Η Δυναστεία του εκ Καβάλας Ιμπραήμ Πασά [Μέρος Β΄]

Ιστορικές αναφορές από τις πηγές για τον πρωτότοκο γιο του Vali Μεχμέτ Αλή και τη δράση του


||  Ιστορικά και άλλα σημειώματα  ||


 

Του Ζήση Α. Βαπορίδη

 


2/1/1825. Ο Φίλος του Νόμου Ὓδρα. 12 Ἰανουαρίου.

Γράφουν ἀπὸ Σαντορίνη ὃτι ὁ Μεχμὲτ Ἀλῆς ἑτοιμάζει πολλὰ στρατεύματα διά τήν ἐρχομένην δευτέραν ἐκστρατείαν του. Σήμερον ἑσπέρας ἒφθασεν εἰς τὸν λιμένα μας ἡ Ἑλληνικὴ γολέττα Ἐνυὼ, ἐπιστρέψασα ἀπὀ τὸ μέρος, ὃπου εἶχε σταλθῇ διά νὰ προμηθευθῇ πανιὰ, σχοινία καὶ λοιπὰ ἀναγκαῖα πρὸς ἐπισκευὴν τοῦ στόλου τὰ ὁποῖα καὶ ἐπέφερε πολλὰ ἐγκαίρως διὰ τὴν ἑτοιμαζομένην θαλάσσιον ἐκστρατείαν.
Σύρα. 8 Ἰανουαρίου.

Ἀπὸ πλοῖον λεῖπον ἐκ Ρόδου ἡμέρας 12 σήμερον μανθάνομεν ὃτι ὁ αἰγυπτιακὸς στόλος ἦτον εἰς Μάκρην, μὲ τὰ στρατεύματα φορτωμένα ἓτοιμος νά κινήσῃ διὰ Κρήτην, ἢ ὡς ἦτο κοινὴ γνώμη, διὰ Πελοπόνησον.
13 τοῦ αὐτοῦ.

Ἀπὸ διάφορα πλοιάρια ἐλθόντα ἐκ Κρήτης ἀνηγγέλθη ὃτι τὰ ἐκεῖ μείναντα ὁλίγα φορτηγὰ Αἰγυπτιακὰ εὑρίσκονται ἢδη ἓτοιμα φορτωμένα καὶ μὲ πολεμεφόδια, τὰ ὁποῖα περιμένουν καθημέραν τὸν στόλον ἐκ Ρόδου διὰ νὰ τὰ συνοδεύσῃ εἰς Πελοπόνησον.

17/1/1825. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΑΡΙΘ. 5. ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΝ

17 Ἰανουαρίου 1825. Άπό ἀνθρώπους ἐλθόντας νεωστὶ ἐξ Αἰγύπτου, μανθάνομεν ὃτι ὁ Μeχμὲτ Ἀλῆς ἐτοιμάζεται διὰ μίαν δευτέραν ἐκστρατείαν κατὰ τῆς Ἑλλάδος, καὶ ὃτι αἱ παρασκευαὶ τὰς ὁποίας ἢδη κάμει πρὸς τοῦτον τὸν σκοπὸν ὑπερβαίνουν πολύ τοῦ παρελθόντος ἒτους τὰς ἐτοιμασίας.

Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ Ὓδρα. 30 Ίανουαρίου 1825. Παρασκευή. Εἰδήσεις τῆς Ἡπεἰρου.

Ἣδη ἐπαναλαμβάνοντες βεβαιωτικῶς τὴν μετάθεσιν τοῦ Ὀμὲρ πασᾶ εἰς Θεσσαλονίκην, εἲμεθα εἰς χρέος νὰ κατανοήσωμεν ὃτι ὁ Μεχμὲτ Ρεσίντ πασᾶς, διωρισμένος ἀπὸ τήν Πόρταν Ρούμελι Βαλεσὴς ἠμπορει νὰ βάλῃ, δυνὰμει τῶν χρημάτων, εἰς κίνησιν ὃλην τὴν Άλβανίαν.

Καὶ ἒτι οἱ ἀρχηγοὶ αὐτῆς, ἢγουν ὁ Ταχὶρ Ἀμπάτζης, ὁ Μπαΐρ Τζογαδόρος, ἲσως καὶ αὐτὸς ὁ Μουχουρδάρης, ἂνθρωποι τόσον λαίμαργοι διὰ τὸ ἀργύριον, τῷ ὑπεσχέθησαν ὃλην τὴν δυνατὴν συνδρομήν των. Ἡ Πόρτα μετεχειρήσθη ἓν ἀπὸ τὰ συνηθησμένα ἑλατήριά της διὰ νὰ διαγείρει τὴν ἐνέργειαν τῶν Πασάδων. Διακηρύττοντι ὃτι ὁ Ὀμέρ πασσας ὣν ἀνάξιος νὰ ἐξοντώσῃ τὸ Μεσολόγγιον ἢ τὸ Ἀνατολικὸν, ἀποβάλλεται, ἀπὸ τὰ πασσαλίκια μαζὶ μὲ τὰς πόλεις, οἱ ὁποίαι μάλλον θᾶ ἐξαφανισθοῦν, θέλουν δὲ δοθῆ εἰς ἐκεῖνον τὸν πασσὰν, ὣστις ἢθελεν ἐπιχειρήσει καὶ ἐπιτύχει τὴν πολιορκίαν τοῦ Μεσολογγίου ἢ τοῦ Άνατολικοῦ. Καὶ τῷ όντι ἒχομεν εἰδήσεις προσφάτως:ὃτι ὁ εἰρημένος Ρούμελη βαλεσὴς διωρίσθη ἀρχηγὸς τῆς τετάρτης εἰς τὴν δυτικὴν Ἑλλάδα εἰσβολῆς. Μία ποσότης ἱκανή ἳππων καὶ χρημάτων πρέπει ἢδη, καθ’ ὃσας εἰδήσεις ἒχομεν νὰ ἒφθασαν εἰς Πρέβεζαν· μὰς βεβαιώνουν μάλιστα ὁτι ἡ πολιτικὴ, αὐτοῦ τοῦ Σατράπου ἒφθασεν ἒως καὶ τοῦ νὰ συναθρήσῃ μεταξὺ τῶν μισθωτῶν του, τὸν προδότην Βαρνακιώτην, τὸν χρειματίσαντι δορυφόρον τοῦ Ὀμέρ πασσᾶ.

