Τροχαία δυστυχήματα: Ο ενδεχόμενος δόλος, η ενσυνείδητη αμέλεια και το περί Δικαίου αίσθημα

Μία νομική προσέγγιση του θέματος με αφορμή το πρόσφατο πολύνεκρο τροχαίο στο Περιγιάλι Καβάλας


 

Της Κωνσταντίνας Καρδαρά

 


Στη χώρα μας την Ελλάδα είναι συχνό το φαινόμενο των τροχαίων ατυχημάτων. Ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, το φαινόμενο είναι σε έξαρση και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό, αφού δεν σημειώνονται απλώς τροχαία ατυχήματα, αλλά δυστυχώς θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα.

Η δικαιοσύνη που καλείται να αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις αυτές αποδίδοντας ευθύνες και απαλύνοντας τον πόνο των θυμάτων ή των συγγενών τους, πέρα από το έργο αυτό με το οποίο είναι επιφορτισμένη, βαρύνεται συνήθως και με την ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος, που όχι σπάνια, δε συμφωνεί με τις επιλογές του νόμου, αν και ο νόμος συχνά λέγεται ότι πρέπει να εξυπηρετεί τη λειτουργία της κοινωνίας.

Σε πολύνεκρα ιδίως τροχαία ατυχήματα, το ζήτημα που βασανίζει, είναι ότι εμφανίζεται «ανακόλουθη», ή μη ανάλογη θα λέγαμε στη νομική επιστήμη, η επιβολή ποινών φυλάκισης, καθότι τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας και των σωματικών βλαβών από αμέλεια συνιστούν πλημμελήματα, σε σχέση με την κοινωνική απαξία που θεωρείται ότι προκαλούν, δεδομένου κυρίως και του ότι οι ποινές που επισύρουν στην πράξη και τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν εκτίονταν.

Το ζήτημα επικεντρώθηκε στη νομική επιστήμη στη διάκριση μεταξύ του ενδεχόμενου δόλου και της ενσυνείδητης αμέλειας. Διότι η τέλεση εκ δόλου ανθρωποκτονίας, συνιστά φυσικά κακούργημα, με τις εντεύθεν συνέπειες της δυνατότητας επιβολής προσωρινής κράτησης και απειλής σαφώς διαφορετικού πλαισίου ποινής, την οποία και θα κληθεί να εκτίσει ο δράστης.

Άλλωστε, μεταξύ τους υπάρχει μία αξιολογική σχέση διαβάθμισης όπου όσο πιο έντονη είναι η εσωτερική συμμετοχή στην πρόκληση του αποτελέσματος, τόσο πιο μεγάλη είναι και η κοινωνική αποδοκιμασία της πράξης.

Στο παρόν άρθρο γίνεται μία όσο το δυνατόν συνοπτική αναφορά στους λόγους για τους οποίους, όσο και αν ξενίζει στον μη μυημένο στη νομική επιστήμη απλό πολίτη, η αποδοχή της θέσης ότι ο υπαίτιος τροχαίου ατυχήματος από το οποίο επήλθε θάνατος, εμφορείται με δόλο ως προς το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου, τούτο αποτελεί όχι μόνο νομική αλλά και κοινωνική παρεκτροπή.

Στον ενδεχόμενο δόλο ο δράστης δεν επιδιώκει την επέλευση του αποτελέσματος ούτε την προβλέπει ως βεβαία, ωστόσο την προβλέπει ως ενδεχόμενη (παρεπόμενη) συνέπεια και την αποδέχεται, επιδοκιμάζοντάς την θετικά. Από πλευράς γνωστικού στοιχείου, το πεδίο που καλύπτει ο ενδεχόμενος δόλος θα εδύνατο να χαρακτηριστεί ως ‘το πεδίο της αμφιβολίας’, υπό την έννοια ότι ο δράστης αμφιβάλλει για το εάν η πράξη του θα έχει το αποτέλεσμα που σκέφτηκε ότι είναι ενδεχόμενο να επέλθει (Βαθιώτης Κωνσταντίνος, ∆όλος -Θεμελίωση και Αποκλεισμός του στο Ποινικό ∆ίκαιο, ∆ίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2003, σελ. 68).

