Σίσσυ Ακοκαλίδου: Έμεινα σπίτι και ξεπέρασα τις αναστολές μου…

Καβαλιώτες μοιράζονται με τους αναγνώστες του KAVALA POST σκέψεις, συναισθήματα και στιγμές από την καθημερινότητά τους «μένοντας στο σπίτι»

Μένω σπίτι, έστω για λίγες ημέρες. Ο εγκλεισμός είναι μια ευκαιρία για επανεξέταση πολλών πραγμάτων, επανεξέταση που προσωπικά με έφερε μπροστά σε μια μεγάλη  υπέρβαση, αλλά και σε μια μεγάλη χαρά και συγκίνηση που τα λόγια είναι φτωχά να περιγράψουν. Ξεπέρασα τις αναστολές μου, τους φόβους μου και ανακάλυψα μια μεγάλη αλήθεια…

Κοντά 5 χρόνια πέρασαν από τότε που «έφυγε» ο Γιώργος, τόσο άδικα και τόσο μαρτυρικά. Όσο ζούσε, ήταν υπόδειγμα ανθρώπου σχολαστικού με την τάξη, την οργανωτικότητα.  Το αρχείο του από τα χρόνια της έγγαμης ζωής μας θα το ζήλευε λογιστήριο ανώνυμης εταιρίας. Όλα ταξινομημένα σε ομοιόμορφα –ακόμη και ομοιόχρωμα– κλασέρ, ανά έτος. Από το διάστημα που κατασκευάζονταν το σπίτι αναρωτιόμουν γιατί ο σχεδιασμός της μιας ντουλάπας παρέπεμπε σε έπιπλο γραφείου.  Ήταν ο μοναδικός χώρος για τον οποίον δεν είχα άποψη, τον έβλεπα να δείχνει τα σχέδια στον μαραγκό και να του εξηγεί πώς ήθελε να είναι τα ντουλάπια, τα συρτάρια στη μια από τις δυο ντουλάπες του σπιτιού. Το κατάλαβα αργότερα, όταν μου επέβαλε… περιορισμούς στον χώρο που μπορώ να χρησιμοποιώ, για χάρη του αρχείου που ήθελε να δημιουργήσει.

Μένοντας λοιπόν στο σπίτι, ως γνήσια Παρθένος, στα ντουλάπια και γενικότερα στις αθέατες γωνιές του σπιτιού διέθεσα τον χρόνο μου, μετά τις καθημερινές δουλειές και τις ώρες που ξόδευα, ομολογουμένως με μεγάλη χαρά, στον Σπίθα (ένα τετράποδο αρσενικό σκυλάκι 4,5 μηνών που κατέκτησε τη ζωή μου).

Την τρίτη ημέρα του εγκλεισμού σειρά είχε η ντουλάπα του Γιώργου – έτσι καθιερώθηκε να λέγεται η ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς μου. Αφού αποφάσισα ότι τα κλασέρ με τα φορολογικά, το κλασέρ με τα συμβολαιογραφικά έγγραφα και το κλασέρ των τραπεζών δεν θα τα πείραζα για κάθε ενδεχόμενο, ξεφορτώθηκα στην ανακύκλωση τα συγκεντρωτικά ετήσια κλασέρ από το 1984 ως το 2010 μέσα στα οποία μπορούσες να βρεις τα πάντα, αποδείξεις, λογαριασμούς ΔΕΚΟ, μισθοδοσίες κ.λπ. Έτσι, γέμισα τον μισό κάδο ανακύκλωσης στον δρόμο μου. Καλού-κακού, έκανα και έναν έλεγχο μήπως υπήρχε μέσα σε αυτά κάποιο ξεχασμένο έγγραφο χρηστικό.

Και μετά το επίπονο απόγευμα του Σαββάτου, με τα μάτια μου να στάζουν αίμα –έτσι τουλάχιστον τα αισθανόμουν– και τη μέση μου κομμάτια από το βάρος που κατέβασα από το σπίτι μέχρι το δρόμο, ήρθε το βράδυ των αποφάσεων.

Δυο μεγάλοι χαρτοφύλακες έμεναν που έπρεπε να τους ανοίξω. Ήξερα τι περιείχαν, αλλά δεν ήθελα να τους ανοίξω τόσα χρόνια τώρα. Ο ένας ήταν το αρχείο των εξετάσεών του. Πήγαινε πάντα στους γιατρούς με αυτό τον χαρτοφύλακα. Του έλεγα «τι θέλεις και κουβαλάς ολόκληρο ιατρικό αρχείο, ο γιατρός θέλει μόνο τις τελευταίες εξετάσεις». «Ξέρω εγώ τι κάνω», μου απαντούσε και τον ζαλώνονταν.

Όπως ήταν, αφού εξέτασα το περιεχόμενό του προσεκτικά, δεν βαρέθηκα και κατέβηκα για να πετάξω και αυτόν. Ένιωσα λύτρωση, σαν να έφευγε το κακό επιτέλους από το σπίτι. Γύρισα και κάθισα στην πολυθρόνα, έκλεισα την τηλεόραση, δεν ήθελα το παραμικρό να αποσπάσει την προσοχή  μου. Ναι, ήθελα να τον ανοίξω τον μοναδικό πλέον χαρτοφύλακα, εκείνον που τόσες φορές επιχείρησα να ανοίξω μα κάθε φορά έκανα πίσω, νιώθοντας ότι θα παραβίαζα κλειστές θύρες. Είχα τις αναστολές μου ότι εν τη απουσία του θα τρύπωνα στα σώψυχά του, θα τρύπωνα στα μυστικά του, σε όσα δεν μου είπε για να προστατέψει τον εαυτό του ή εμένα ή και τους δυο μαζί.

Τον άνοιξα τελικά και βρέθηκα σε έναν θησαυρό αναμνήσεων. Φωτογραφίες δικές μας από τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας, δικές του με άλλες κοπέλες, με φίλους του από το σχολείο, τον στρατό, καρτούλες ευχετήριες, εισιτήρια από ποδοσφαιρικούς αγώνες, τετράδια του δημοτικού από εκείνα με τη μισή σελίδα λευκή για ζωγραφιές και την άλλη μισή με γραμμές για την ορθογραφία, μέχρι και ένα σκονάκι για τις εξετάσεις κάποιας σχολικής χρονιάς του άλλοτε εξατάξιου γυμνασίου βρήκα!

Μα βρήκα και κάτι ακόμη που μετά την πρώτη συγκίνηση μού έφερε απερίγραπτη χαρά· έναν μεγάλο φουσκωτό κίτρινο φάκελο με την ένδειξη «Γράμματα Σίσσυς». Ναι, ήταν όλα τα γράμματα που του έστελνα όσο εκείνος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία κι εγώ σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη. Γράμματα που έσταζαν έρωτα, γράμματα που σε έναν γενναίο καβγά, πολλά χρόνια μετά, μου ομολόγησε –ψεύτικα βέβαια, όπως αποδείχθηκε– ότι τα έσκισε και τα πέταξε! Ήταν όλα εκεί, ανά ημερομηνία! Ο χαρτοφύλακας έκλεισε, ξέροντας ότι προορίζεται για τον γιο μας. Κράτησα μόνο τον κίτρινο φάκελο με τα γράμματα.

Αυτός είναι δικός μου…


Η Σίσσυ Ακοκαλίδου είναι δημοσιογράφος, αρχισυντάκτρια της Καιθημερινής Εφημερίδας της Καβάλας Νέα Εγνατία