Ο (σύν)νομος βίος

Η νομολογία των δικαστηρίων μας διαφαίνεται να επιζητά πλέον την ύπαρξη «συνήθους» ανθρώπινης ζωής, χωρίς ωστόσο να θεωρεί αρκετό το λευκό ποινικό μητρώο...


 

Του Σταύρου Α. Καϊτατζή

 


Ως βίος του ανθρώπου νοείται το σύνολο της ζωής του, που άρχεται απο τη γέννησή του και φθάνει στο σήμερα. Εμπεριέχει δε, κάθε δράση του στον προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό, πολιτικό και επαγγελματικό στίβο. Έτσι, η διαδρομή ζωής κάθε ανθρώπου δεν μπορεί να είναι αδιάφορη για το Δίκαιο, ιδιαίτερα δε, για το Ποινικό.

Η έννομη τάξη λοιπόν, επιφυλάσσει ηπιότερη ποινική μεταχείριση σε εκείνον τον κατηγορούμενο, που, κατά τη διάρκεια του βίου του και μέχρι την τέλεση εγκλήματος, επέδειξε σεβασμό στα έννομα αγαθά και συμμόρφωση στους κανόνες δικαίου. Το παρόν άρθρο πραγματεύεται την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α΄ του νέου Ποινικού Κώδικα, όπως ο τίτλος του προδίδει.

Ο σύννομος βίος συνιστά τη νομοθετική μετεξέλιξη του διάσημου «πρότερου έντιμου βίου», ο οποίος εξειδικευόταν στην απαίτηση ο κατηγορούμενος να διήγε μέχρι την τέλεση της πράξης του έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Η απαίτηση αυτή επικρίθηκε, καθώς, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4619/2019, «στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικαστεί για ελαφρό πληµµέληµα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγµα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β΄) «απαραβίαστη» προηγούµενη ατοµική και οικογενειακή του ζωή».

Η παλαία-καταργηθείσα διάταξη ορθώς είχε επικριθεί από τη θεωρία της νομικής επιστήμης για τη δυνατότητα να προκαλέσει ανισότητες. Μάλιστα, οι ανισότητες αυτές, έβρισκαν και νομολογιακά ερείσματα, καθώς τα δικαστήρια απαιτούσαν να αποδείξει ο κατηγορούμενος επωφελή και κοινωνική δράση στην προηγούμενη ζωή του, πράγμα που οδηγούσε σε έναν αγώνα, με ταξικά χαρακτηριστικά, απόκτησης «πιστοποιητικών εντιμότητας, αγαθοεργίας, αιμοδοσίας κ.ά.».

Κατά τη σύντομη διάρκεια ζωής της νέας διάταξης, η νομολογία των δικαστηρίων μας διαφαίνεται να επιζητά πλέον την ύπαρξη «συνήθους» ανθρώπινης ζωής, χωρίς ωστόσο να θεωρεί αρκετό το λευκό ποινικό μητρώο. Είναι πρόδηλο ότι απομακρύνεται από την προηγούμενη απαίτησή της για επωφελή και κοινωνική δράση του κατηγορούμενου, ενώ ρητά πλέον αναφέρεται ότι η απόκλιση από ηθικά πρότυπα δεν δύναται να ληφθεί υπόψη για την απόρριψη του ελαφρυντικού. Συνεπώς, το κριτήριο της νόμιμης ζωής που πλέον απαιτείται, εξειδικεύεται ως σεβασμός απέναντι στα έννομα αγαθά και συμμόρφωση στους κανόνες δικαίου.

Το «όφελος» του κατηγορουμένου από τη χορήγηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου (καθώς και των άλλων περιστάσεων ή λόγων μειώσεων της ποινής) είναι εξαιρετικά μεγάλο, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι αποτελεί τον λόγο να «σπάσουν τα ισόβια» στα βαριά κακουργήματα μείζονος απαξίας, ενώ στα μεσαίας βαρύτητας απομακρύνεται ο κίνδυνος πραγματικής έκτισης της ποινής, δηλαδή στέρησης της ελευθερίας.

Ως κατακλείδα,  παραπέμπω στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, κατά την οποία «…είναι νοµικώς κρίσιµο στο κράτος δικαίου, …ο ελεύθερος και υπεύθυνος πολίτης…, να συµµορφώνεται στον Νόµο. Η εκπλήρωση απροσδιόριστων «ηθικών καθηκόντων» έχει φυσικοδικαιικό χαρακτήρα, ασυµβίβαστο µε τη θετικότητα του ποινικού δικαίου».


Ο Σταύρος Α. Καϊτατζής είναι δικηγόρος Καβάλας, κάτοχος ΜΔ Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών ΑΠΘ