Μνήμη Φώτη Πρασίνη

Για τον συγγραφέα που μέσα από τα διηγήματά του ανέδειξε τη δημοκρατία της φτώχειας και της ανέχειας


 

Του Δημήτρη Εμμανουηλίδη

 


Από τα μαθητικά μου χρόνια είχα ακούσματα για τη δράση στην πνευματική ζωή της πόλης μας ενός συγγραφέα με τ’ όνομα Φώτης Πρασίνης. Πήγαινα στη Δημοτική βιβλιοθήκη, στο στενό της Ομόνοιας και έψαχνα στα ράφια της να τον συναντήσω νοερά. Για χρόνια δε στάθηκε μπορετό να γίνει αυτή η συνάντηση. Μια αχλή περιέβαλλε τη λογοτεχνική μορφή του.

Όταν το έργο του δημιουργού δεν σου αποκαλύπτεται μέσα απ’τις σελίδες του, τότε δύο τινά μπορούν να συμβούν: Το πρώτο και συνηθέστερο, να περάσει στην αφάνεια ο δημιουργός.

Το δεύτερο, με τη φαντασία σου να προσπαθήσεις να τον προσωπογραφήσεις. Σ’αυτό το δεύτερο ακούμπησα, μέχρι που στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης μας, με αίσθημα ιστορικής και κοινωνικής συνάμα ευθύνης προχωρώντας στην πρώτη έκδοση των διηγημάτων του-που μέχρι τότε παρέμειναν σκορπισμένα σε περιοδικά κι εφημερίδες-μου έδωσε τη δυνατότητα μιας ετεροχρονισμένης γνωριμίας.

Αναπάντητο παραμένει μέχρι σήμερα το ερώτημα. Πώς δεν ευτύχησε ο δημιουργός να δει, όσο ζούσε, την πολύχρονη συγγραφική του κατάθεση να κυκλοφορήσει σε μια προσωπική έκδοση?

Χωρίς να νομιμοποιούμαι, θα αποτολμήσω να καταθέσω κάποιες σκέψεις επί του προκειμένου.

Λόγοι αντικειμενικοί ή πιο σωστά εξωγενείς από τη μια και λόγοι υποκειμενικοί που έχουν να κάνουν με την ιδιοσυγκρασία του δημιουργού.

Στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει να επισημάνουμε την για λόγους οικονομικούς πλήρη αδυναμία από την πλευρά του δημιουργού να αποτολμήσει το εκδοτικό του εγχείρημα.

Όταν πασχίζεις για τον επιούσιο, τέτοια εγχειρήματα ισοδυναμούν με αποκοτιά. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Αγίου των Γραμμάτων μας, του μέγιστου διηγηματογράφου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Κατά δεύτερο ο κοινωνικός περίγυρος συχνά περιορίζει το πεδίο της δημόσιας έκθεσης και λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας για ανάλογες απόπειρες εξόδου από τα τείχη απομόνωσης της μικροαστικής κοινωνίας.

Ετσι η πνευματική κατάθεση του δημιουργού προκαλεί την αδιαφορία και την άρνηση του πνευματικού κατεστημένου να τον δεχτεί ως συνδαιτημόνα στην πνευματική τράπεζα. Εδώ έρχεται να συνεπικουρήσει στο τελικό αποτέλεσμα η ιδιοσυγκρασία του δημιουργού. Πρόσφυγας από την Αν. Θράκη ο Πρασίνης. Σχηματικά μιλώντας, όμως έχοντας υπόψη ότι το σχήμα δίνει μορφή στα ανθρώπινα, θα επισημάνω την έμφυτη αλλά και σμιλεμένη απ’το χρόνο εσωτερική ευγένεια και διακριτικότητα των Θρακιωτών που φτάνει στα όρια της αγοραφοβίας. Η διακριτικότητα και η κοινωνική συστολή αδικεί τελικά την προσωπικότητα και απομειώνει το πραγματικό της εκτόπισμα. Είναι αυτή η ψυχική ευγένεια που στους άνυδρους από ευαισθησία καιρούς μας, από χάρισμα ανθρώπινο απολήγει σε αδυναμία. Μέσα σ’αυτό το σχήμα εντάσσω και την περίπτωση του Πρασίνη.

Ευτύχησα για τέσσερις δεκαετίες να διακονήσω το χώρο της εκπαίδευσης. Μέσα από τη διαδρομή μου συνειδητοποίησα πως οι αλλεπάλληλοι ομόκεντροι κύκλοι στο γνωστικό πεδίο πρέπει να έχουν πυρήνα τη γνώση του μικρόκοσμού μας, εν προκειμένω της πόλης μας που η μοίρα μας έταξε να ζούμε.