Καταρχήν λοιπόν είναι ασύμβατη η παραδοχή ότι ο υπαίτιος θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος αποδέχεται το τυχόν αποτέλεσμα του θανάτου έτερου προσώπου. Στην πράξη προφανώς όλοι δεχόμαστε ότι ο δράστης «δεν το ήθελε».

Η αντίληψη όμως αυτή διαφοροποιείται κυρίως όταν προκαλούνται περισσότεροι θάνατοι. Έτσι έγινε προσπάθεια στις περιπτώσεις αυτές με τη θεωρία της αποδοχής του κινδύνου, να γίνει λόγος για ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου, ως προς το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου. Σύμφωνα µε αυτήν, ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όποτε ο δράστης αποδέχεται τον κίνδυνο (που συνιστά μία μη κανονική κατάσταση που δρομολογεί την επέλευση βλάβης ενός αγαθού) που θέτει µε τη συμπεριφορά του και αδιαφορεί για το αποτέλεσμα. Ακόμα και στην περίπτωση που ο δράστης δεν αποδέχεται το αποτέλεσμα έχει ενδεχόμενο δόλο εφόσον σκέφτεται : «ό, τι κι αν γίνει εγώ θα πράξω».

Ενσυνείδητη αμέλεια υπάρχει αντίθετα όταν ο δράστης πίστεψε πως τελικά το αξιόποινο αποτέλεσμα δε θα επέλθει (βουλητικό στοιχείο), το οποίο διέγνωσε ως ενδεχόμενο, σημείο στο οποίο ταυτίζεται η ενσυνείδητη αμέλεια με τον ενδεχόμενο δόλο (γνωστικό στοιχείο). Η πίστη βέβαια αυτή θα πρέπει να διαθέτει κάποιο στήριγμα-έρεισμα στην πραγματικότητα. Πίστη στην αποφυγή του αποτελέσματος μπορεί κατεξοχήν να συντρέχει στην περίπτωση που ο δράστης έλαβε αποτρεπτικά του κινδύνου μέτρα, ή όταν έχει συνηθίσει να εκτίθεται στο συγκεκριμένο κίνδυνο, όπως συμβαίνει ουκ ολίγες φορές με τους υπαιτίους τροχαίων ατυχημάτων.

Καλύτερα κατανοητό καθίσταται το πρόβλημα, μέσα από την επισκόπηση της νομολογίας. Κατά το υπ’ αριθ. 130/2004 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας (Ποιν. Δικ. 2004, σελ. 642), που αντιμετώπισε το πολύνεκρο τροχαίο δυστύχημα στα Τέμπη, «ο ενδεχόμενος δόλος ή κατά πιο ακριβή διατύπωση ο δόλος αποδοχής του ενδεχομένου, ενέχει μία αποδοχή που αφορά όχι σε αυτό το ίδιο το εγκληματικό αποτέλεσμα, που δυνατό και να είναι αποδοκιμαστέο από το δράστη, αλλά στον κίνδυνο, στο ενδεχόμενο της πραγμάτωσής του. Ωστόσο, με την αποδοχή του σοβαρού κινδύνου και με την εμμονή στην κινδυνώδη ενέργεια, συμβαδίζει κατ’ ανάγκη και μία έμμεση αποδοχή αυτού του ίδιου του αποτελέσματος, στο μέτρο που η επέλευσή του δε δύναται να αποκλεισθεί, ώστε αυτή είναι που τελικά «εντάσσει τη στάση του εμμένοντα στην κινδυνώδη ενέργεια στην περιοχή του ενδεχόμενου δόλου», και συμπληρώνει ότι «για τον προσδιορισμό της έννοιας της αποδοχής του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου, η επιστήμη αλλά και η νομολογία δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωστικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά, προσφέρει δηλαδή κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σε αυτήν το ακριβές της περιεχόμενο».

