Το Ιμαρέτ [Μέρος Β’]

Η Καβάλα τον 19ο αιώνα και έργα φροντίδας από τον Βαλή της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή


||  Ιστορικά και άλλα σημειώματα  ||


 

Του Ζήση Α. Βαπορίδη

 


Το εντυπωσιακό σύνολο με τις αλλεπάλληλες φάσεις βρίσκεται στη σκιά του Κάστρου στο κατώτερο τμήμα της οχύρωσης στη παλιά πόλη της Καβάλας, προσφορά του Mehmed Ali Paşa ανεγέρθηκε μεταξύ περίπου 1808-1821.

Όταν ο Mehmed Ali ξεκίνησε την κατασκευή του ιδρύματος του στην Καβάλα ήταν ήδη Οθωμανός Γενικός Διοικητής της Αιγύπτου για λιγότερο από πέντε χρόνια. Στην πορεία του χρόνου ολόκληρο το συγκρότημα külliye, έγινε γνωστό στην περιοχή ως το Ιμαρέτ (imâret). Ενώ η κατασκευή της κουζίνας του μαγειρείου είχε ολοκληρωθεί έως το 1821, η λειτουργία της δεν ξεκίνησε παρά το 1842. Αυτό που κάνει αυτό το külliye μοναδικό δεν είναι μόνο το γεγονός πως οικοδομήθηκε αργότερα από τα περισσότερα αντίστοιχα ιδρύματα της οθωμανικής περιόδου, αλλά και το γεγονός πως αποκλειστικός σκοπός του ήταν να λειτουργήσει ως εκπαιδευτικό κέντρο.

Η ύπαρξη δύο medrese, μιας θεολογικής σχολής (medrese) και μιας σχολής μηχανικών (mühendishâne), μαζί με ένα sıbyân mekteb (πρωτοβάθμιο δημοτικό σχολείο για τη διδασκαλία του Quran Κορανίου), και ένα δεύτερο mekteb (δευτεροβάθμιο σχολείο), κάτω από την ίδια, κατά βάση, στέγη δεν έχει προηγούμενο στην οθωμανική πρακτική, αλλά αν συνυπολογιστεί πως και οι άλλες κατασκευές, η αίθουσα διδασκαλίας, η βιβλιοθήκη, η  κουζίνα, το λουτρό κλπ., κτίστηκαν όλες για ένα σκοπό, για να υπηρετούν τις ανάγκες των σπουδαστών και των διδασκόντων, καθίσταται προφανές πως ο στόχος του Mehmed Ali ήταν να αντιμετωπίσει τις εκπαιδευτικές ανάγκες του παλαιών μουσουλμάνων συμπατριωτών, ανάγκες που στην περίπτωση του δεν καλύπτονταν όταν ο ίδιος μεγάλωνε στην Καβάλα. Το συνηθέστερο πρότυπο που ακολουθούσαν οι δωρητές των οθωμανικών külliye ήταν να οικοδομούν το συγκρότημα γύρω από ένα μεγάλο τζαμί. Αυτά συνήθως περιελάμβαναν ένα medrese (θεολογική σχολή) ένα mekteb (σχολείο), και ορισμένες φορές ένα imâret (δημόσια κουζίνα για σούπα κοινωφελές μαγειρείο), αλλά συνήθως περιελάμβαναν και ορισμένα κτίσματα που δημιουργούσαν προσόδους, όπως ένα bezzâzistân (σκεπαστή αγορά), ένα hammâm (δημόσιο λουτρό), ένα kervansaray (πανδοχείο με μεγάλη αυλή για τους εμπόρους και ταξιδιώτες), με άλλα λόγια οικοδομήματα τα έσοδα των οποίων ήταν αφιερωμένα για τις ανάγκες του ευαγούς ιδρύματος.

Το ενδιαφέρον του για τις ανάγκες του αποδεκτών της γενναιοδωρίας του δεν περιορίστηκε μόνο στο ίδιο το συγκρότημα των εκπαιδευτικών κτισμάτων για των οποίων την κατασκευή και τη χρηματοδότηση φρόντισε.

Για την ομαλή λειτουργία του külliye, και ιδιαίτερα του imâret, του hammâm και των κρηνών του καθαρμού, υπήρχε ανάγκη για σταθερή παροχή νερού, που πάντοτε υπήρχε έλλειψη του στην Καβάλα.