1825 Ὁ ἀριθμὸς τῶν στρατιωτῶν, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Μεχμὲτ Ρεσίντ πασσας στοχάζεται νὰ ἐπιχειρίσῃ τὴν εἰσβολήν εἰς τήν δυτικήν Ἑλλάδα, μὰς φαίνεται, πολλὰ ὑπερβολικὸς τὸ βέβαιον ὃμως εἶναι ὃτι εἶναι ἰκανός, ὣστε ἀπὸ  τώρα νὰ ἀρχίσωμεν, διὰ νὰ λάβωμεν τὰ ἀναγκαῖα μέτρα εἰς ματαίωσιν πάσης ἐκ τούτου ἐνδεχομένης βλάβης.

Περὶ τὰ μέσα Φεβρουαρίου του 1825 ξεκίνησε ἡ πρώτη ἀποστολή ἀπὸ τὴ Σούδα.

Χωρὶς νὰ συναντήσει κανένα ἐμπόδιο, ἀφοῦ ὁ ἑλληνίκὸς στόλος ἐπισκευαζόταν ἀκόμη, πέρασε τὸ ὑγρὸν διάστημα ποὺ χωρίζει τὴν Κρήτη ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ στὶς 4/16 Φεβρουαρίου προσέγγισε τὰ μεσσηνιακὰ παράλια καὶ περέπλεε τὸν Ἀκρίτα μέσα σέ σφοδρότατη τρικυμία. Ἡ κακοκαιρία κράτησε τὸν αἰγυπτιακὸ στόλο σὲ αὐτά τὰ νερὰ ἐπὶ ἀρκετὲς μέρες.

Ὓστερα αὐτὸς πλησίασε τήν Κορώνη καὶ ἀντάλλαξε χαιρετιστηρίους κανονιοβολισμοὺς μὲ τὴν ἀποκλεισμένη τουρκικὴ φρουρά της. Άλλά δὲν κατευθύνθηκε πρὸς αὐτὴ. Συνέχισε τὴν πορεία του πρὸς τὰ δυτικὰ καὶ παρέκαμψε τὴ μεσσηνιακή χερσόνησο. Τὴ 10/22α  Φεβρουαρίου δύο ἀπὸ τὰ σκάφη του ποὺ προπορευόταν ἀγκυροβόλησαν στὴν Σαπιέντζα. Τὴν ἂλλη μέρα, πρὸς τὸ βράδυ, μπῆκαν οἱ πρῶτες μονάδες του στὸ λιμάνι τῆς Μεθώνης. Ὁ στόλος καὶ τὸ φρούριο ἀντάλλαξαν χαιρετιστηρίους κανονιοβολισμοὺς. Τὴν 12/24η ἂρχισε ἀπὸ τὴν αὐγή ἡ ἀποβίβαση, ποὺ κράτησε δύο ἡμέρες….ὁ στρατὸς ἐγκαταστάθηκε στὴν ὓπεθρο γύρω ἀπὸ τὴν Μεθώνη, ὃπου ἒστησε 400 σκηνὲς. Μερικὰ τμήματά του προωθήθηκαν ὣς ἒξω ἀπὸ τὸ Νεόκαστρο. Ἒξω ἀπὸ αὐτὸ ἒπλεε καὶ ὁ πολεμικὸς στόλος κατὰ τὴ διάρκεια ἀποβίβασης. [Μιχαὴλ Β. Σακελλαρίου: Ἡ ἀπόβαση τοῦ Ἰμπραὴμ στὴν Πελοπόννησο, σ. 106.]

Τις ώρες που ο Πρέδρος του Εκτελεστικού-Αρχιστράτηγος Γεώργιος Κουντουριώτης στην Ύδρα δεν είχε ειδήσεων και σπαταλούσε τα χρήματα των «δανείων». Κρατούσε δε στη φυλλακή τον Κολοκοτρώνη, ενώ ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε ανενόχλητος στη Μεθώνη με 4.000 πεζούς και 400 ιππείς. (Το κάστρο της Μεθώνης δεν είχε κατεληφθή ποτέ από τους Έλληνες, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες, λόγω της σθεναρής αντίστασης του οχυρωμένου τούρκικου πληθυσμού).

Στις 22/2/1825. Ἀπόσπασμα γράμματος ἀπὸ 22 Φεβρουαρίου ἐκ Ναυπλίου. Οἱ ἀποβιβασθέντες εἰς Μοθωκόρωνα ἐχθροὶ εἶναι ὃλοι τὸν ἂριθμὸς περίπου τέσσαρες χιλιάδες τακτικοὶ καὶ ἂτακτοι. Τὰ Ἑλληνικὰ στρατεύματα ἒδραμαν πανταχόθεν καὶ τοὺς ἐπολιόρκησαν. 1η /13η Μαρτίου 1825, ξεκίνησε ἡ [δεύτερη] νιοπομπὴ ἀπό τὴ Σούδα 56 πολεμικὰ καὶ μεταγωγικά. Στὸ λιμάνι της Μεθώνης μπῆκε στὶς 5/17 Μαρτίου μέ συνολική δύναμη 6.000 ἀνδρῶν. [Μιχαὴλ Β. Σακελλαρίου, Ἡ ἀπόβαση τοῦ Ἰμπραὴμ στὴν Πελοπόννησο, σ. 161.]

