Ταξίδι σε ένα επώδυνο παρελθόν: Για τους «Ναυαγούς» της Ρίκας Μπενβενίστε

Η συγγραφέας, με αφορμή την αλληλογραφία του Μωρίς Μπενβενίστε, καταπιάνεται με τη σύντομη περίοδο ανάταξης της Εβραϊκής Κοινότητας της Καβάλας


 

Του Μιχάλη Λυχούνα

 


Παραμονές των γιορτών κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις η τελευταία εργασία της Ρίκας Μπενβενίστε. Η επιστήμων, που εμφανίστηκε στο ακαδημαϊκό και εκδοτικό σκηνικό από τη δεκαετία του 1990 ως μελετήτρια του Δυτικού Μεσαίωνα, στράφηκε τα τελευταία χρόνια στη μελέτη της ιστορίας του εβραϊσμού στην Ελλάδα και κυρίως θεμάτων που σχετίζονται με τη Shoah, το Ολοκαύτωμα, και τις μετά αυτή εξελίξεις.

Στο έργο της «Ναυαγοί» η συγγραφέας, με αφορμή την αλληλογραφία του Μωρίς Μπενβενίστε, καταπιάνεται με τη σύντομη περίοδο ανάταξης της Εβραϊκής Κοινότητας της Καβάλας, της μοναδικής που λειτούργησε με κάποια κοινοτική και θρησκευτική αρτιότητα μετά τον πόλεμο χάρη στο γεγονός ότι αρκετά άρρενα μέλη της, περί τα πενήντα, είχαν αποσταλεί στη Βουλγαρία για καταναγκαστικά έργα και επέζησαν. Από την Τρεμπλίνκα, όπου κατέληξαν τα μέλη των κοινοτήτων της βουλγαροκρατούμενης περιοχής, δεν επέστρεψε κανείς.

Η συγγραφέας δίνει μια σύντομη ιστορία της εβραϊκής παρουσίας στην πόλη, η οποία κορυφώνεται με την ακμή του καπνεμπορίου. Αυτό προσελκύει Εβραίους από την περιοχή, αλλά δημιουργεί και τεράστια δίκτυα διεθνώς. Έτσι, στην πόλη έρχονται και πολλοί εργάτες αλλά και στελέχη, επιχειρηματίες και επενδυτές. Η κοινότητα φτάνει τα 2.000 μέλη, για να αποψιλωθεί μετά τις μεγάλες παγκόσμιες κρίσεις και τις παραμονές του πολέμου να έχει περιοριστεί σε 1.500 περίπου, αλλά με πλήρη κοινοτικό βίο. Η συνεργασία Βούλγαρων και Γερμανών την αποδεκάτισε.

Οι επιζήσαντες των στρατοπέδων εργασίας που επιστρέφουν έχουν να αντιμετωπίσουν τα κλασικά ερωτήματα των Εβραίων της Ευρώπης μετά τη Shoah, «Μένουμε ή φεύγουμε;», «Αν μείνουμε, με ποια ταυτότητα και ποιες περιουσίες;», και στο βάθος το ψυχολογικό ερώτημα «Πώς συνεχίζεις τη ζωή μέσα και μετά τον καθολικό θάνατο;».

Το κείμενο αντιμετωπίζει αυτά τα ζητήματα μέσα από την πορεία των ελάχιστων από την Καβάλα μελών, όπως αυτή αποτυπώνεται στην αλληλογραφία τους, κυρίως του Μωρίς Μπενβενίστε. Το κυρίαρχο μεθοδολογικό ζήτημα είναι η συγκλονιστική λειτουργία της ιδιωτικής αλληλογραφίας ως ιστορικής πηγής. Όταν το σφραγισμένο γράμμα γίνεται ανοιχτή ιστορία! Μόνο να λυπηθεί μπορεί κάποιος τους ιστορικούς του μέλλοντος που από την περίοδό μας, αυτή της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, δεν θα βρουν παρά ελάχιστα ίχνη.

Στα παραπάνω θεμελιώδη ερωτήματα οι εναλλακτικές υπαγορεύονται από τις ιδιαίτερες καταστάσεις των «ορφανών» της Shoah αλλά και το γενικότερο πλαίσιο (εκεί θα χρειαζόταν μια βαθύτερη επεξεργασία). Για τους Εβραίους της Καβάλας οι λύσεις ήταν τρεις: Ισραήλ, Αθήνα ή οι πολλά υποσχόμενες νέες μακρινές χώρες. Μόνο η πρώτη ήταν δική τους. Η μαζική μετανάστευση από τις ίδιες καθημαγμένες περιοχές και για τους χριστιανούς αρχίζει τη δεκαετία του ’50. Τα πρώτα συμβόλαια για τους gastarbeiter στη Γερμανία είναι στα μέσα της ίδιας δεκαετίας.