Στις αρχές του 16ου αιώνα το πρόβλημα είχε αντιμετωπίσει ο Makbul İbrahim Paşa, ο Μεγάλος Βεζίρης του σουλτάνου Süleyman του Νομοθέτη. Στις αρχές της δεκαετίας  του 1530 προχώρησε στην οικοδόμηση ενός επιβλητικού υδραγωγείου (su yolu/su kemeri) (δρόμου του νερού/υδραγωγείου), που ακόμη επιβάλλεται με την παρουσία του στην πόλη.

Η απόφαση του σχετιζόταν με τις ανάγκες του δικού του ευαγούς ιδρύματος, το οποίο και περιελάμβανε περίπου αντίστοιχα μέρη με εκείνο που ο Mehmed Ali θα κατασκεύαζε τρεις αιώνες αργότερα. [W. Lowry & I. E. Erünsal, σ.15-16 (μτφρ. M. Λυχούνα).]

Η φωτογραφία, εκ των παλαιοτέρων της πόλης, προέρχεται από τη Συλλογή του Χεδίβη Αμπά Χιλμή ΙΙ [Αρχείο Κογκρέσου ΗΠΑ]
Παρά τη μακρά απουσία του από την πατρίδα, τα μνημεία που οικοδόμησε στην Καβάλα και η φροντίδα του για τη συντήρηση και την αποκατάσταση των υποδομών της, φανερώνουν και αποδεικνύουν το γεγονός πως ποτέ η πόλη δεν είχε φύγει από το μυαλό του. Πουθενά δε φαίνεται το ενδιαφέρον του για τη γενέθλια πόλη περισσότερο από το μεγαλοπρεπές külliye, το συγκρότημα εκπαιδευτικών και κοινωφελών κτιρίων, που οικοδόμησε τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αι.

Εκ των καταστατικών και του καταπιστεύματος ευαγούς ιδρύματος του συγκροτήματος (külliye), δηλαδή των αφιερωτήριων εγγράφων (vakfiye), αλλά και οι αφιερωματικές μαρμάρινες επιγραφές (kitabe), οι οποίες τοποθετήθηκαν στην πρόσοψη του συγκροτήματος μεταξύ 1813 (όταν μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της κατασκευής συντάχθηκε το πρώτο καταστατικό) και του 1821 (όταν τοποθετήθηκε η επιγραφή που σηματοδοτεί τη τελευταία φάση της κατασκευής), δηλαδή σε μιαν εποχή που ήταν ήδη ο πραγματικός  ηγέτης της Αιγύπτου για σχεδόν μια δεκαετία… [W. Lowry & I. E. Erünsal, σ. 216 (μτφρ. Μ. Λυχούνα.).]

ΙΜΑΡΕΤ ΤΕΡΑΣΤΙΟΝ ΕΝ ΚΑΒΑΛΛΑ

[Ανταπόκριση από την εφημερίδα Εἰκονογραφημένη της Κωνσταντινούπολης, 1860]

Όπρῶτος Χεδίβης τῆς Αἰγύπτου Μωχαμέτ Ἀλῆ, πάππος τοῦ σημερινοῡ, κατήγετο ἐκ Καβάλλας. Ἧτο λεμβοῦχος, εἲτα ἀπλοῦς στρατιώτης, ἀκολούθως ἐγένετο ἀξιωματικός καὶ τέλος ἀντιβασιλεύς τῆς Αἰγύπτου.

Ἐπισκεφθείς τὴν γενέτειραν γῆν ἒκτισε τὸ περίφημον Ίμαρέτ, τό ὁποῖον περιγράφει ὡς ἐξής ὁ τὴν Καβάλλαν ἐπισκεφθείς Διευθυντής τῆς “Εἰκονογραφημένης”.

Φαντασθῆται τεράστιον οἰκοδόμημα ἐπὶ τοῦ φρουρίου, ρυθμοῦ ἀραβικού, μὲ στοάς καὶ θόλους. Μία μεγάλη κουζίνα καὶ στρατιά μαγείρων ἀπὸ τό πρωΐ ἒως τὸ βράδυ ἐτοιμάζουν πιλάφ τσορμπᾶ. Γύρω γύρω εἰς τὴν κουζίνα τεράστια καζάνια ἐπάνω εἰς φουρνέλλα πελώρια καὶ οἱ μάγειροι μὲ γιγάντιες κουτάλες ἀνακατεύουν τό ρύζι.