15/27 Μαρτίου  ο Ιμπραήμ ετοιμάζεται να πολιορκήσει το Νεόκαστρο που τα κατείχαν οι Έλληνες από το 1821. Αφού έλυσε την πολιορκία της Κορώνης. Τους επόμενους μήνες ευρωπαϊκά πλοία τον ενίσχυσαν με νέες δυνάμεις. Συνολικά ο αριθμός του τακτικού πεζικού του έφθασε τις 15.000 (με αξιωματικούς Γάλλους μισθοφόρους υπό τον Σέβ.)]

Ὡς φρούριο κρινόταν γενικά πολὺ ἀσθενικὸ καὶ εὐπρόσβλητο. Τα μέσα ποὺ διέθετε γιὰ τὴν ἂμυνά του τὸ Νεόκαστρο ἦσαν πολύ άδύναμα. Τὰ κανόνια του ἦσαν χαλασμένα καὶ ἂχρηστα. Πυρομαχικά δὲν ὑπῆρχαν. Πυροβολητὲς δὲν εῑχαν φθάσει ἀπὸ τὸ Ναύπλιο. Έφόδια ἒλειπαν. Στὶς ἀποθῆκες ὑπῆρχε λίγο σιτάρι καὶ ἡ πολίχνη δὲν διέθετε μύλους μέσα στὸ περιτείχισμα. Προμήθεις δέν μποροῦσαν νὰ γίνουν ἀπ ἒξω, έπειδὴ δὲν ὑπῆρχαν καθόλου χρήματα καὶ οἱ κάτοικοι εἶχαν σκορπίσει. [Μιχαὴλ Β. Σακελλαρίου, Ἡ ἀπόβαση τοῦ Ἰμπραὴμ στὴν Πελοπόννησο, σ. 178-9.]

Το Βενετσιάνικο κάστρο που δέσποζε στον κόλπο του Ναβαρίνου εκείνη την εποχή ήταν παρηκμασμένο.

16/28 Μαρτίου. Στη μάχη του Σχινόλακα πήρε μέρος ο Γιάννης Βελέτζας με τους 200 Μακεδόνες του Καρατάσου προξενόντας μεγάλη φθορά στους Αιγυπτίους. [Αθ. Γρηγοριάδης, Ιστορικές αλήθειες, 1934.]

25 Μαρτίου. Ο Μακρυγάννης κατέλαβε το Παλαιόκαστρο.

7/4/1825, Η μάχη στό Κρεμμύδι μετετράπηκε σέ σφαγή δεκάδων Ελλήνων, δάλυση του στρατοπέδου και αποχώρηση πολλών μπουλουκίων κυρίως Ρουμελιωτών. Μετά τη νίκη του στο Κρεμμύδι (7 Απριλίου 1825), ο Ιμπραήμ Πασάς στράφηκε κατά της Σφακτηρίας, της απόκρημνης βραχονησίδας που εκτείνεται μπροστά από τον όρμο του Ναυαρίνου, σε απόσταση 150 μέτρων από την Πύλο. Στόχος του Αιγύπτιου στρατηλάτη ήταν η κατάληψή της, που θα διευκόλυνε τις επιχειρήσεις του κατά του Παλαιοκάστρου και του Νεόκαστρου, των δύο οχυρών φρουρίων της Πύλου.

Οι Έλληνες είχαν προνοήσει να οχυρώσουν τη Σφακτηρία με 1.000 άνδρες και οκτώ κανόνια, ενώ το νησί προστάτευαν τρία σπετσιώτικα πλοία και ο «Άρης» του Υδραίου Αναστασίου Τσαμαδού. Την οργάνωση της άμυνας είχε αναλάβει αυτοπροσώπως ο Υπουργός Πολέμου Αναγνωσταράς (Χρήστος Παπαγεωργίου το πραγματικό του όνομα). Στο νησί βρίσκονταν ακόμη ο απεσταλμένος του Εκτελεστικού (κυβέρνησης) Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι φιλέλληνες Σανταρόζα και Γκρασέ.

Η επίθεση των Αιγυπτίων άρχισε το μεσημέρι της 26ης /8ης Μαΐου, αρχικά με σφοδρό κανονιοβολισμό της Σφακτηρίας από την πρώτη μοίρα, που αποτελείτο από 3 φρεγάτες, 4 κορβέττες και 39 άλλα μικρότερα πλοία, διατάχθηκε να εισδύσει στον κόλπο να βομβαρδίσει το νησί και να καλύψει την απόβαση τριών χιλιάδων πεζοναυτών, των οποίων ηγούντο Γάλλοι αξιωματικοί.

Οι υπερασπιστές της Σφακτηρίας είχαν μεγάλες απώλειες: 350 νεκρούς, ανάμεσά τους ο Αναγνωσταράς, ο Αναστάσιος Τσαμαδός και ο ιταλός φιλέλληνας κόμης Σανταρόζα, και 200 αιχμαλώτους. Τότε στις 8 Μαΐου [26 Απριλίου] 1825 το βρίκιο «Άρης» του Πλοιάρχου Αναστασίου Τσαμαδού δοξάστηκε, λίγο πριν την Πτώση της Σφακτηρίας, με τη διάσπαση κατά την πολιορκία του νησιού, όπου πέρασε με επιτυχία ανάμεσα από τον κλοιό των Αιγυπτιακών πλοίων του Ιμπραήμ Πασά στην νήσο Σφακτηρία, με κυβερνήτη τον Νικόλαο Βότση, διαφεύγοντας σώο από τον κόλπο του Ναυαρίνου μετά από πολύωρη μάχη, μεταφέροντας στα ανοιχτά της θαλάσσης και κοντά στην ασφάλεια του ελληνικού στόλου τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και πολλούς ακόμα αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης.

29/4/1825. Ο Μιαούλης με τα πυρπολικά του έκαψε στο λιμάνι της Μεθώνης, 2 κορβέτες «Svezia», «Asia» 2 βρίκια, 2 γολέτες, 6 μεταγωγικά.

29/4/1825. Ο Ιμπραήμ πολιορκεί το Παλαιόκαστρο.

