Κωστής Σιμιτσής: Η ζωή μας θα ξαναβγάλει καρπούς. Όπως η λεμονιά της Τίνας!

Καβαλιώτες μοιράζονται με τους αναγνώστες του KAVALA POST σκέψεις, συναισθήματα και στιγμές από την καθημερινότητά τους «μένοντας στο σπίτι»

Όταν το πήρα απόφαση πως θα μένω όλες σχεδόν τις ώρες στο σπίτι, πήρα δουλειά από το δικηγορικό γραφείο και την άφησα να περιμένει στην τσάντα. Οι πρώτες μέρες αφιερώθηκαν στη μοιρολατρική χαλάρωση. Διάβασμα, βόλτα στη γειτονιά με τον σκύλο μας, διαδικτυακές κουβεντούλες με φίλους. Δεν άργησε όμως να έρθει και η όρεξη για οργάνωση.

Τακτοποιώντας τη βιβλιοθήκη θυμήθηκα τη συλλογή διηγημάτων του Ε. Α. Πόε «Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου». Βρήκα το βιβλίο και το ξεφύλλισα (εκδ. Γράμματα, 1982, 300 δραχμές!). Στο ομώνυμο διήγημα ο συγγραφέας αφηγείται την προσπάθεια του πρίγκιπα Πρόσπερου να αποφύγει τον Κόκκινο Θάνατο. Κλείστηκε στον εξαίσιο πύργο του με χίλιους καλεσμένους και μπόλικες προμήθειες, ζώντας μια υπέροχα σπάταλη ζωή με καθημερινές εσπερίδες και αδιάκοπο γλέντι. «Ο εξωτερικός κόσμος ας έκανε ό,τι μπορούσε». Όμως ένα βράδυ, εκεί που «χτυπούσε πυρετώδικα η καρδιά της ζωής» στον χορό των μεταμφιεσμένων εμφανίστηκε ένας «ψηλός και ξερακιανός και σαβανωμένος απ’ το κεφάλι ως τα πόδια με τα ρούχα της ταφής». Για να μη τα πολυλογούμε, ήταν ο ίδιος ο Θάνατος. «Και το Σκοτάδι, η Αποσύνθεση κι ο Κόκκινος Θάνατος κυριάρχησαν πάνω σε όλα, πέρα για πέρα».

Εξίσου απαισιόδοξο αλλά με έναν σαφή υπαινιγμό ελπίδας είναι το διήγημα του H. Kuttner «Vintage Season» στη «Μεγάλη Ανθολογία Επιστημονικής Φαντασίας» (Εξάντας, 1976, τ. 1, 800 δραχμές). Ούτε κι εδώ γλιτώνει ο ήρωας από την καταστροφή, η οποία έρχεται με τη μορφή ενός μετεωρίτη που ισοπεδώνει την πόλη του και φέρνει «το αδυσώπητο ξάπλωμα του Μπλε Θανάτου». Το ενδιαφέρον στοιχείο στη νουβέλα είναι πως όλα αυτά ο ήρωας τα παρακολουθεί παρέα με κάποιους παράξενους ανθρώπους, ντυμένους με εξαίρετη κομψότητα που συμπεριφέρονται «με μια χάρη που ξεπερνούσε κατά πολύ το συνηθισμένο». Ο ήρωας καταλαβαίνει τελικά πως είναι χρονοταξιδιώτες. Έχουν κάνει και το εμβόλιο για τον μπλε θάνατο (αυτό είναι το ελπιδοφόρο μήνυμα, η ανθρωπότητα επιβιώνει και προοδεύει). Τους ελκύουν οι ανθρώπινες τραγωδίες. Πάνω σ’ αυτό δουλεύει ένας της παρέας, που είναι μουσικός. Ο συγγραφέας κάνει ένα άλμα στο μέλλον και μας πληροφορεί πως οι κριτικοί της εποχής θα θεωρήσουν ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε δημιουργηθεί «μια τόσο αποτελεσματική, συγκινησιακή κρίση», όσο τώρα που δέθηκαν οι εξαίσιοι ήχοι «στο μεγάλο σάρωμα της συναυλίας» με την εικόνα του ήρωα που αργοπεθαίνει και το πρόσωπό του προβάλλεται «τεράστιο στην οδύνη, μ’ όλα τα χαρακτηριστικά του καθαρά».