Οι κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση κατά του ανωτέρω βουλεύματος και έτσι εκδόθηκε το υπ’ αριθ. 179/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας (Ποιν. Δικ. 2004, σελ. 793), που διαφοροποιήθηκε ως προς το ζήτημα του ενδεχόμενου δόλου και συνεπώς και της ποινικής ευθύνης των κατηγορουμένων. Έκρινε λοιπόν ότι οι κατηγορούμενοι είχαν ενσυνείδητη αμέλεια και όχι ενδεχόμενο δόλο ως προς τις ανθρωποκτονίες, ενώ δέχτηκε πως συνέτρεχε στο πρόσωπό τους ενδεχόμενος δόλος αναφορικά µε το έγκλημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών. Πιο συγκεκριμένα το αναφερθέν βούλευμα έκρινε ότι ισχυρότερος αντενδείκτης ενδεχόμενου δόλου αποτελεί η «αυτοδιακιδύνευση του ίδιου του δράστη ή συγγενικών και φιλικών του προσώπων», καθόσον «στις περιπτώσεις που η επιλογή του δράστη οδηγεί αντικειμενικά στην αυτοδιακινδύνευσή του, κατά κανόνα θα έπρεπε να αποκλείεται ο ενδεχόμενος δόλος, εκτός εάν αυτός εμφορείται από σκοπό αυτοκτονίας ή έχει λάβει μέτρα αυτοπροστασίας». Αντιθέτως, ως ισχυρότατος ενδείκτης ύπαρξης ενδεχόμενου δόλου θεωρείται «ο σκοπός (συνήθως ιδιοτελής) που επιδίωκε ο δράστης σε συσχετισμό µε το εγκληματικό αποτέλεσμα που προκαταβολικά θυσίασε στο βωμό των συμφερόντων του». Ισχυρός από την άλλη μεριά αντενδείκτης υπάρξεως ενδεχόμενου δόλου σύμφωνα µε το ανωτέρω βούλευμα συντρέχει στις «περιπτώσεις χαμηλού πιθανολογούμενου ποσοστού κινδύνου ή όταν ο δράστης έχει συνηθίσει να εκτίθεται και να ανταπεξέρχεται στο συγκεκριμένο, έστω υψηλό, κίνδυνο, η πραγμάτωση του οποίου εμφανίζεται έτσι ως ελάχιστα πιθανή».

Τελικά και ο Άρειος Πάγος µε το υπ’ αριθ. 2313/2004 βούλευμά του (Ποιν. Χρ. ΝΕ, σελ.796), επικύρωσε το ανωτέρω εφετειακό βούλευμα.  Μάλιστα, ο ΑΠ µε αυτό το βούλευμα, ανήρεσε τη μέχρι τότε κρατούσα νομολογιακή άποψη, ότι η εμμονή του δράστη σε μία κινδυνώδη για το θύμα συμπεριφορά ενέχει και μία κατά λογική αναγκαιότητα έμμεση αποδοχή και αυτού του ίδιου του αποτελέσματος που θα επιφέρει ο συγκεκριμένος κίνδυνος.

Από τα ανωτέρω καθίσταται καταρχήν εμφανής η δυσκολία του ζητήματος, η οποία ενισχύεται όταν αριθμούνται περισσότερα θύματα.

Τα πρώτα συμπεράσματα που εξάγονται έχουν να κάνουν με το ότι εμφανίζεται τουλάχιστον παράλογη η αποδοχή του ενδεχόμενου δόλου θανάτωσης, όταν ο δράστης θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος, εξαιτίας της συμπεριφοράς του, διατρέχει τον ίδιο ακριβώς κίνδυνο κι ενώ μάλιστα δεν έχει κανένα λογικό κίνητρο για την τέλεση του εγκλήματος, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές στα τροχαία ατυχήματα. Αυτά τα δύο ίσως είναι και τα σημαντικότερα αντεπιχειρήματα. Από δογματική δε άποψη, το τρωτό σημείο της έτερης θέσης είναι ότι κάνει λόγο για αποδοχή του κινδύνου επέλευσης του θανάτου. Όμως είναι διαφορετικό πράγμα η αποδοχή του κινδύνου επέλευσης ενός αποτελέσματος και διαφορετικό πράγμα η αποδοχή αυτού καθαυτού του αποτελέσματος, με την άποψη να συγχέει το δόλο διακινδύνευσης με το δόλο βλάβης, υποστηρίζοντας ουσιαστικά πως ο πρώτος εμπερικλείει και τον δεύτερο (!) καθώς συγχέει και τα όρια των αντίστοιχων εγκλημάτων. Μάλιστα για να στηρίξει τη συγκεκριμένη οπτική, παραμερίζει το βουλητικό στοιχείο του δόλου, υποβιβάζοντάς το και ερευνώντας το αμιγώς με βάση το γνωστικό στοιχείο, ενώ πρόκειται για δύο διακριτά αλλά ισότιμα στοιχεία που μαζί συνθέτουν το δόλο, θυμίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την πάγια, όλως ατεκμηρίωτη θέση, ότι δεν απαιτείται περαιτέρω αιτιολόγηση του δόλου, καθόσον «αυτός εμπεριέχεται στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος».