1/13 Μαΐου. Συνθηκολογεί το Νεόκαστρο

Την παράδοση του Νεοκάστρου αφηγείται ο αυτόπτης μάρτυρας Ι. Μακρυγιάννης, διαπραγματευτής των πολιορκημένων Ελλήνων [Μεταγραφή από το πρωτότυπο του Γιάννη Βλαχογιάννη. Αθήνα 1907.]

«Αφού ο Μπραϊµης κυρίεψε όλες τις θέσες, τότε έβγαλε και κανόνια από τα καράβια και κρυφίως δια-νυχτός από τα µαγαζειά κι απάνου, τίρα πιστολιάς, το γιόµωσε κανόνια πέρα και πέρα· ξηµερώθηκαν όλα φκειασµένα· Κι άρχισε ο πόλεµος.

Ο κανονοβολισµός και η µπόµπα και η γρανάτα µας αφάνισαν.

Τότε ο πόλεµος δυνάµωσε ως τα µεσάνυχτα·  έπαψε την αυγή.

Εστειλαν έναν Τούρκον απόξω να βγούµε να µιλήσουµε. Βήκε ο Μπεζαντές, ο Γιατράκος κ εγώ. Μας είπε ο στελµένος ότι ο πασσάς θέλει το κάστρο, ή θα µας πάρη µε ρισάλτο, και τι απαίτησες θέλοµεν δια-να µην χυθή αδίκως αίµα.

Του είπαµεν, θέλοµεν καράβια ευρωπαίικα να βαρκαριστούµεν· ύστερα όλα µας τ άρµατα· τρίτο τον Χατζηχρήστο και ∆εσπότη κι όλους τους σκλάβους· και τους µιστούς µας.

Και τότε του παραδίνοµεν εφοδιασµένο κάστρο (εφόδιασµα µόνον µε τις σάπιες πέτρες ολίγος τζεµπιχανές ήταν ακόµα και ψωµί πολλά ολίγον και νερό, να χορτάσουµεν δεν µπορούσαµεν, εκείνη την ηµέρα να το µεράζαµεν).

Πήγε ο στελµένος εις τον Μπραϊµη, του είπε ό,τι του είπαµε. Τον διάταξε να γυρίση να µας ειπή ότι καράβια έχει δικά-του και µας βαρκαρίζει, δεν έχει ανάγκη από ξένα. Τα άρµατά µας τα θέλει όλα. Τους σκλάβους τους πήρε µε το σπαθί του και τους βαστάει ζωντανούς όσονα βάλη κ εµάς εις το χέρι και τότε να µας σκοτώση όλους µαζί.

Μιστούς δεν έχει ούτε λιανό, να µας πλερώση η ∆ιοίκησή µας.

Του είπαµε·  «Ο πόλεµος» είναι η τύχη µας· και πολεµάτε και θα πολεµήσουµε όσο να λυώσουµε, να φάµε ένας τον άλλον, και τότε πά να το πάρη το κάστρο. Φωτιά θα βάλωµε να πάµε στον αγέρα µ όλο αυτό. Τα είπε αυτά του Μπραϊµη.

Και τότε άρχισε ο πόλεµος απ ούλα τα µέρη.

Την άλλη ηµέρα έστειλε τον Χατζηχρήστον και ∆εσπότη και Σουλεϊµάν µπεγη-Φραντζέζο να µας παρακινήσουν να παραδοθούµεν. ∆εν θελήσαµεν και φύγαν κι αυτείνοι. Τότε διατάζει και µπήκαν τα καράβια µέσα· και η κακή µας τύχη πήρε φωτιά η ντάπια της θάλασσας και πήγαν εις τον αγέρα οι άνθρωποι και τα κανόνια µας.

Τότε οι Τούρκοι όλοι οπού είδαν αυτό σαλαβάτισαν σ όλα τα µέρη, ότι ο Θεός βόηθαγε αυτούς και κιντύνευε εµάς.

Τα καράβια µπήκαν µέσα απολέµητα· κι αφού µπήκαν, άρχισαν οι φεργάδες τέσσερες-τέσσερες και µας βαρούσαν.

Ηταν σάπιον αυτό το κάστρο και το καµαν κόσκινο· και µας αφάνισαν εις τον σκοτωµόν οι φεργάδες κ οι άλλοι Τούρκοι απόξω, της στεργιάς. ∆εν είχαµεν που να σταθούµεν µας πολέµησαν από την αυγή ως το δειλινό.

Θέλησε ο Θεός και πήρε ένας αγέρας και πάψαν τα κανόνια των φεργάδων· και ηύραµεν καιρό και θάψαµεν τους σκοτωµένους. Κι όσοι πληγώνονταν κανένας δεν γιατρεύεταν.

Είχαµεν έναν γιατρόν Αγγλον· τον πλερώσαµεν κι αυτόν εγώ κι ο Μπεζαντές από πεντακόσια γρόσια τον µήνα.

Τον είχε συνφωνήση η ∆ιοίκηση και δεν τον πλέρωνε· και τον πλερώσαµεν εµείς οι δυο. Και µας πέθαινε τους συντρόφους. Και µαρτύρησε κι όλη την έλλειψη οπού χαµεν εις το κάστρο την είπε µε την γλώσσα του εις τον Φραντζέζο, όταν ήρθε µε τον Χατζηχρήστον. Ηθελα να τον σκοτώσω τον άτιµον· δεν µ άφησαν. Υστερα πήγε µε τον Μπραϊµη.

Τότε δια-νυχτός έβγαλαν κι άλλα κανόνια και τα βαλαν ολόγυρά µας. Εµείς οι δυστυχισµένοι ολη νύχτα δυναµώναµε την βέργα, οπού ήταν αδύνατη, και τ άλλα τα µέρη και κουβαλούσαµε ξύλα και πέτρες και φκειάναµε το νερό.

