴν ἱστορίαν της. Περὶ τὴν 10ην π.μ ὁλόκληρος ἡ πόλις γίνεται˙ ἀνάστατος˙ ὃλοι σπεύδουσι νὰ κρυβῶσι εἰς τὰς οἰκίας των.

«Σφαγή, σφαγή εἰς τὴν αγοράν»˙

Δύο άντιτορπιλλικά ἡ «Νίκη» καὶ ἡ «Δόξα», ὁλοταχῶς ἀπὸ τοῦ μέρους τοῦ λιμένους τῆς Θάσου ἢρχοντο πρὸς Καραμωτήν, ἐκεῖθεν δὲ ἒπειτα βραδέως κατευθύνοντο πρὸς Καβάλλαν, ὡσεί νὰ ἢθελονα καταλάβωσιν αὐτήν.

Οἱ Μωαμεθανοὶ τῆς παλαιᾶςπόλεως ἐκ τῶν πρώτων διακρίναντες αὐτά κατελήφθησαν ὑπὸ πανικοὺ, δι’ ὃν φεύγοντες πρὸς τὰς χριστιανικὰς συνοικίας μετέδωσαν αὐτόν. Ὁ κόσμος βλέπει τὰ δύο ἀντιτορπιλλικά μὲ σημαίαν μεσίστιον, δήλα δὴ ἐμπόλεμον, καὶ ἀμέσως ἒξαλλος ἀπὸ χαράς χαιρετίζει αὐτά νομίζων ὃτι ἐπέστη ἡ ἀπελευθέρωσις.[…]

Οἱ πρόξενοι τῆς Αὐστρουγγαρίας Adolph Von Zsolnay, τῆς Ρωσσίας κ. Γαλλίας Κ. Βουλγαρίδης καὶ τῆς Αγγλίας Βαρτάμ Βέης καὶ οἱ θρησκευτικοὶ ἀρχηγοὶ συνενοηθέντες μετὰ τοῦ διοικητοῡ μεταβαίνουν εἰς τὴν παραλίαν ἳνα ἀναγγείλωσιν ὃτι ἡ πόλις θὰ παραδοθῇ. [….] Ἀλλὰ δυστυχῶς τὰ πλοῖα τὰ ὁποία μεγαλοπρεπῶς παρέπλευσαν κατὰ μῆκος τὴν παραλίαν τοῦ λιμένος διὰ μιὰς ἐπ’ ἀριστερᾷ στροφῆς ἀνήχθηκαν εἰς τὸ πέλαγος κατευθυνόμενα πρὸς τὴν Θάσον.

Τὴν 18/10/1912. Ἡ Θάσος κατελήφθη ὑπὸ Μοίρας τοῦ στόλου ἀποτελουμένης ἐκ τῶν θωρηκτῶν «Σπετσῶν»και «Ὓδρα» καὶ τοῦ ἀντιτορπιλικοῦ «Λόγχης» ὑπὸ τὸν Μοίραρχον Π. Γκίνη. διὰ δέ τοῦ ὑπὸ τὸν Κονταρᾶτον στρατιωτικοῦ σώματος ἐπιβαίνοντος τοῦ ἐμπορικοῦ ἀτμόπλοίου «Πέλοπος».

Οἱ Βούλγαροι ἀνενόχλητοι προχωροῦντες περιέσφιγξαν πλέον καὶ τὴν Δράμαν. Ἀλλὰ καὶ ἀπό τῶν ἂλλων βουλγαροπλήκτων μερῶν ἢρχησαν ἂθρόοι νὰ καταφθάνουσι πρόσφυγες, οἱ ὁποῖοι ἀφέντες τὰ πάντα ἡμιθανεῖς σχεδὸν ἐκ ταλαιπωριῶν τοῦ δρόμου ἐκ τοῦ τρόμου καὶ τῆς ἀγωνίας ἐπεζήτουν νὰ διασώσωσι μόνο τὴν ζωὴν των.

Νήστεις, γυμνοὶ καὶ τετραχηλισμένοι κατῆλθον εἰς τὴν Καβάλλαν[….] ηὐχαριστοῦντο μένοντες ἒστω καὶ ἀνά τὰς ὁδοὺς, ἐν μέσω χιόνων ἢ βροχὼν, ἀδιαλείπτως δὲ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν, ὃστις διάσωσεν αὐτοὺς ἐκ τῆς σφαγῆς

Τὴν 23/10/1012. Πίπτει ἡ Δράμα εἰς χείρας τῶν Βουλγάρων, τὸ προπύργιον τρόπον τινὰ τοῦτο ἐκ τῆς θέσεως αὐτῆς τῶν νώτων τῆς Καβάλλας.