Ο ένας πυλώνας υποστήριξης της κατάφασης του ενδεχόμενου δόλου, ειδικά στα τροχαία ατυχήματα, εστιάζει στην εμμονή του δράστη στην κινδυνώδη δράση του, ως από τους πλέον σημαντικούς ενδείκτες. Έτσι, όταν ο δράστης εμμένει στη συνέχιση της επικίνδυνης συμπεριφοράς του παρά την πρόβλεψη του (ανεπιθύμητου) αποτελέσματος ως ενδεχόμενου, αντί να αποστεί από την τέλεσή της, δυνάμεθα να εξαγάγουμε το συμπέρασμα ότι εκείνος συμβιβάσθηκε µε την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, αποφάσισε να το ανεχθεί, προτίμησε να καταβάλει το τίμημα του αποτελέσματος και ως εκ τούτου αποφάσισε να προσβάλει το οικείο έννομο αγαθό (Μυλωνόπουλος Χρήστος, Ποινικό ∆ίκαιο – Γενικό Μέρος I και II, ∆ίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σελ. 260).

Ιδίως όμως στο πεδίο των τροχαίων ατυχημάτων, η εμμονή στην κινδυνώδη δράση έχει συνήθως και άλλη όψη, που συνιστά αντενδείκτη του ενδεχόμενου δόλου: Όταν ο δράστης είχε ενεργήσει κατά τον αυτό επικίνδυνο τρόπο και κατά το παρελθόν, χωρίς ωστόσο να έχει δημιουργηθεί το παραμικρό πρόβλημα και χωρίς βέβαια να έχει διερωτηθεί κανείς μήπως ο δράστης θα αποδεχόταν το εγκληματικό αποτέλεσμα, εάν αυτό επήρχετο. Άραγε θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτές τις περιπτώσεις επικίνδυνης δραστηριότητας ως απόπειρες τέλεσης του σχετικού εγκλήματος με ενδεχόμενο δόλο; (Μυλωνόπουλος Χρήστος, Ποινικό ∆ίκαιο – Γενικό Μέρος I και II, ∆ίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σελ. 263).

Άλλωστε, ορθά έχει επισημανθεί, ότι «η επικινδυνότητα ορισμένων πράξεων για την ανθρώπινη ζωή αποτελεί μεν μια σοβαρή ένδειξη, όχι όμως και έναν δεσμευτικό λόγο για να θεωρηθεί αποδεδειγμένη η επιδοκιμασία του θανατηφόρου αποτελέσματος από το δράστη» (Τσιρίδης Π., Ο ενδεχόμενος δόλος-θεωρία και πρακτική, Ποιν. Χρ. ΝΒ/2002, σελ. 961 επ.).

Πάντως, έχει επισημανθεί από τον Χαραλαμπάκη, ότι η συμπεριφορά του δράστη αν και εμφανίζει υψηλό ποσοστό επικινδυνότητας, μπορεί να αποκλείει τον ενδεχόμενο δόλο όταν «η εξέλιξη του αιτιώδους συνδέσμου έχει τέτοια μοναδική πρωτοτυπία, ώστε καθίσταται εντελώς μη προβλέψιμη και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτέλεσε αντικείμενο του γνωσιολογικού στοιχείου του δράστη». Το τελευταίο βέβαια δεν είναι άνευ αντιρρήσεων δεκτό στο πεδίο των τροχαίων ατυχημάτων, δεδομένου ότι υφίσταται το άρθρο 12 του Κ.Ο.Κ. και η θεωρία της αμυντικής οδήγησης, που επιβάλλει να αποφεύγουμε κάθε συμπεριφορά που θα μπορούσε να προκαλέσει τροχαίο ατύχημα.