Ηταν µία στέρνα εις τον Ιτσκαλέ· έπιναν το νερό κρυφά οι στρατιώτες. Είχαν ένα καλάµι τρυπήση µακρύ, την στέρνα την είχαµεν βουλλωµένη, κι αυτοί τρύπησαν σ ένα µέρος ολίγο και την νύχτα πήγαιναν κρυφά και πίναν. Τηράµεν µια ηµέρα, βλέποµεν την στέρνα µε ολίγο νερό, οπού πρωτύτερα το είχαµεν µετρηµένο. Τότε απολπιστήκαµεν· και οι στρατιώτες µας βιάζαν να φύγωµεν. Είχα µιλήση µε τον Βελέτζα κι άλλους να τους βγάλωµεν µε τρόπον έξω αυτούς, οπού φοβέριζαν να µας σκοτώσουνε και ήθελαν χωρίς άλλο να κάµωµεν οµιλίαν µε τους Τούρκους να παραδώσουµε το κάστρον, ή να φύγωµεν µε γιρούσι -κι ανάθεµα και θα γλύτωνε κανένας, καθώς µας είχαν τρογυρισµένους. Σαν µας βιάζαν, είπαµε να τους βγάλωµεν κατά την θέλησίν τους και να ειπούµεν ότι πάµεν κ εµείς µαζί· κι αφού τους βγάλωµεν έξω, να µείνωµεν οπίσου και να βαστήσουµεν µόνον τον Ιτζκαλέ· και να βάλωµεν και µπαρούτι ολόγυρα σε µίνες, κι όταν η τούρκικη δύναµη µας πλακώση, φωτιά να βάλωµεν να πάµεν όλοι εις τον αγέρα. ∆ι αυτό είχαµεν τηράξη το νερό, και η κακή µας τύχη, το είχαν πιωµένο χωρίς-να ξέρωµεν. Τότε απολπιστήκαµεν, ότι ήµαστε εις την διάκρισιν των Τούρκων.

Αφού δυνάµωσε ο Μπραϊµης όλες τις θέσες, στέλνει την αυγή άνθρωπον, αν θέλωµεν να µιλήσωµεν -αυτείνη είναι η υστερνή οµιλία·  άλλη βολά δεν µαταθέλει οµιλίαν.

Και δύο ώρες διορία να βγούµε εις τον Μπραϊµη να µιλήσουµε. (Αυτός ήξερε και την έλλειψη του νερού από τον γιατρό µας). Αποφάσισαν όλοι του κάστρου να πάγω εγώ εις τον Μπραϊµη κι ο Καράπαυλος κι ο Σαλβαράς να κάµωµεν συνθήκες. Παρουσιαστήκαµεν· ήταν σ ένα λαµπρό τζαντίρι· είχε και δυο αξιωµατικούς και του βαστούσαν τα δυο του χέρια µε µεγαλοπρέπεια, να ιδούµε εµείς το µεγαλείον του. Μας ρώτησε πούθεν είµαστε. Ο ένας είπε από την Πελοπόννησο, ο άλλος από την Σπάρτη κ εγώ από την Ρούµελη, του είπα· Ποίον µέρος; Του το είπα. Και του είπα ψέµατα ότι ήµουν σωµατοφύλακας του Αλήπασσα.· Μας σκότωσαν τον αφέντη µας· κίνησα µε καµπόσους ανθρώπους να ρθω εις το Μισίρι, εις την Υψηλότη σας. ∆εν είχαµε τα έξοδά µας, ήρθαµε εδώ, εις τους Ρωµαίγους. Μας απάτησαν, µας έβαλαν σε τούτο το κάστρο.

Πολεµούµεν νύχτα και ηµέρα. Αυτείνοι µας κάνουν σίγρι από-µακρυά· θέλουν να χαθούµεν.

Εµείς, δια-να σωθούµεν και να πάµεν να πολεµήσουµεν µ εκείνους, βιαζόµαστε και ήρθαµεν να κάµωµεν συνθήκες, να σου παραδώσουµεν, αν συνφωνήσουµεν, κάστρο εφοδιασµένο.

(Σαν το λάβης, το λέπεις τι φόδιασµα έχει. Πού αφίνε οι καλωσύνες των προκοµµένων να φοδιάσουµεν κάστρα.

Τροµάξαµεν να πάρωµεν ολίγα ντουφέκια από τους Τούρκους, να πολεµήσουµεν δια την πατρίδα).

∆ια κείνο, πασσά µου, θα σου παραδώσουµεν το κάστρο. -Τι ζητάτε; (Μου λέγει εµένα· αυτούς τους Μωραϊτες άφησέ τους, σε ολίγες ηµέρες τους κουβεντιάζω). -Ζητούµε καράβια ευρωπαίικα. Συνθήκες γραφτές σε τέτοιους ανθρώπους σαν την Υψηλότη σας δεν χρειάζονται. Ο λόγος σας είναι συνθήκη. -Καράβια, λέγει, έχω τα δικά-µου. –

Του είπα, δεν µπαίνουν οι άνθρωποι εις τα δικά-σου, φοβώνται.

Σ ευρωπαίικα βάλαµε και τους Τούρκους τ’ Αναπλιού. –Σαν τους µιλήσης εσύ των ανθρώπων, µου είπε, δεν τους πιάνει φόβος. -∆εν µ ακούνε και δεν σε γελάγω. Χωρίς ευρωπαίικα καράβια καµµία οµιλία δεν γένεται. Το τροπολοήσαµεν πολύ, τ αποφάσισε. Ποιος θα πλερώση τον ναύλον των καραβιών; -Η Υψηλότη σου, του λέγω. Μου είπε να τα πλερώσωµεν εµείς.

Του είπα  ∆εν έχοµεν χρήµατα. Ο,τι χρήµατα είχαµεν, εφοδιάσαµεν το κάστρο από κρασιά και φαγητά. Συνφωνήσαµε να τα πλερώση αυτός. Τ άρµατα, δεν µας αφίνει ούτε σουγιά. Κ εσύ οπού είσαι κουρµπετλής, µου είπε, σου χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια,γιαταγάνια ή σπαθιά. Τον περικάλεσα κ έγιναν τριάντα-πέντε και του είπα, παράδες όποιος έχει κι άλλα ασήµια να µην τους πειράζη κανένας. Μείναµεν σε όλα σύνφωνοι. Με ρώτησε πόσους ανθρώπους έχω.