Ἒκτοτε δὲ ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι εἲχομεν μίαν μικρὰν ἐλπίδα μεταστροφῆς τῆς τύχης, ἀπογοητευόμεθα προσκλαίοντες ἡμέραν καὶ νύκταν ἐπί τῇ ἀναποφεύκτῳ πλέον πτώσει καὶ τῆς Καβάλλας, τῆς ἱστορικῆς ταύτης ἐπάλξεως τοῦ ἐν ΜακεδονίᾳἙλληνισμοῦ

Ταχυδρομικό Δελτάριο.

Γ΄ ΠΤΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΛΑΣ

Ἐρρίπτετο ἡ 26η Ὀκτωβρίου εἰς τὸ ἀχανὲς τοῦ παρελθόντος διάστημα καὶ ὑπέφωσκεν ἡ 27η καθ’ ὑπερβολῆς μελαγχολικὴ.

Μόλις ἐξηφανίσθη τῆς αὐγῆς ὁ πέπλος καὶ ὁ ἣλιος ἢρχισε νὰ διαχέῃ συνεσκιασμένον τὸ φῶς οἱονεὶ ἀποτροπιαζόμενος τὴν ἡμέραν ταύτην ὡς ἀποφράδα καὶ ίδοῦ ἐμφανίζεται εἰς τὴ Ἱεράν Μητρόπολιν βούλγαρος τις ὁπλαρχηγός, Μιχαήλ Τσάκωφ τὸ ὂνομα, ὁ ὁποῖος ἒχων παρ’ ἑαυτῷ καὶ δύο ἂλλους ἀντάρτας εἰς γλῶσσαν τουρκικὴν μοὶ εἶπεν αὐτολεξεὶ σχεδὸν τὰ ἑξῆς: «Δέσποτα εἶμαι Κομιτατζῆς, καθὼς καὶ οἱ δύο σύντροφοί μου˙ ἒξω τῆς Καβάλλας εἰς ἀπόστασιν δύο περίπου ὡρῶν ὑπάρχουν καὶ ἂλλοι πεντακόσιοι ἐπίσης Κομιτατζήδες.

Σᾶς παρακαλῶ λοιπὸν νὰ ἐρωτήσητε τὸν Δοιηκητὴν ἂν θὰ παραδώσει τὴν πόλιν θεληματικῶς ἢ μὴ.

Ἡμεῖς δὲν θέλομεν νὰ γίνῃ κακὸν ἂν ὃμως ἀρνηθῇ, τότε θὰ τὴν καταλάβωμεν βίᾳ ὁπότε πλύνομεν τὰς χείρας μας δι’ ὃσα ἀφεύκτως θὰ συμβῶσιν ἐν αὐτῇ».

Ἣκουσα ὃλα ταῦτα χωρίς εἰς ἀπάντησιν νὰ εἲπω τὸ παραμικρὸν, ἂν καὶ ἦτο ἣδη γνωστή ἡ ἐπὶ τούτου γνώμη τοῦ Διοικητοῦ.

Ἀμέσως ἐγερθεὶς ἀφίνω τοὺς ἐν λόγῳ ἀντάρτας νὰ συνομιλῶσι μετὰ τῶν προσελθόντων ἐκεῖ προκρίτων δηλώσας τόσον μόνον ὃτι συνενοούμενος ἁρμοδίως θὰ δώσω μετά τινας στιγμάς τὴν ἀπάντησιν.

Ἐνῷ δὲ ἐγώ μόλις ἐξελθόν ἐξεκίνησα διὰ τοὺς Προξένους, καταφθάνουσι ἐκεῖνοι ἐσπευσμένως εἰς τὴν Ἱερ. Μητρόπολιν, ἒνθα εὓρον τοὺς ἀντάρτας, οἱ ὁποῖοι. ὡς ἐπληροφορήθησαν ἐκ τῆς συστάσεώς μου ὁτι εἶναι τοιοῦτοι, ἀμέσως ἐπανέλαβον εἰς αὐτοὺς ὃσα εἶπον καὶ εἰς ἐμἐ..

Αὐτοστιγμεὶ δὲ οἱ Πρόξενοι καὶ ἐγώ μεταβαίνομεν εἰς τὸν Διοικητὴν, πρὸς ὃν ἀναγγέλλομεν τὴν ἒλευσιν τῶν ἀνταρτῶν ὡς καὶ τοὺς λόγους αὐτῶν ζητοῦτες ἒτι ἃπαξ νὰ μάθωμεν ἐπισήμως πλέον τὴν τελευταίαν καὶ ὁριστικὴν ἀπόφασιν αὐτοῦ.