Σχετική είναι εδώ και η κρίση του προαναφερθέντος υπ’ αριθ. 179/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, ότι «πρέπει να συνεκτιμηθεί η γενικότερη θετική στάση των κατηγορουμένων έναντι των εννόμων αγαθών τρίτων, διότι από τα ποινικά τους μητρώα δεν προκύπτει στάση και διάθεση προσβολής από δόλο εννόμων αγαθών τρίτων».

Συμπληρωματικά στον ανωτέρω ενδείκτη μπορεί να ληφθεί υπόψη η ιδιοτέλεια του σκοπού του δράστη και ειδικότερα το τυχόν κέρδος που του εξασφαλίζει η εμμονή στην κινδυνώδη δράση (όπως συνέβη στο προαναφερθέν υπ’ αριθ. 179/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, όπου σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση που δεν υιοθετήθηκε, ο οδηγός της νταλίκας «υπέβαλε ως σημαντικότερο έννομο αγαθό αυτό της εργασίας και της αμοιβής από αυτήν, από το έννομο αγαθό της ζωής και της υγείας».

Και εδώ όμως δεν παύει να είναι ερευνητέο εάν ο δράστης αποδέχεται τον κίνδυνο, ή το αποτέλεσμα του θανάτου.

Ο άλλος πυλώνας εστιάζει στη θέση ότι η αποδοχή του κινδύνου επέλευσης του θανάτου συνιστά και αποδοχή του αποτελέσματος του θανάτου, κάτι που όπως αναφέρθηκε συγχέει το δόλο διακινδύνευσης με το δόλο βλάβης και αντίστοιχα εγκλήματα.

Έτσι, παραβιάζεται η θεμελιώδης αρχή της ενοχής, καθώς για την κατάφαση του ενδεχόμενου δόλου δεν απαιτείται κάλυψη ολόκληρης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος από τη γνώση του δράστη αλλά, σύμφωνα με αυτήν, η γνώση του δράστη εκτείνεται μόνο στον κίνδυνο επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος, ο οποίος και δεν τυποποιείται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αλλά λογικά προηγείται αυτής (Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό δίκαιο – Επιτομή γενικού μέρους – Άρθρα 1 – 49 ΠΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα, στ’ έκδοση, 2001, σελ. 183).

Μάλιστα, όπως και αναφέρεται, πρόκειται αναπόφευκτα για «έμμεση» αποδοχή, του αποτελέσματος, η οποία αντιβαίνει στο γράμμα του νόμου, ενόψει της διατύπωσης της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου στο άρθρο 27 παρ. 1 Π.Κ., όπου προστίθεται και το βουλητικό στοιχείο «αποδέχεται».

Σημειωτέο ότι επί της θέσης αυτής, ρόλο διαδραματίζει και η συζήτηση γύρω από το περιεχόμενο της έννοιας της «αποδοχής» του εγκληματικού αποτελέσματος. Οποιαδήποτε όμως ουσιαστική αλλοίωση του εννοιολογικού περιεχομένου του ρήματος «αποδέχομαι» με την υπαγωγή σε αυτό ακόμη κι εκείνων των περιπτώσεων που ο δράστης προβαίνει στην εγκληματική ενέργεια ελπίζοντας ή πιστεύοντας ότι θα αποφύγει το εγκληματικό αποτέλεσμα διευρύνει ανεπίτρεπτα το αξιόποινο σε βάρος του κατηγορουμένου. Όταν ελπίζω ότι δεν θα επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, λογικά δεν το αποδέχομαι. Απόφαση και επιπόλαιη ακόμη, πίστη, παρουσιάζουν ποιοτική διαφορά.