Αδυναμία μυωπική του εκπαιδευτικού συστήματος μέχρι πρότινος να αντιληφθεί αυτή την αναγκαιότητα και να την εντάξει στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό της.

Είναι πια καιρός να υπάρξει αυτή η απαραίτητη γνωριμία των παιδιών με την τοπική ανθρωπογεωγραφία και ιστορία.

Παράλληλα οι πολιτιστικοί σύλλογοι οφείλουν, μέσα στα πλαίσια του μορφωτικού τους ρόλου, να επωμιστούν την ευθύνη μετάγγισης αυτής της γνώσης στις νεότερες γενιές. Στο σημείο αυτό επισημαίνω τη θετική ανταπόκριση της Θρακικής Εστίας να υπηρετηθεί αυτή η ανάγκη.

Ανάγκη που στη συγκεκριμένη περίπτωση παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας λογοτεχνικής συνάντησης με το έργο του Πρασίνη.

Συνάντηση με τα 31 διηγήματά του που με τη ρεαλιστική γραφή τους φωτογραφίζουν την εποχή τους.

Τα πέτρινα χρόνια που κλείνουν μέσα τους μισό αιώνα ανημπόριας και μιζέριας. Σκηνές απ’τη «Γειτονιά των Αγγέλων», τη «Συνοικία το όνειρο» ξεπηδούν μέσα από την αφηγηματική γραφή του Πρασίνη.

Είναι η εποχή που το ατομικό αδιέξοδο βρίσκει αποκούμπι στη συλλογική περιπέτεια, καθώς οι καθημερινοί ήρωες εκχωρούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο ανώνυμο πλήθος  στο χορό της αρχαίας τραγωδίας.

Και μέσα απ’αυτό το χορό ξεπηδούν μορφές αλαφροϊσκιωτες με γνωρίσματα μεταφυσικά, φερμένα απ’τις δοξασίες της Ανατολής. Εκεί όπου η λογική υποχωρεί και δίνει τη θέση της στο υπέρλογο ή παράλογο. Κι είναι τότε που ανοίγει ο δρόμος για τις βασκανίες και τα ξόρκια.

Η γραφή του Πρασίνη είναι έκδηλα βιωματική.

Γράφει για τα καθημερινά πάθια του που συγκαιρινά είναι και τα πάθια της γενιάς του. Ξεριζωμός, ορφάνια, κακουχίες, πείνα συνθέτουν τον κοινωνικό καμβά που πάνω του ξεδιπλώνει τη δράση των ηρώων του, συχνότερα του ίδιου του εαυτού του.

Μέσα απ’τα διηγήματά του ο Πρασίνης αναδείχνει τη δημοκρατία της φτώχειας και της ανέχειας.

Ο κοινωνικός του περίγυρος σπαρταρά μέσα στα δίχτυα της ανημπόριας, της εξουθένωσης από την αδικαίωτη καθημερινή βιοπάλη. Λέξεις καθαγιασμένες στις διηγήσεις του, ο μύλος, ο φούρνος, το αλεύρι, το ψωμί.  Όλα ταυτισμένα με τον αγώνα για επιβίωση.

Μίλησα για τη δημοκρατία της ανέχειας. Είναι η σκιερή πλευρά της κοινωνίας που ωστόσο δίνει κουράγιο και απαντοχή στους αναρίθμητους μοιραίους της κοινωνίας να αντέξουν την αδυσώπητη καθημερινότητα. Ο καθένας καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του άλλου, του αδελφού, του συγγενή, του γείτονα, του συντρόφου στο καπνομάγαζο, στο καπνοχώραφο ή στο γιαπί. Τους άλλους, τους λίγους που πνίγονται μέσα στη χλίδα τους ούτε που τους βλέπουν. Τα ένοχα τις πιο πολλές φορές πλούτη τους δεν τους αγγίζουν.

Τους είναι αρκετό που νιώθουν τη συντροφικότητα των αναρίθμητων δικών τους ανθρώπων.

Των ανθρώπων της δικής τους δημοκρατίας.

Ομως η ζήση για τον Πρασίνη δεν έχει μόνο αγωνίες, αγώνα και οδύνη. Μέσα απ’τις χαραμάδες της περνά ο λυτρωτικός έρωτας.

Ενας έρωτας σεπτός, ανομολόγητος τις περισσότερες φορές, ευλαβικός, καθαρτήριος εν τέλει. Κάτι σαν μετάληψη των Αχράντων μυστηρίων.

Αλλωστε έτσι ήταν τα πράγματα τότε.