Ὃποιος πάει ἐκεῖ εἰς οἰανδήποτε ὧραν θὰ πάρη τήν μερίδα τοῦ γευστικότατου πιλαφιοῦ καὶ μίαν λαγάνα, χωρὶς νὰ πληρώσει τίποτε, διὰ νὰ φάγη καὶ νὰ εἰπῆ τὸ Θεὸς σχωρέστον.

Καὶ εἶναι γεμάτη ἡ αὐλή ἀπὸ ἀπὸρους καὶ ἀέργους καὶ κληρικούς, σιτιζομένους, ἀδιακρίτως φυλής, φύλου θρησκεύματος.

Ἀκόμη καὶ πολλοὶ ἐκ Καβάλλας στέλλουν ἐνίοτε και πέρνουν πιλάφι ἐκεῖθεν, διότι παρασκευάζεται καθ ὃλους τοὺς τύπους τῆς τουρ­κικῆς κουζίνας. «Σήμερον τὸ Ίμαρέτ συντηρεῖται ἀπὸ τοὺς τόκους μεγάλου κληροδοτήματος, ὃπερ ὁ Μωχαμέτ Άλή κατέλιπε. Πρὸς τοῦτο στέλλονται ἐξ Αἰγύπτου καθ ἑβδομάδα διά τὴν λειτουργίαν του ὀγδοήκογτα τσουβάλια ὀρύζης Καλκούτ τῶν Ἰνδιῶν, ἡ καλλίτερη μάρκα, καὶ κατὰ μῆνα χρηματόδεμα χιλίων ἀγγλικών λιρών.

Τὴν Πέμπτην καὶ Κυριακὴν δίδεται ἐκλεκτότερον ἀκόμη πιλάφι, μὲ κρέας, ρεβίθια καὶ φασόλια παρασκευαζόμενον.

Καὶ εἶνε ὡραῖον τό θέαμα χιλιάδων ανθρώπων ἀπὸ τὰ χωρία, ἐκστρα­τευόντων διὰ τὸν τσορμπᾶ, ὃπως λέγουν τὸ σιτηρέσιον».

Την εποχή που ο Μουχαμάντ Αλί αποφασίζει να ιδρύσει το μεγάλο Külliye, η Καβάλα ήταν μια μικρή πόλη με πληθυσμό 3-4.000 κατοίκων, που οι πιο πολλοί ήταν Τούρκοι. Είναι ωστόσο σημαντικό λιμάνι που λειτουργούσε ήδη από τον 18ο αιώνα ως κύριος αποθηκευτικός σταθμός εμπορευμάτων και βρισκόταν κοντά στο στενό και εύκολα ελεγχόμενο πέρασμα του δρόμου προς την Ανατολή.

Όπως αναφέρεται, διάλεξε την Καβάλα, γιατί ήταν ο τόπος όπου γεννήθηκε.

Όσο για τη Θάσο, το έφορο σχετικά νησί με τα πλούσια δάση από όπου μπορούσε επιπλέον να προμηθευτεί άφθονη ξυλεία για τη συντήρηση των πλοίων του, όπως έκαμναν οι κατά καιρούς καταπατητές του νησιού….

Τα μέλη της ανώτερης τάξης συνήθιζαν, λέγεται, να δημιουργούν αγαθοεργά ιδρύματα για την υποστήριξη των φτωχών σύμφωνα με τις εντολές του Κορανίου.

Οι δραστηριότητες αυτές γίνονται κυρίως για την αποτελεσματική προστασία των συμφερόντων τους. Τα ιδρύματα αυτά φρόντιζαν να τα προικίζουν με δημόσια κτήματα, προσόδους γης ή με μέρος της ατομικής τους περιουσίας, τόσο για να εξασφαλίσουν την κυριότητά τους όσο και για να καλύψουν τα έξοδα λειτουργίας. [Αιμιλία Στεφανίδου Φωτιάδου, Ιμαρέτ. Περιοδικό Υπόστεγο, Νοέμβριος 1988, σ. 21.]