Του είπα, οχτακόσους. Να τους πάρω και να πάγω µαζί του. Και οι άνθρωποι θα γένουν τζιράκια του. Εγώ του είπα·  Γνωρίζοµεν τα οτζάκια σας οπού κάνουν τους ανθρώπους τζιράκια. Τώρα ήρθα στελµένος από το κάστρο να κάµω συνθήκες, κι όχι να µπω µιστωτός. Τελειώνοντας η υπόθεση του κάστρου,τότε τηράµε αυτό.

Μείναµε σύνφωνοι σ όλα και στείλαµεν έναν άνθρωπον εµείς κ έναν αυτός και πήγαν εις την Μοθώνη ό,τι καράβια βρούνε ευρωπαίικα να τα ναυλώσουνε·  (κι αν εύρη τίποτα καπετάνιους φιλέλληνες, είπα εγώ του δικού µας, να τους ναυλώσουνε τα καράβια και να φέρνουν γύρα καµπόσες ηµέρες, µε τρόπον πως συγυρίζουν τα καράβια, να-µη µας έρθη η δύναµη του Εκλαµπρότατου όµως Κουντουργιώτη.

Αφού πήγαν, το φέραν γύρα δεκοχτώ ηµέρες δεν φάνη κανένας. Γύρεψαν ναύλο τέσσερες-χιλιάδες τάλλαρα.

Στέλνει ο Μπραϊµης, µου λέγει· ∆ια σας τους παλιανθρώπους µου γυρεύουν τέσσερες-χιλιάδες τάλλαρα και δεν τα δίνω.

Η παλιοί µαστε ή καινούργοι άνθρωποι, κατά- οπού συνφωνήσαµεν θα τα πλερώσης.

Μείναµεν σύνφωνοι να τα πλερώση, αφού κάµαµεν πλήθος φιλονικίες. Αφού τελειώσαµεν αυτά όλα, φεύγει ένα Τουρκόπουλο από το κάστρο και πάγει εις τον Μπραϊµη· του λέγει την έλλειψη του κάστρου από το νερό κι άλλα κι ότι είναι δυο Τούρκισσες καλές εις το κάστρο. Ηταν δυο Τζορτζούρες, ωραίες γυναίκες· τις είχαν οι Οικονοµίδηδες, ντόπιοι, ως γυναίκες τους.

Εγώ δεν τις ήξερα ή ήταν ή όχι. Τότε ο Μπραϊµης στέλνει και µε φωνάζει. Αφού πήγα πολλές φορές (στέλναν µόνον εµένα, ότι µε διορίσαν όλοι οι πολιορκηµένοι επίτροπόν τους ν αγροικιώµαι µ αυτόν µόνος-µου· κι αυτός είχε έναν Τούρκον από την Τροπολιτζά κ έναν από την Κάρυστον. Ξέραν τα Ρωµαίικα, κι αυτείνοι οι δύο έρχονταν και µου µιλούσαν και πήγαινα εις τον Μπραϊµη·  και µ αυτούς ξηγώµουν την γλώσσα τους), µου λέγει· Μέσα-εις το κάστρο είναι δυο Τούρκισσες, τις ξέρεις; -Του λέγω, τη ντάπια οπού φυλάω ξέρω, όχι γενικώς· ούτε Τούρκισσες ξέρω, ούτε Ρωµιές.

Γύρευε να µε κάµη κοντόση, γαµώ το Ρεσούλη του.

Τι να σου κάµω οπού δεν είχα νερό και δεν έβλεπε κάστρο. Οτ είχα λιοντάρια µέσα. Μου λέγει ο πασσάς

Να στείλης να τις φέρης. Εστειλα τον µπαϊραχτάρη µου και τις ήφερε. Τις πήρε και τις ξέταξε δια τ αναγκαία του κάστρου.

Εκείνοι οπού τις είχαν αυτές τις γυναίκες τις είχαν ως πνευµατικούς και ξέραν όλα τους τα µυστήρια και του κάστρου.

Του είπαν ότ είναι κι άλλοι Τούρκοι µέσα και ξέρουν όλα τα πράµατα του κάστρου (αφού αυτές τα ήξεραν). Μου ζητάγει να του στείλω και τους άλλους Τούρκους (να µάθη κι άλλα).

Ηταν ο Μπραϊµης µεθυσµένος· πίνει ρούµι και κρασί µποτίλλιες. Μπεκρής πολύ και παραλυµένος εις γυναίκες και παιδιά. Μου δίνει τους δύο Τούρκους οπού ξέραν την γλώσσα, πήγαµεν εις το κάστρο και τους άφησα απόξω τα τείχη.

Τους είπα εκεινών οπού χαν τους Τούρκους δούλους τα αίτια και µου τους ήφεραν. Και τους κατέβασα κάτου-από το κάστρο και τους είπα·  Σύρτε τους εις τον πασιά, κι αν θέλει να βαστήση τον λόγον του, κατά τις συνθήκες οπού κάµαµεν,καλά, ειδέ αρχινάτε τον πόλεµον να µας πάρετε µε το σπαθί σας. ότι τοιούτως δεν κάνουν οι µεγάλοι άνθρωποι· κάστρο χωρίς-να παραδοθή, ανθρώπους δεν ζητούνε απόµέσα σήµερα γυναίκες κι αύριον άντρες.

Κι όσα θα του ειπούνε όλοι αυτείνοι -ούτε νερό έχοµεν, ούτε άλλα· είναι ανεφόδιαστο όλως-δι-όλου το κάστρο.

Οµως ένας τον άλλον θα φάµε οι άνθρωποι –και το κάστρο µαζί· δεν θ αφήσουµε τοίχον γερόν, ούτε σηµάδι.