Η βραβευμένη με το Booker 2009 H. Mantel περιγράφει στο «Γουλφ Χολ» (Πάπυρος 2009, 16€) πώς πεθαίνει από την πανούκλα η γυναίκα του ήρωά της Τόμας Κρόμγουελ, ιστορικού προσώπου που από ταπεινός γιος σιδερά και μισθοφόρος φτάνει να γίνει βασικός μυστικοσύμβουλος του Ερρίκου του 8ου, μέχρι να χάσει κι αυτός το κεφάλι του από τον μοχθηρό βασιλιά. «Όταν ξυπνάει το επόμενο πρωί, η Λιζ δίπλα του ακόμα κοιμάται. Τα σεντόνια είναι υγρά. Εκείνη είναι ζεστή και αναψοκοκκινισμένη, το πρόσωπό της λείο σαν μικρού κοριτσιού». Αυτή η περιγραφή μιας ευτυχισμένης σχέσης παραπέμπει σε νυχτερινά παιχνίδια ενός αγαπημένου ζευγαριού αλλά είναι απατηλή. Μέχρι να φτάσει το μεσημέρι η Λιζ πεθαίνει πυρωμένη, με πόνους και παραισθήσεις. Κι ύστερα έρχεται η καραντίνα. «Οι διαταγές είναι να κρεμάσει η οικογένεια ένα μάτσο από άχυρα στην εξώπορτα ως σημάδι ότι εδώ χτύπησε η επιδημία, να μην αφήσει κανέναν να μπει στο σπίτι για σαράντα μέρες, να κλειστούν όλοι μέσα και να κυκλοφορούν όσο λιγότερο γίνεται».

Ο Πόε έγραψε το διήγημά του το 1842, όταν ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες από τις επιδημίες  πανούκλας του 18ου αιώνα. Η αρρώστια ήδη τον 14ο αιώνα είχε ονομαστεί «Μαύρος Θάνατος», εξ ου και η χρωματική ποικιλία στα δύο πρώτα διηγήματα. Και ενώ μέχρι τότε μεταδιδόταν με τη μορφή της βουβωνικής πανώλης, ξαφνικά απέκτησε καινούργια μορφή μολύνοντας τους πνεύμονες και από τον αέρα. Υπολογίζεται πως εξολόθρευσε κάτι πιο λίγο από τον μισό πληθυσμό της Ευρώπης. Τόσοι θάνατοι δεν μπορούσαν παρά να αποδοθούν είτε στη θεϊκή τιμωρία, είτε στον βδελυρό «άλλο». Χιλιάδες προσκυνητές που αυτομαστιγώνονταν διέτρεχαν την Ευρώπη και ο όχλος όπου εύρισκε Εβραίους τους εξόντωνε με κάθε διαθέσιμο τρόπο. Από την άλλη, πιο φωτισμένα μυαλά άρχισαν να αμφιβάλλουν. Γιατί ο Θεός τιμωρεί αφού αγαπά; Και γιατί δεν τιμωρεί μόνο τους αληθινά κακούς παρά στερεί τη ζωή από όλους χωρίς διάκριση, ακόμη και από μικρά παιδιά; Οι απαρχές της Αναγέννησης οφείλουν πολλά σε αυτές τις θεμελιώδεις ερωτήσεις, γιατί όποιος τις θέτει ξεφεύγει από το περιοριστικό πλαίσιο του μεσαιωνικού σχολαστικισμού, ψάχνει πλέον να βρει το αληθινό νόημα στο κείμενο, ερευνά και άλλα κείμενα αναζητώντας απαντήσεις. Κι έτσι αρχίζει η αναζήτηση αντιγράφων της αρχαίας ελληνικής σοφίας και της ρωμαϊκής ρητορικής.

Το δεύτερο διήγημα γράφηκε το 1946. Εδώ πλέον άλλες ανησυχίες προβληματίζουν τον δυτικό άνθρωπο. Η περιγραφή της μαζικής καταστροφής από τον μετεωρίτη (που πάντοτε είναι πιθανή) θυμίζει έντονα τη βόμβα της Χιροσίμα ενώ ο «Μπλε Θάνατος» ανακαλεί στη μνήμη τις εκατόμβες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με τη φονική χρήση αερίων. Ενώ η Mantel στο πολύτομο ιστορικό μυθιστόρημα ανατέμνει την ανθρώπινη συμπεριφορά στους ολισθηρούς διαδρόμους της εξουσίας και των δολοπλοκιών, όπου ένα τυχαίο γεγονός, ένα πλάγιο βλέμμα, ένας ψίθυρος μπορεί να πυροδοτήσει αλλαγές και εξελίξεις απρόβλεπτες με τεράστιες επιπτώσεις στην κοινωνία και στην ανθρώπινη ιστορία.

Για τις κοινωνικές επιπτώσεις των μεταδοτικών ασθενειών πρώτος μίλησε ο Θουκυδίδης και πιο πρόσφατα ο Ζ. Σαραμάγκου. Όμως τα βιβλία τους ήταν σε άλλο ράφι, οπότε θα συνεχίσουμε άλλη μέρα. Αν είμαστε καλά!


Ο Κωστής Σιμιτσής είναι δικηγόρος, περιφερειακός σύμβουλος, τ. Δήμαρχος Καβάλας