Αιμ Στεφανίδου,«Ιμαρέτ», Μακεδονικά, τόμ. 25ος, 1985-6, πίν.2

Τα γραφεία από τα δυτικά [1980]

Το  Külliye (συγκρότημα δημοσίων κοινωφελών κτισμάτων), Ιερατική Σχολή και Πτωχοκομείο εκτείνεται κατά μήκος της σημερινής οδού Πουλίδου και καταλαμβάνει έκταση 4.200 τ.μ.

Συγκροτείται από τέσσερεις επί μέρους ενότητες που παρατάσσονται σε σειρά και κάθε ενότητα οργανώνεται γύρω από τέσσερες αιθριαυλές και αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα. Αποτελείται από δύο μεντρεσέδες και δύο μεστζίτ (κλειστή  θολωτή τάξη), ένα ιμαρέτ, ένα μεκτέμπ ( σχολείο δημοτικό) και τα γραφεία της διευθύνσεως.

Τα οθωμανικά κτίσματα αυτής της κατηγορίας συγκροτούνται από την παραθετική επανάληψη, σε απλούς σχηματισμούς, μιας θολωτής μονάδας που έχει τυποποιημένα χαρακτηριστικά, μορφή και διαστάσεις.

Πολλές φορές ακόμα και οι μεγαλύτεροι χώροι είναι πολλαπλάσιο της βασικής κτιριακής μονάδος.

Τα οθωμανικά κτίσματα αυτής της κατηγορίας συγκροτούνται από την παραθετική επανάληψη, σε απλούς σχηματισμούς, μιας θολωτής μονάδας που έχει τυποποιημένα χαρακτηριστικά, μορφή και διαστάσεις.

Πολλές φορές ακόμα και οι μεγαλύτεροι χώροι είναι πολλαπλάσιο της βασικής κτιριακής μονάδος.

Οι μικροί θόλοι (από πλίνθους και κονίαμα) των μονάδων της κάθε επί μέρους ενότητας παρουσιάζουν διαφορές από τους θόλους των άλλων. Διαφοροποιούνται επίσης και οι θόλοι των χαρακτηριστικών χώρων. Εξωτερικά όλοι επενδύονται με φύλλα μολύβδου, τα οποία αλληλοκαλύπτονται για καλύτερη στεγανοποίηση της επιφανείας σχηματίζοντας στις ενώσεις ακτινωτές νευρώσεις, στοιχεία γνώριμα στην οθωμανική αρχιτεκτονική. Το  Ιμαρέτ κομψοτέχνημα μουσουλμανικής αρχιτεκτονικής (επηρεασμένος ωστόσο από τη μακεδονίτικη) εντυπωσιάζει με την ποιότητα των χώρων του.

Η (παρά τον όγκο) αρμονία της σύνθεσης του κτηρίου, οφείλεται στη συνεχή εναλλαγή κλειστών και ανοιχτών χώρων και στην επεξεργασία της κατασκευής του μέχρι τις λεπτομέρειες. [Θάλεια Χαραλαμπίδου, Καβάλα συνοικισμός ΠΑΝΑΓΙΑ. Αθήνα 1999,  σ. 21.]

Η είσοδος των γραφείων

Το βόρειο τμήμα, δηλαδή το Ιμαρέτ, η διεύθυνση και ο ένας μεντρεσές αναφέρει ότι κτίστηκε, λίγο πριν το 1536, από τον Ιμπραήμ πασά, τον μεγάλο βεζίρη του Σουλτάνου Σουλεϊμάν, πράγμα που συμπεραίνει, όπως υποστηρίζει, και από τα εμφανή στοιχεία της κλασικής οθωμανικής εποχής που διακρίνει το κτίσμα.

Το νότιο τμήμα, δηλαδή ο δεύτερος μεντρεσές, η βιβλιοθήκη, το τζαμί και το κιόσκι, όπως τα ονομάζει, μαζί με τις επισκευές, την ανωδομή κυρίως του βορείου τμήματος, θεωρεί ότι κατασκευάστηκαν από τον Μεχμέτ Αλή και έχουν ευδιάκριτα στοιχεία του οθωμανικού μπαρόκ.

Επιπλέον, υποθέτει ότι τα μεταγενέστερα κτίσματα πρέπει να έγιναν από παραδοσιακό Τούρκο αρχιτέκτονα.