Όμως και η ίδια η νομολογία από την άλλη δέχεται ότι «η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο την έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επέλευσης του), η οποία πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή αποτελεί κατά το άρθρο 28 ΠΚ στοιχείο την ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ενδεχόμενου δόλου και της ενσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Για την κατάφαση του βουλητικού στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου (αποδοχής) δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος που προέβλεψε και εντεύθεν το επιδοκίμασεχωρίς εκ του βαθμού της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα να τεκμαίρετε και η αποδοχή του ή να καθίσταται περιττή η απόδειξη αυτής» (ΑΠ 378/2008, Ποιν. Δικ. 2009, σελ. 139).

Ο Ποινικός Κώδικας όμως έχει λύση και αυτή βρίσκεται στο άρθρο 290, στο αδίκημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών. Στα εγκλήματα αυτά οι τυποποιούμενες συμπεριφορές παρουσιάζουν ήδη σε αφηρημένο επίπεδο μια έντονη δυναμικότητα αυτοδύναμης εξέλιξης προς το παραπέρα αποτέλεσμα του θανάτου, ώστε να μην μπορεί κανείς να υποθέσει βάσιμα ότι αυτό το στοιχείο δεν το έλαβε υπόψη του ο νομοθέτης για την τιμώρηση της βασικής πράξης και τη διαμόρφωση ενός πλαισίου απειλούμενης ποινής γι’ αυτή. Αυτή η δυναμικότητα αυτοδύναμης εξέλιξης, που παρουσιάζει η βασική συμπεριφορά, δικαιολογείται και συνδυάζεται με το γεγονός ότι ο κίνδυνος αφορά σε αόριστο αριθμό εννόμων αγαθών και ότι αυτή η αυξημένη, διευρυμένη πιθανότητα επέλευσής του, αυξάνει με τη σειρά της και την πιθανότητα της επέλευσης του αποτελέσματος του θανάτου, αναγνωρίζοντας μια ιδιαίτερη απαξία (Καϊάφα – Γκμπάντι Μ., Έννοια και προβληματική των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 221).

Μάλιστα έτσι μπορούν με μεγαλύτερη ασφάλεια να λειτουργήσουν οι ενδείκτες διαπίστωσης του ενδεχόμενου δόλου, ο οποίος θα πρέπει να καλύπτει στο βουλητικό πεδίο μόνο τον κίνδυνο και όχι την επέλευση της βλάβης (Δημήτραινας Γ., Η λειτουργία των εγκλημάτων διακινδύνευσης και «εκ του αποτελέσματος» στην ορθή διάκριση του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια, Εισήγηση στη Διημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου με θέμα: Ενδεχόμενος δόλος – Ενσυνείδητη αμέλεια – τρίτη μορφή υπαιτιότητας; Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών Δ.Π.Θ., Πρακτικά Διημερίδας στο Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου – Ιούνιος 2005, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα 2006, σελ. 65).

Έτσι κρίνεται (Α.Π. 337/2010, Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) ότι «Κάθε επικίνδυνη, παρατεινόμενη συμπεριφορά οδηγών αυτοκινήτων στους δρόμους (επικίνδυνη οδήγηση, οδήγηση υπό καθεστώς μέθης, κακή συντήρηση του κινούμενου οχήματος, υπερβολική ταχύτητα, κακή πρόσδεση φορτίου σε καρότσες φορτηγών, σε σχάρες ή πορτ-μπαγκάζ αυτοκινήτων κ.λπ.) αποτελεί καθεαυτή αξιόποινη πράξη, διότι θέτει σε κίνδυνο (αφηρημένα – συγκεκριμένη διακινδύνευση) την ασφάλεια της συγκοινωνίας της οδού, επί της οποίας κινείται το όχημα (άρθρο 290 παρ. 1α’ ΠΚ). Αν, τώρα, από την επικίνδυνη για τη συγκοινωνία πράξη ή παράλειψη προκληθεί ατύχημα και επέλθει θάνατος ανθρώπου (οιουδήποτε ανθρώπου) η ποινή επιβαρύνεται, αφού ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς μεταβάλλεται από πλημμέλημα σε κακούργημα (άρθρο 290 παρ. 1β’ ΠΚ). Έτσι, ο ενδεχόμενος δόλος δεν αναφέρεται στην απώλεια της ανθρώπινης ζωής (για την οποία αρκεί αμέλεια, αφού πρόκειται για έγκλημα εκ του αποτελέσματος) αλλά στη δημιουργία απλώς κινδύνου για τη συγκοινωνία, τον οποίο κίνδυνο αποδέχεται ο επικίνδυνος οδηγός, ελπίζοντας ωστόσο να αποφύγει τραυματισμούς και θανάτους (Μανωλεδάκης Ι., Παρατηρήσεις στην Εγκ. Εισ. Πρωτ. Θεσ. 2138/2003 ΠοινΔικ 2003, σελ. 524).