Υπαινικτικές ερωτικές σκηνές και όχι περιγραφές φόρα παρτίδα.

Αταξίδευτος ο Φώτης Πρασίνης σ’όλη του τη ζήση ριζώνει στην πόλη μας με αναγκαστικές σύντομες αποδράσεις, όπως ειπώθηκε.

Οι γραμμές των οριζόντων του επομένως οριοθετούνται ανάμεσα στη Σαμοθράκη και το ΑγιονΟρος. Το διάνυσμα αυτό ισοζυγιάζεται, έχει για κέντρο του τη Θάσο.

Δε θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Κάθε φορά που η ματιά του πέφτει στη θάλασσα, αναπότρεπτα φανερώνεται μπροστά του η Θάσος. Μάλιστα με το απόβροχο ο μαϊστρος την φέρνει τόσο κοντά που με μια δρασκελιά μπορείς να την αγγίξεις.

Αυτός ωστόσο δεν είναι ο μόνος λόγος που το απέναντι νησί έχει ξεχωριστή θέση στις διηγήσεις του Πρασίνη. Η άλλη αιτία είναι ότι η μοίρα των Θασίων είναι δεμένη με την πόλη μας ελέω καπνεργασίας.

Σ΄όλο το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα οι Θασίτες ζουν μιαν ιδιότυπη προσφυγιά, καθώς το μισό σχεδόν χρόνο καπνεργάτες και καπνεργάτριες φαρμακώνουν τα πνευμόνια τους στα καπνομάγαζα. Είναι τότε που το χτικιό αφανίζει τον πληθυσμό της.

Αυτή η ζοφερή πτυχή των ανθρώπων του απέναντι νησιού δε θα μπορούσε ν’αφήσει ασυγκίνητο τον καταγραφέα του ανθρώπινου πόνου διηγηματογράφο μας.

Θα ήταν παράλειψη να μη σταθούμε στην εκφορά του λόγου του Πρασίνη.

Γλωσσικός καμβάς του η δημοτική,. Τολμηρή συχνά στην άρθρωσή της. Λέξεις αδόκιμες, βγαλμένες απ’το γλωσσικό νταμάρι του δημιουργού.

Λέξεις που παρότι σπάζουν τις γραμματικές φόρμες λειτουργούν καθώς γίνονται άμεσα καταληπτές.

Ο Σεφέρης στις δοκιμές του σχετικά με τη γλώσσα αναφέρει «Ο καλύτερος τρόπος να κρίνουμε ένα κείμενο είναι να κοιτάξουμε να βρούμε ποιες λέξεις του δε λειτουργούν». Στη διηγηματογραφία του Πρασίνη ελάχιστες λέξεις δε λειτουργούν.

Κλείνοντας αυτή τη νοερή συνάντηση με το δημιουργό θά’ταν παράλειψη να μην αναφερθώ στην πλοκή των διηγημάτων του. Η αφήγησή του σε πρώτη ανάγνωση φαντάζει ευθύγραμμη. Χρονικά πισωγυρίσματα ωστόσο διακόπτουν τη ροή της αφήγησης καθιστώντας κάποιες φορές δύσκολη την παρακολούθησή της.

Το υλικό που καταθέτει στα διηγήματά του είναι ένα παιχνίδι προθέσεων. Ο Πρασίνης στο έργο του δεν περιγράφει. Καταγράφει με εντιμότητα και ακρίβεια τις ανθρώπινες σχέσεις, όπως εύστοχα επισημαίνει ο συντοπίτης μας Πρόδρομος Μάρκογλου.

Θα ’ταν απρέπεια να μην αναφερθώ στον πνευματικό ανασκαφέα Διαμαντή Αξιώτη που με θέρμη και απαράμιλλη υπευθυνότητα στα 1987 έφερε στο φως το λογοτεχνικό έργο του Πρασίνη που μέχρι τότε βρισκόταν διασκορπισμένο σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του και το συνέθεσε σε corpus στην έκδοση του 1987.

Με τη σκέψη του ελάχιστου οφειλόμενου χρέους μας στους ανθρώπους που με τη στάση ζωής και την πνευματική προσφορά τους υπήρξαν για όλους μας σηματωροί μιας τίμιας ζήσης, θα πρότεινε η ταπεινότητά μου να δεσμευτούμε για την επανέκδοσή του με τις όποιες ενδεχόμενα συμπληρώσεις.

Το χρωστάμε στους εαυτούς μας και περισσότερο στις επερχόμενες γενιές.

Ο Δημήτρης Εμμανουηλίδης είναι φιλόλογος, πρώην βουλευτής