Ο χρόνος δεν έφερε αλλαγές μόνο στο διοικητικό σύστημα του Ιμαρέτ.

Με τον καιρό ατόνησαν οι αρχικά φιλανθρωπικοί και μορφωτικοί στόχοι του ιδρύματος.

Ήδη από το 1858 η χρησιμότητά του αμφισβητείται και χαρακτηρίζεται επιβλαβές για την πόλη, πολλοί μάλιστα το χαρακτηρίζουν τεμπελχανείο ή σπίτι των τεμπέληδων.

Πολλοί ζητούν την κατάργησή του και την ίδρυση αντ’ αυτού σχολείων ή γυμνασίου στο νησί της Θάσου.

Μάλιστα οι νησιώτες προσπαθούν με διαβήματα, το 1870 περίπου και πάλι το 1894, να αποσπάσουν χρήματα από τα έσοδα του Ιμαρέτ για τη συντήρηση κεντρικής σχολής στο νησί. Η λειτουργία των δύο μεντρεσέδων συνεχίστηκε μέχρι τον Ιούλιο του 1902 και διακόπηκε με τις αλλαγές στη διοίκηση του νησιού του ίδιου έτους.

Χατζής ιεροδιδάσκαλος του μεντρεσέ

Ο σουλτάνος, μετά από εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες των κατοίκων στον χεδίβη της Αιγύπτου Αμπάς Χιλμί Β′ που άρχισαν το 1895 με αιτία την επιβολή νέων φόρων, βρήκε την αφορμή να προσαρτήσει το νησί της Θάσου στη διοίκηση της Καβάλας.

Οι φόροι όμως συνέχισαν να εισπράττονται από την Αιγυπτιακή Διεύθυνση των Βακουφιών, ενώ παράλληλα η τουρκική κυβέρνηση επέβαλε και άλλους μέχρι την απελευθέρωση του νησιού το 1912.

Όμως η Αίγυπτος συνέχισε να ζητάει την είσπραξη των φόρων και μετά το 1912.

Η παροχή συσσιτίου συνεχίστηκε μέχρι το 1923.

Με την ανταλλαγή των πληθυσμών και μέχρι το 1975 περίπου, στα δωμάτια των μεντρεσέδων έμεναν 80 οικογένειες προσφύγων και μερικά χρησίμευαν ως αποθήκες των γειτονικών καταστημάτων.

Οι χώροι αυτοί νοικιάζονταν σε καταστήματα και αποθήκες έναντι μικρών χρηματικών ποσών που τα συγκέντρωνε ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της Αιγυπτιακής Πρεσβείας.

Η δίγλωσση επιγραφή IMARET-HAYRIY YEDAIRESI. Διακρίνεται σε άλλη στρώση η επιγραφή στα ελληνικά: ΓΡΑΦΕΙΑ ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟΥ ΒΑΚΟΥΦ

Το Külliye Ιμαρέτ, σαν Ίδρυμα χτίστηκε σύμφωνα με τον Τούρκο μελετητή Haluk Sezgin σε δύο διακεκριμένες χρονολογικά περιόδους: Αρχίζοντας από το βορρά προς το Νότο υπάρχει πρώτα το Ιμαρέτ με το μεκτέμπ στη βορειοανατολική του γωνία, μετά ο παλαιότερος μεντρεσές με το κύριο μεστζίτ στη νοτιοανατολική του γωνία και τους υγρούς χώρους στη νότια πλευρά του και τέλος τα γραφεία της διεύθυνσης του Αιγυπτιακού βακουφιού. Επιπλέον, υποθέτει ότι τα μεταγενέστερα κτίσματα πρέπει να έγιναν από παραδοσιακό” Τούρκο αρχιτέκτονα. Σύμφωνα  με την μελέτη του Haluk Sezgin, το Ιμαρέτ  καταλαμβάνει έκταση 4.200 τ.μ.  

Συγκροτείται από τέσσερις επιμέρους ενότητες που παρατάσσονται σε σειρά και κάθε ενότητα οργανώνεται γύρω  από τέσσερες αυλές. [Ελευθερία Βουλουτίδου, Καβάλα: Η Κουλτούρα, η Κοινωνία της. Το Ιμαρέτ.]