Εν κατακλείδι, πρέπει να επισημάνουμε, ότι αντεπιχείρημα προκύπτει και εκ του άρθρου 79 παρ. 2γ ΠΚ όπου: «για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο αποβλέπει… (…) γ. στην ένταση του δόλου ή στο βαθμό της αμέλειας του υπαιτίου».

Κλείνοντας, από τη μία πλευρά : «το θεωρητικώς και πρακτικώς σπουδαιότατο ζήτημα χάραξης ορίων ανάμεσα στο δόλο και στην αμέλεια λύνεται από επιστήμη και νομολογία ευκαιριακά, ανάλογα με τον ηθικοκοινωνικά αξιοκατάκριτο χαρακτήρα της συγκεκριμένης περιπτώσεως, προς τον οποίο προσαρμόζονται οι διάφορες θεωρίες, για να δικαιολογηθεί –κατ’ ουσίαν εκ των υστέρων– η αξιολόγηση που έχει ήδη λάβει χώρα: όταν ο προερχόμενος από τη συµπεριφορά του δράστη κίνδυνος δεν υπερβαίνει, σύμφωνα µε αντικειμενικά κριτήρια, ένα λογικό ποσοστό και η συμπεριφορά δεν προσκρούει κατάφωρα σε ηθικοκοινωνικές αξίες (…) θεωρία και νομολογία προτίθενται να δεχτούν ότι ο δράστης πίστευσε πως το αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν, να του καταλογίσουν δηλαδή μονάχα ενσυνείδητη αμέλεια. Όταν αντιθέτως ο κίνδυνος είναι από αντικειμενική σκοπιά υπερβολικά μεγάλος, είτε –ανεξάρτητα από το ποσοστό αυτού στη συγκεκριμένη περίπτωση– η συμπεριφορά σχετίζεται με ένα γενικότερα δυσάρεστο κοινωνικό φαινόμενο, τότε η αποδοχή του ενδεχόμενου δόλου εμφανίζεται ως πιο πιθανή» (Χαραλαμπάκης, Α., σε Πρακτικά ∆ιημερίδας στο ∆ικηγορικό Σύλλογο Ρόδου (3-4 Ιουνίου 2005), Ενδεχόμενος ∆όλος, Ενσυνείδητη Αμέλεια, τρίτη μορφή υπαιτιότητας, ∆ίκαιο & Οικονοµία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2006, σελ. 19).

Από την άλλη δε πλευρά, ο Ιωάννης Μανωλεδάκης, στις παρατηρήσεις του για την Εγκύκλιο του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης (2138/2003), αναφέρει: «Οι εισαγγελείς μας… να μην προσφεύγουν στην εύκολη λύση της «ανθρωποκτονίας», βαφτίζοντας μάλιστα την αμέλεια σε ενδεχόμενο δόλο προκειμένου να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη όταν συμβαίνει ένα τραγικό δυστύχημα, διότι έτσι προσβάλλουν τη νομιμότητα στην άσκηση της ποινικής καταστολής και δίνουν ουσιαστικά και συγχωροχάρτι στην εκτελεστική εξουσία για τις παραλείψεις της σε καθημερινή βάση».


Η Κωνσταντίνα Καρδαρά είναι δικηγόρος-ποινικολόγος Καβάλας, συνεργάτις του Δικηγορικού Γραφείου «Μανώλης Δ. Βονικάκης»