Ὁ Διοικητὴς ὁ ὁποῖος καθ’ ὑπερβολὴν ἒξυπνος ἀνταπεκρίθη ἐξ ἀρχής μὲ παραδειγματικὴν φρόνησιν πρὸς τὴν χαλαιπότητα τῶν περιστάσεων, καλεῖ καὶ τοὺς ἂλλους θρησκευτικοὺς ἀρχηγοὺς ὡς καὶ τούς ἐν Καβάλλᾳ προκρίτους ὃλων τῶν ἐθνοτήτων πρὸς οὓς κοινοποιήσας τοὺς λόγους τῶν ἐν τῇ Ἱερᾷ.Μητρόπολει παραμενόντων ἀνταρτῶν ἐζήτησε τὴν γνώμην τῶν παρόντων ἐκεῖ προσθέσας ὃτι ἡ πόλις οὐδὲ τὴν παραμικράν δύναμιν ἒχει πρὸς ἀντίστασιν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ.

Ὃλοι τότε μὲ ἓν στόμα ἐδήλωσαν ὃτι ἡ πόλις παραδίδεται εἰς τοὺς ἀντάρτας διατυπώσαντες τοῦτο καὶ δι’ ἐγγράφου τῆς ὑπογραφής των˙·μὲ δάκρυα δὲ θερμά οἱ Μουσουλμάνοι παρεκάλουν ἐμὲ καὶ τοὺς Προξένους ὃπως καθ’ ὃν οἲδαμεν τρόπον, πείσομεν τοὺς κατακτητάς σεβασθῶσιν τὴν περιουσίαν, τὴν τιμήν καὶ τὴν ζωὴν τοῦ παραδιδομένου λαοῦ.

Ἐπανελθόντες εἰς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν γνωστοποιοῦμεν τὴν περὶ παραδόσεως ἀπόφασιν τοὺ Διοικητοῦ καὶ τῶν πολιτῶν εἰς τὸν ἀναμένοντα ὁπλαρχηγὸν ὁ ὁποῖος κατάπληκτος ἀκούσας αὐτὴν ἐκδηλοῖ μεγάλην χαρὰν ἐπὶ τῇ προλήψει τάχα τῆς αἰματοχυσίας καὶ μεθ’ ὃρκου ὑπόσχεται ὃτι θὰ ἐπιδειχθῶσι οὐχί ὡς ἐχθροί, ἀλλ’ ὡς φίλοι πρὸς τοὺς Μωαμεθανοὺς.

Οἱ άντάρται τότε, ἀφ’ οὓ διεμήνυσαν δι’ ἀπεσταλμένου ὃλα ταῦτα πρὸς τοὺς λοιποὐς, κατευθύνονται ὑπὸ τὰς ἐπευφημίας τοῦ λαοῦ εἰς τὸ Διοικητήριον, διαβεβαιοῦντες καὶ πάλιν ὃτι οὐδὲ τρίχα Μωαμεθανοῦ τινος θὰ παραβλάψωσι.

Μετά τινάς ὧρας ἒρχονται καὶ ἂλλοι οὐχὶ πεντακόσιοι ὡς εἶπεν ὁ πρῶτος ἐλθὼν Τσάκωφ πρὸς ἐκφοβισμὸν ἀλλά μόλις τριάκοντα, μετ’ αὐτῶν δέ καὶ ὁ πρῶτος τῶν ὁπλαρχηγών ΧρῆστοςΤσερνοπέεφ, ματαβάντες κατ’ εὐθεῖαν είς τὸ Διοικητήριον.

Ἐκεῖ ἒνθα ἐγὼ παρέμενον κατ’ ἀνάγκην παρακολουθὼν τἀ γινόμενα, προσέρχονται καὶ πάλιν οἱ Πρόξενοι προσκληθέντες ὑπὸ τοῦ Διοικητοῦ ὃστις συνωδὰ τῇ προτέρα ἀποφάσει παρέδωκε τὴν πόλιν ἀναχωρήσας μὲ ὃλους τοὺς ὑπαλλήλους ἀπὸ τὸ Διοικητήριον.

Ὁποία ὃμως διακωμώδησις μιὰς τόσον σοβαρωτάτης ὑποσχέσεως, τὴν ὁποίαν οἱ ἀντάρται διὰ τοῦ ὑπ’ αὐτών ἀπεσταλμένου προσκόπου, ἒπειτα δὲ καὶ αὐτοί ἒδωκαν πανηγυρικώς εἰς ἐμὲ καὶ τοῖς Προξένοις!