Στο ερώτημα της ανάκτησης των περιουσιών παρουσιάζονται οι δυσκολίες, αλλά η εικόνα δεν είναι τραγική. Σε γενικές γραμμές, και με πολλές εξαιρέσεις, η μεταπολεμική Ελλάδα δεν πήγε άσχημα με τη διαχείριση μέσω του σχετικού οργανισμού (ΟΠΑΙΕ), αλλά και του Κράτους Δικαίου της. Ο γράφων βοήθησε Καβαλιώτισσα που ήρθε από το Ισραήλ το 1993 να βρει το πατρικό της και βεβαίως να το πουλήσει λίγο καιρό αργότερα, πάνω από σαράντα χρόνια μετά την αναχώρησή της. Πληροφορίες αν οι καταπατητές ή οι Αρχές επεφύλαξαν ιδιαίτερη συμπεριφορά σε κατόχους ακινήτων λόγω θρησκεύματος δεν διακρίνονται στο κείμενο.

Εξίσου ενδιαφέρον είναι το βιβλίο για πτυχές του καπνεμπορίου, που παρουσιάζει και ιδιαίτερα τον ρόλο των δικτύων και των χρηματοροών που επέτρεψαν τη σημαντική παρουσία των Εβραίων στον κλάδο.

Το καλογραμμένο βιβλίο μάς δίνει πληροφορίες για ένα ζήτημα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, την πορεία του γλωσσικού ιδιώματος που χρησιμοποιούσαν οι συμπολίτες μας περίπου σαράντα χρόνια μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στο ελληνικό κράτος. Ως γνωστόν, το ιδίωμα των εξ Ιβηρικής εγκατασταθέντων στην οθωμανική επικράτεια Εβραίων ήταν τα λαδίνο, μια αρχαΐζουσα μορφή ισπανικών με στοιχεία εβραϊκών, αραβικών και προφανώς τουρκικών. Η ανάπτυξη της παιδείας των μεσοστρωμάτων μέσω της κοσμικής Alliance προσελκύει τους μορφωμένους στα γαλλικά. Η ένταξη στο σύγχρονο παρεμβατικό κράτος τής Ελλάδας επιβάλλει τη δική του γλώσσα. Σ’ αυτές οι συγγραφείς των επιστολών γράφουν και μας αφήνουν με το μεγάλο ερώτημα πώς θα εξελίσσονταν αυτή η κοινότητα αλλά και η ίδια η πόλη της Καβάλας αν δεν μεσολαβούσε η καταστροφή, ποιο μπόλι θα έφερνε τα ωραιότερα άνθη.

Η απώλεια των κοινοτήτων κατά μήκος της Εγνατίας Οδού δεν αποτελεί μόνο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Καθώς τα λαδίνο δεν ταυτίστηκαν με κάποιες ορθόδοξες κοινότητες (όπως τα yiddish με τους haredi) και καταπιέστηκαν στο πλαίσιο της δημιουργίας εθνικού κανόνα στο Ισραήλ, ουσιαστικά έσβησαν. Στην επιβίωση μετά τον πόλεμο στη Θεσσαλονίκη η γλώσσα έφευγε με τον θάνατο του κάθε μέλους. Στις πόλεις δεν είναι ότι δεν έχουμε πια Εβραίους, δεν υπάρχουν ούτε η λαλιά τους ούτε και η γνώση της γραφής τους (rashi). Δεν είναι εθνοκάθαρση, αλλά και γλωσσοκαθάρση! Και καθώς η λαλιά ήρθε από την άλλη πλευρά της Μεσογείου, πρόκειται για πολιτιστικό έγκλημα πανευρωπαϊκών διαστάσεων. Εννοείται ότι το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης είναι τραγικά απόν.

Η Καβάλα αλλά και η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια επανασυνδέονται, ενίοτε πολύ επώδυνα, με την παρουσία των Εβραίων στην επικράτεια. Το συγκλονιστικό γεγονός του τέλους, δυστυχώς, συσκοτίζει τον εβραϊκό πολιτισμό. Η χώρα δεν έχει ούτε σοβαρές εβραϊκές ούτε σοβαρές ραββινικές σπουδές. Τα πράγματα ωστόσο μπορούν και πρέπει να αλλάξουν και το παρόν πόνημα συμβάλλει ουσιαστικά αλλά και συναισθηματικά.

Η μελέτη της Ρίκας Μπενβενίστε για όσους είμαστε μιας κάποιας ηλικίας ήταν ένα ταξίδι στη θάλασσα των αναμνήσεων. Κάποια ονόματα και καταστάσεις είναι οικείες και σχετίζονται ακόμη και με τις οικογένειές μας. Δεν πρόκειται για εβραϊκή, αλλά για μια όψη της ιστορίας της Καβάλας και δεν μπορούμε παρά να είμαστε ευγνώμονες στον Μώρις για την επιμελή επιστολογραφία του όσο και στη Ρίκα για την ενδελεχή επεξεργασία της. Είναι και οι δύο ένθερμα ευπρόσδεκτοι, Benveniste!


Πηγή: avgi.gr

O Μιχάλης Λυχούνας είναι αρχαιολόγος