Και πέστε του, ή ντουφέκι ή συνθήκες! Και κοντόσηδες µας έκαµε! Πιάστηκα µε τους πολιορκηµένους διατί µίλησα τοιούτως. Το βράδυ είχε έρθη µια φεργάδα Αγγλική και τα Τούρκικα καράβια την είχαν στην µέση να µην ανταποκρινώµαστε εµείς µ αυτείνη φοβώνταν. Τότε στέλνοµεν έναν Κυπραίον µε γράµµατα της πλεγής. Τον πήραν χαµπέρι τα Τούρκικα και τον κυνήγησαν οληνύχτα· και του πεσαν τα γράµµατα εκεί-οπού βούταγε εις την θάλασσα. Και πήγε εις την φεργάδα· και µπαίνοντας µέσα, έπεσε πεθαµένος. Τον κρεµάσανε και βήκε το νερό· και το βαλαν  σπίρτα κι αναστήθη.

Και είπε των Αγγλων τον χαµόν των γραµµάτων, οπού τα είχαµε δοµένα. Είπε στοµατικώς την κατάστασιν του κάστρου και τις πρόφασες του Μπραϊµη. Και τον πήρε η φεργάδα και πήγαν εις την Ζάκυθο και είπαν αυτά του ναυάρχου.

Τότε ο ναύαρχος έστειλε ένα µπρίκι. Πριν έρθη το µπρίκι στέλνει ο Μπραϊµης να ετοιµαστούµε, ότι ήρθαν τα καράβια οπού χαµε ναυλώση. Οταν µε φώναξε ήταν στα µαγαζειά·  κι όλο του το στράτεµα. Ηταν δυο ώρες να νυχτώση. Του λέγω Πότε θα βαρκαριστούµεν, καθώς προστάζεις; Οι πόρτες θέλουν αρκετές ώρες να ξεπλακωθούνε, οπού τις έχοµεν χτισµένες θα περάσουνε τα µεσάνυχτα και να µην ξεπλακωθούνε. Εχοµε λαβωµένους, έχοµε αρρώστους. Αύριον την αυγή κάνοµεν αρχή και βαρκαριζόµαστε. Αυτός αντιστάθη ότι γύρευε πρόφασιν.

Μου λέγει Απόψε αν θέλετε, καλά· ειδέ, οι συνθήκες είναι χαλασµένες οπού κάµαµε.-

Οταν στείλης και ιδής αν προφασιζόµαστε, τότε φταίµε εµείς.

Ειδέ, θέλεις να τις χαλάσης τις συνθήκες. Του είπαν κι άλλοι ότι κι απόψε “δικοί-µας είναι κι αύριον”

Οτ είχε να µας σκοτώση. Μο δωσε δυο Τούρκους· τους έδειξα τις πόρτες κι άλλα. Τους έδωσα των Τούρκων κι από µίαν ζυγή άρµατα καλά. Μίλησαν του πασιά. Την αυγή µπονόρα έστειλε έναν συγγενή του µε σαράντα ανθρώπους να περιλάβη τ άρµατα. Εγώ είπα του Βελέτζα και κάθεταν εις τον Ιτζκαλέ, να µη µας κάµουν τίποτας, να µείνωµε µέσα και βγάλαµεν από-εκεί όλους τους άλλους. Ξαρµατώσαµε καµπόσους, τους βγάλαµεν από το κάστρο. Ούτε στα καράβια τους βαίναν -ούτε στα δικά-µας, ούτε στα δικά-τους. Βγάλαµεν κι άλλους, το-ίδιον. Τ ασκέρια του Μπραϊµη ήταν όλα συνασµένα εκεί. Τότε κλειούµεν εκείνους τους Τούρκους οπού ρθαν να περιλάβουν το κάστρο, και τους λέγω Οι δικοί-σας ας φάνε εκείνους οπού βγάλαµεν έξω, κ εµείς τρώµε εσάς και µας σώνει. Και κλείσαµεν το κάστρο. Φωνάζουν αυτείνοι·  να βγάλουν άνθρωπον να µιλήση του Μπραϊµη·  τους βγάλαµεν έναν. Τότε καβαλλίκεψε ο ίδιος ο Μπραϊµης σ ένα άλογον και διαλούσε τ ασκέρια του να φύγουν από-κεί.

Κι άρχισαν να βαρκαρίσουν τους δικούς-µας εις τα ξένα καράβια, οπού χαµεν συνφωνήση να µπούνε οι άνθρωποι.

Τότε βήκαν κι από το Αγγλικόν οπού ρθε από την Ζάκυθον µ εκείνον οπού στείλαµεν της πλεγής. Τους ρώτησε ο Μπραϊµης. Του είπανε Στελµένοι-είµαστε από τον ναύαρχον να ιδούµεν αν θα σταθής µε τους Ελληνες σ όσες συνφωνίες κάµετε.

Τότε, αποβαρκαριστήκαµεν αλλού-στερνά πέρασα εγώ µ όσους άλλους είχαµεν τ άρµατα, οπού µας χάρισε. (Τα µέρασα αναλογίαν σε όλους τους αρχηγούς, κατά τους ανθρώπους οπού χε ο καθείς). Ευκήθηκα τον Μπραϊµη δια την περιλαβή του κάστρο µπήκα µέσα-εις το καράβι· ήταν τρία Αγγλικόν, Γαλλικόν κι Αουστριακόν. Εγώ µπήκα εις το καράβι το Αγγλικόν. Ερχεται ένας δούλος του Γιατράκου από αυτόν κι από τον Μπεζαντέ και µου λέγει ότι τους βάσταξε ο Μπραϊµης. Τότε συνάζω όλους τους καραβοκυραίους στο Αγγλικόν κ εκείνους οπού ρθαν µε το µπρίκι το Αγγλικόν από την Ζάκυθον και τους λέγω  Εµείς σταθήκαµεν εις τον λόγον µας κι ο Μπραϊµης δεν στάθη. Εγώ  έκαµα τις συνθήκες, τους λέγω. Και τους είπα όσα µας έκαµεν. Και πήραν  πολλών χρήµατα κι ασήµια. Και µας κράτησαν και τους ανθρώπους, Μπεζαντέ και Γιατράκο.

