O αγέλαστος γιατρός με το τσιγάρο μόνιμα κολλημένο στα χείλη…

Εν είδει «μνημοσύνου» για ένα εμβληματικό πρόσωπο της Καβάλας του παρελθόντος


 

Της Σίσσυς Ακοκαλίδου

 


[ In memoriam Φοίβου Καμαράδου ]

 

Σαν όνομα μόνο τον είχα ακουστά. Ο ορθοπεδικός – χειρουργός που «συναρμολογούσε» ανθρώπους. Ο γιατρός που διατηρούσε χειρουργική κλινική στην παραλία της πόλης, που μόνιμα είχε κολλημένο το τσιγάρο στο στόμα του, αψύς στους τρόπους του προς τους ασθενείς και τους συνοδούς τους. Τον έτρεμαν όλοι. Αλίμονο σε όποιους βρίσκονταν μπροστά του όταν εντόπιζε ότι οι ασθενείς του δεν σιτίζονταν από το φαγητό της κλινικής! Τα τάπερ με τα γεύματα από το σπίτι εκσφενδονίζονταν, όπως και τα επανωφόρια των επισκεπτών, όταν έμπαινε στους θαλάμους της κλινικής του και έβλεπε «συνωστισμό» επισκεπτών. Ο αγέλαστος γιατρός που γέλασε όταν η μάνα μου του είπε:« Γιατρέ, το αισθανόμουν ότι μαζί με τον γύψο μού κόβετε και το πόδι μου, αλλά δεν σας είπα τίποτα για να μη με μαλώσετε». Ήταν η στιγμή που ανακάλυψε βγάζοντας το γύψο ότι την πετσόκοψε! Έρρεε το αίμα  ποτάμι από το πόδι της! Γέλασε τότε ο αγέλαστος γιατρός και η μάνα μου του είπε: «Γελάτε κιόλας, γιατρέ;»

Παραβρέθηκα, που λέτε, σε ένα μνημόσυνο το βράδυ της περασμένης Παρασκευής, πολύ ξεχωριστό και ιδιαίτερο από τα συνήθη. Δεν τελέστηκε σε εκκλησία, αλλά σε μια αυλή του Βύρωνα. Δεν το τέλεσε ιερέας, αλλά η αγαπημένη μου κυρία Στέλλα, γύρω στα 80, με τον πιο μελίρρυτο αφηγηματικό λόγο που έχω ακούσει. Να κρέμεσαι από το στόμα της και να ακούς με τις ώρες τις αφηγήσεις της με συγκλονιστικές λεπτομέρειες, χωρίς να σε κουράζει διόλου. Σε μια αυλή του Βύρωνα τελέστηκε  το μνημόσυνο για τον αείμνηστο γιατρό. Από εκείνες τις αυλές που σε κάνουν να νιώθεις προνομιούχα που έκτισες το πατρικό στο Βύρωνα και δεν αγόρασες διαμέρισμα στο κέντρο. Από τις αυλές  που «άκουσαν» τόσες ιστορίες από τις γυναίκες της γειτονιάς, που αν είχαν στόμα και χέρια να μιλήσουν και να γράψουν, θα  είχαν γεμίσει τόμους ολόκληρους από τοπική ιστορία…

Ο Καμαράδος διείσδυσε στην κουβέντα, με αφορμή την αναφορά που έγινε σε κάποια κυρία που παραμένει κλινήρης μετά από χειρουργείο στο ισχίο. Πώς η συζήτηση επεκτάθηκε στον συγχωρεμένο τον Καμαράδο, δεν θυμάμαι να σας πω. Εκείνο που μπορώ να σας πω είναι ότι με καθήλωσε και με συγκίνησε η αναφορά- αρχικά της κ. Στέλλας και στη συνέχεια και των υπολοίπων γυναικών – σε περιστατικά που είτε οι ίδιες βιώσαν είτε άκουσαν από τον περίγυρό τους. Όπως, σε εκείνο, με τον υλοτόμο από τη Θάσο, που τον πήγε η γυναίκα του «μια απλοϊκή κοπέλα με κοτσίδες» (ο γλαφυρός περιγραφικός λόγος της κ. Στέλλας που σας έλεγα)  κατακρεουργημένο και κομματιασμένο και  βγήκε από τα θαυματουργά χέρια του, μετά από πολλαπλά χειρουργεία, αρτιμελής. Ήταν ίσως η μοναδική φορά που ο Καμαράδος πήρε «μπαξίσι». Δεν δέχονταν ποτέ καλούδια από τους ευγνωμονούντες συγγενείς. Τη δαντέλα όμως από την απλοϊκή Θασίτισα την πήρε. «Ας την πάρω» της είπε, όταν προηγουμένως εκείνη του την πρόσφερε, λέγοντας: «Γιατρέ αυτό είναι χειροποίητο, πάρτε το για το γραφείο σας».

Εκείνο, με το παιδί ασφαλισμένου σε «κακό ασφαλιστικό ταμείο», που χειρούργησε επιτυχώς και αντί για χρήματα συμφώνησε με τους γονείς του να κρατήσει τις λάμες που θα έβγαζε μετά από λίγους μήνες  για να τις πουλήσει στη συνέχεια. Εκείνο, με το παιδάκι που υποβλήθηκε σε 16 χειρουργεία χωρίς μια δραχμή και ξεπέρασε σοβαρή αναπηρία που αντιμετώπιζε από τη γέννησή του. Από ό,τι κατάλαβα το αδύνατο σημείο του αγέλαστου και σκληρού γιατρού ήταν τα παιδιά. Χειρούργησε πολλά παιδιά (ανάμεσά τους πολλά παιδιά πομάκων από τη Ξάνθη), βοήθησε πολλές οικογένειες στην ώρα τη δύσκολη, σήκωσε πολλούς ανθρώπους από το κρεβάτι του πόνου.

Όταν η  αφήγηση της κ. Στέλλας ολοκληρώθηκε, γιατί ήρθε η ώρα να πάει για ύπνο, δεν σας κρύβω ότι με έπιασε μια στενοχώρια. Ήταν σαν να διακόπτονταν βιαίως ένα παραμύθι με  σκοτεινούς και ανεξερεύνητους ήρωες που ήθελες κι άλλα να μάθεις γι αυτούς, για να τους γνωρίσεις καλύτερα. Από εκείνα με την έντονη πλοκή και το καλό τέλος. Της ζήτησα την άδεια να γράψω δυο λέξεις, έτσι να συνεχίσω κι εγώ το «μνημόσυνο». Μου την έδωσε ευχαρίστως. Εκείνο που έχω να πω είναι ότι πάντα θα φροντίζω σε αυτή την αυλή να κουβαλάω το μαγνητοφωνάκι μου. Έτσι γράφεται η ιστορία, με τους ζωντανούς μάρτυρες να αποθέτουν τις αναμνήσεις τους από πρόσωπα που ήταν εμβληματικά για την πόλη μας…