Μιχαήλ Τσάκωφ

Ο Μ. Τσάκωφ ορίστηκε Έπαρχος από τον στρατιωτικό Διοικητή Ζλέπτσεφ: «Ὁ πρωτελθὼν ἀντάρτης Μιχαὴλ Τσάκωφ, εἰς ὃν παρεδώθη ἡ Καβάλλα. Ἦτο σχεδὸν ὁ μόνος ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο ἀποδοκιμάζων τὰ ἐν Καβάλλᾳ τερατουργήματα. Διὰ τοῦτο ἐδειξε καὶ διαγωγὴν διάφορον τῶν ἂλλων κατά τὸ διάστημα τῆς ἐν αὐτῇ διαμονῆς του».

Τον Δεκέμβριο αντικαταστάθηκε από τον Στογιάν Ποπλουκώφ. Διοικητής ανέλαβε ο Αθ. Δούκωφ. Δήμαρχος ο Ζέπτσεφ που αντικαταστάθηκε από τον λοχαγό Ιορδανώφ, Λιμενάρχης ο Δημήτριεφ. Έξη μέρες μετά την είσοδόν των οι Κομιτατζήδες κατέλαβαν και λεηλάτησα καταστήματα τούρκων, κατοικίες και τζαμιά. Το κεντρικό δε τζαμί του Ιμπραήμ πασά το μετέβαλαν σε Ναό και στην είσοδο έβαλαν την επιγραφή « Εκκλησία Βουλγαρική ο Βόρις».

Χρ. Τσερνόπεεφ

христо чернопеев Χρ. Τσερνόπεεφ. Ακριβώς μετά από τρία χρόνια: σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στις 6 Νοεμβρίου 1915 στην μάχη με τους Συμμάχους κοντά στο Pepelishte (Shtipsko).

Μεταξύ των ομήρων των συνοδευόντων τον Επίσκοπο Μυρέων ήσαν και οι, Πάρις Καντιώτης διευθυντὴς Τραπέζης Ἀθηνῶν, όπως και ο Αλέξανδρος Νάτσιος ὑπάλληλος Τραπέζης Αθηνῶν. Για την τύχη του οποίου η θεία του Ελίζα Α. Νατσίου με επιστολή της ζήτησε την συνδρομή του πρωθυπουργού:

Επιστολή της κ. Ελίζας Α. Νατσίου, κατοίκου Καβάλας, σταλμένη στον Ελ. Βενιζέλον

Καβάλλα τῇ 8η Ἰουλίου 1913.

Ἐξοχώτατε καί Ἀξιοσέβαστε  Κύριε Πρόεδρε,
Λαμβάνω τήν τόλμην ὃπως προστρέξω πρός ὑμᾶς καί φέρω εἰς γνῶσιν ὃτι τήν δεκάτην ἓκτην λήγοντος μηνός, ὁ Βούλγαρος διοικητής τῆς πόλεώς μας Σαλκαντζίεφ, ὡς μόνον ὃρο ἒχων τήν ἐξόντωσιν παντός Ἓλληνος συνέλαβε κ΄ ἀπήγαγε τόν ἀνεψιόν μου Ἀλέξανδρον Νάσιον, ὑπάλληλον τοῦ ὑποκαταστήματος τῆς Τραπέζης Ἀθηνῶν ἐν Καβάλλᾳ, γνωρίζων δέ ὃτι ὑπηρέτησεν ἐπί δωδεκαετίαν ὡς διερμηνεύς διευθύνων Β[ασιλικά]. Ἑλληνικά Προξενεία ἐν Μακεδονίᾳ, καί μέχρι τοῦδε δέν ἒπαυσε ὑπηρετῶν τό ἒθνος του, τόν ὁδήγησε μετά τοῦ Μητροπολίτου κ΄ ἑτέρων τριάκοντα, προκρίτων Καβάλλας, φρουρούμενοι δέ, ὑπό Βουλγάρων στρατιωτῶν ὁδηγήθησαν πεζοποροῦντες δι’ ἂγνωστον διαμονήν, ἢδη ἀγνοεῖτε ἡ τύχη των.

Ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ μου εὑρισκομένη προστρέχω πρὸς ὑμᾶς τόν Σωτῆρα τοῦ ἒθνους μας κ΄ προστάτην κ΄ Λυτρωτήν παντός Ἓλληνος.

Παρακαλῶ ὃθεν θερμῶς τήν Ὑμετέραν Ἐξοχότητα, ὃπως εἰσακούσῃ τήν ταπεινήν μου παράκλησιν καἰ λυτρώσει, ἀπό τάς χείρας τῶν τυράννων ἀθώους αἰχμαλώτους.

Διατελῶ μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ τῆς Ὑμετέρας Ἐξοχότητος.
Ἐλίζα Α. Νατσίου

[Τεκμήριο από το αρχείο του Ιδρύματος Βενιζέλου]