Τότε πήγαν αυτείνοι εις τον Μπραϊµη. Τους είπε·  Τους δυο τους κρατώ, ότι θέλω τους πασσάδες του Αναπλιού. Και οι Ρωµαίγοι, τους είπε, κάµαν συνθήκες και βάσταξαν τους πασσάδες. Εµείς δεν ξέραµεν από αυτά. Τότε δεν µπορούσαν να ειπούνε τίποτα οι καραβοκυραίγοι.

Μας κλέψαν κ εξηντατρείς ανθρώπους εκεί-οπού πέρναγαν να βαρκαριστούν και τους έσφαξαν εις το κάστρο κουρµπάνι. Οταν µπήκανε µέσα, τους θυσιάσαν όλους και τους εξηντατρείς. Οταν ήµαστε εις τ Αγγλικόν καράβι, οπού χαµεν ναυλωµένο, και ήµουν  µε καµπόσους αξιωµατικούς µέσα και στρατιώτες Ελληνες, µου λέγει ο καπετάνιος του καραβιού -ήξερε την γλώσσα µας αυτός·  είχε και την γυναίκα του µέσα -µου λέγει να φωνάξω όλους τους αξιωµατικούς να πάµε να φάµε ψωµί εις την κάµαρη. Πήγα εις την κάµαρη µε καµπόσους αξιωµατικούς. Είχε ένα πουλί εις την κάµαρη, παπαγάλλον.

Αφού µας είδαν, έκλαιγε η γυναίκα, έκλαιγε και το πουλί. Βλέπω εγώ αυτό, ρωτάγω τον καπετάνιον του καραβιού, του λέγω·  Εσείς µας προσκαλέσετε να φάµε και εδώ οπού ρθαµε βλέπω ένα πουλί και έναν άνθρωπον οπού κλαίνε. Τότε λέγει η γυναίκα του καραβοκύρη·  ∆ίκιον µεγάλον έχοµεν να κλαίµεν άνθρωποι και πουλιά,  ότι η Ελλάς η δυστυχισµένη θα χανε τόσα παληκάρια. Που θα τα µατάβρισκε εις την ανάγκη της; Ο Ιµπραϊµης µας ναύλωσε και µας είπε, φορτώσουµε,  δεν φορτώσουµε, το ναύλο να πάρωµε και να µην ειπούµε τίποτας. Και δια-να µην µπήτε εις τα καράβια θα σας θανάτωνε όλους έξω. Και δεν είχαµεν τον τρόπον να σας το ειπούµεν, να µην πιστευτήτε εις τις συνθήκες. Της είπα Ο Θεός είναι µέγας και µας γλύτωσε·  κι ας γλυτώση κ εκείνους οπού βάσταξε ο Τούρκος. Φύγαµε από-κεί και πήγαµεν εις Καλαµάτα. Εκεί βήκαν οι Καλαµατιανοί. Εµείς ήµαστε ξαρµάτωτοι, µε τα λίγα εκείνα τ άρµατα, οπού µο δωσε ο Μπραϊµης και τα µέρασα ολουνών. Βγαίνοντας εις την Καλαµάτα, οι Καλαµατιανοί ήταν εις τα περιβόλια κ έκαναν γλέντια µε τα λαλούµενα. Ηρθαν και µας είδανε και µας λένε, Πούθε έρχεστε; -Τους λέµε, από το Νιόκαστρο.-Μας λένε, δεν βαστάγετε καµπόσον καιρόν κ ερχόµαστε να σας βγάλωµεν από-κεί; Αφήσετε τέτοιον κάστρο και φύγετε; ∆εν θέλησαν να µας δώσουνε ούτε ένα κονάκι, µόνε µας αφήσανε εις τις περιβόλες έξω, εις τ αργαστήρια εµάς όλους, και λαβωµένους και καθίσαµεν εκεί ένα δυό ηµέρες να χορτάσουµεν νερό και να φύγωµεν. Εστειλα εις την Αρκαδιά να µου φέρουν τ άλογά µου και τους παράγγειλα να φύγουν, ότι θα βγη ο Μπραϊµης και να-µην τους σκλαβώση. Αναµέρησαν οι άνθρωποι. Είπα και των Καλαµατιανών αυτά. Λυπήθηκα τους αθώους κι όχι τους αχάριστους, να µην σκλαβωθούνε. Οτι µου είπε ο Μπραϊµης ευτύς θα κινηθή και να πάγω κ εγώ να τον ανταµώσω, να µένω µαζί του. Τότε µου λέγει ο Αντωνάκης Μαυροµιχάλης·  Ξέρεις τι παληκάρια είµαστε εµείς; Πεντακόσοι πολεµούµεν µε πέντε-έξι-χιλιάδες, και δεν είµαστε σαν εσάς οπού αφήσετε το κάστρο απολέµητο και φύγετε.

Ο Θεός, του είπα, κάνει κι αντρείους, κάνει και κιοτήδες.

Οι κιοτήδες φοβήθηκαν, οι αντρείοι χόρευαν εις την Καλαµάτα κι αλλού. Το κάστρο τώρα το χει ο Μπραϊµης.

Σας είπα κ εγώ ό,τι ήξερα·συχωράτε µε. Σηκωθήκαµεν και φύγαµεν.

Εις το χάνι ήβραµεν και τον  Παπαφλέσια µε καµπόσους· πάγαινε αναντίον του Μπραϊµη.

Μου είπε ν “πάγω κ εγώ.

Του είπα· Με τα ραβδιά δεν πολεµούν·πολεµούν µε ντουφέκια.

Εµείς έχοµεν ραβδιά, ξύλα, κι όχι ντουφέκια.

Πέρασε από το Λιοντάρι και ήταν ενθουσιασµένος.

Πήγε και χάθηκε.