Τα ελάχιστα μιας πόλης

Ο Καβαλιώτης συγγραφέας γράφει στη θερινή ανθολογία κειμένων του «Ελεύθερου Τύπου» αφιερωμένων σε πόλεις της Ελλάδος


 

Του Διαμαντή Αξιώτη

 


Παιδί ανέβαινα στο ψηλότερο σημείο των κάστρων για να υπολογίσω την έκταση της πολιτείας. Να δω τις επάλληλες σειρές των κόκκινων κεραμοσκεπών που ανηφόριζαν τον λόφο και να τις μετρήσω. Βαριόμουν γρήγορα, θύμωνα και τα παρατούσα.

Την έβλεπα να κείτεται όμορφη κι επιθυμούσα να την αγαπήσω. Να βρω τις μυστικές της κόχες όπου θα μπορούσαν να συμβούν οι μελλοντικές μου επιθυμίες. Αφέθηκα να με παρασύρει ένα αεράκι από θλίψη. Αισθάνθηκα πως, εκείνη η θλίψη ήταν ικανή να με σηκώσει απ’ το χώμα που πατούσα και ζήτησα να κρατηθώ από τα σφάλματα των ανθρώπων.«Κοιμούνται με τα λάθη τους» προεξόφλησα «για να σηκωθούν με τις ίδιες συνήθειες, που κι αυτές είναι άλλα λάθη, επαναλαμβανόμενα. Επιθυμούν ό,τι είναι αναγκαίο και δε γνωρίζουν πως αυτό είναι η παγίδα τους».

Σχεδόν τους λυπήθηκα μ’ εκείνη τη σκέψη, γιατί είχα ανάγκη να τους λυπηθώ.

Όση ώρα βρισκόμουν εκεί, το πέρασμα μιας σαύρας, το ράγισμα ενός κλώνου ή το αεράκι κάτω από το ρούχο μου αποκτούσαν υπέρμετρη αξία. Τέτοια που, οι εικόνες και η αίσθηση της υπεροχής που μου προσέφεραν τα ελάχιστα της πόλης μου θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο, ορίζοντας την μετέπειτα πορεία μου.

Τα κάστρα της πολιτείας κατέβαιναν μέχρι τη θάλασσα. Η Ήπειρος Θάσος απέναντι, στο σχήμα μιας ακίνητης χελώνας, μου φάνταζε μακρινή. Το Υψάριο λευκό. Έβλεπα το απέραντο νερό να ολοκληρώνει τον κύκλο του, ακουμπώντας στις δύο ακτές. «Ένας κόσμος, κλειστός, χωρισμένος στα δύο» σκέφτηκα. Το Αιγαίο στο βορεινό του άκρο. Έμοιαζε να είναι όλος ο μικρόκοσμος πλαισιωμένος από μία διαυγή στεφάνη, μεγεθυσμένος από τη μοναξιά του κόσμου.

Στο σημείο όπου καθόμουν συνειδητοποίησα πως, για να διακριθεί κανείς πρέπει να υπερβεί τις συνήθειες των ανθρώπων. Ν’ αγγίξει την υπερβολή. Παρόμοιες σκέψεις με επισκέπτονταν συχνά για να με ξαφνιάσουν, μαζί με τις εικόνες της πόλης που πετάριζαν μπρος στα μάτια μου, κάθε φορά διαφορετικές. Όπως εκείνη που αντίκρισα, μετά τη δυνατή βροχή ενός απογεύματος, την ώρα που καθάριζε ο ορίζοντας και η διαύγεια του αέρα ζωντάνευε τα πορφυρά χρώματα. Τότε που χρύσιζαν οι σταγόνες των κεραμιδιών πριν πέσουν στο χώμα. Ένα τμήμα λαμπερού νερού, πριν από το μεγάλο νερό της θάλασσας.

Ήταν φορές που το ίδιο τοπίο μου φαινόταν ξένο κι εχθρικό. Σκέφτηκα πως, ίσως κάποτε όλα αυτά να έμοιαζαν ξένα. Πράγματα που θα έπρεπε να είχα απορρίψει από καιρό.

Επιθυμούσα να προβλέψω το μέλλον μου. Κατάλαβα πως ο καλύτερος τρόπος γι’ αυτή την πρόβλεψη ήταν να το εφεύρω. Κι αυτό να ήταν το δικό μου μυστικό. Που όμως, δεν θα είχε λόγο να υπάρχει, παρά μόνο αν ανταγωνιζόταν την πραγματικότητα.

Όταν ήθελα να ξεκουραστώ από τη βοή του πλήθους και τις βαριές μυρουδιές των μπαχαρικών που καίγονταν, κατέβαινα στη θάλασσα να δω την πόλη από κάτω.Όταν έφτανε στο λιμάνι κάποιο πλεούμενο από τον Νότο, ζητούσα από τους άντρες των μηχανών να μου αφηγηθούν ιστορίες των τόπων που πάτησαν. Αυτοί σκούπιζαν τον ιδρώτα τους και δεν μου έδιναν την παραμικρή σημασία. Η φόρτωση των σιτηρών έπρεπε να περάσει από τα χέρια τους, από τις πλάτες τους να κυλήσουν τα σακιά στ’ αμπάρια. Μετρούσα τα σκάφη και έμπαινα στην κίνηση του λιμανιού. Από τα σκάφη άλλα εκτελούσαν δρομολόγια, άλλα ασχολούνταν με το ψάρεμα κι άλλα ήταν σταματημένα έξω από το λιμάνι στην αναμονή των καπνών, του βαμβακιού και του κρασιού του Παγγαίου Όρους.

Φανταζόμουν το δικό μου ταξίδι κι έπιανα φιλίες με Βλάχους χωρικούς που κατέβαζαν τα πρόβατά τους στη θάλασσα, με Βούλγαρους αχθοφόρους που έσπρωχναν τις φορτωμένες βάρκες, με καμηλιέρηδες και μαύρους της Αραβίας. Οι τελευταίοι κατέφθαναν ζητώντας δουλειά στις αποθήκες του καπνού ή στους κήπους των τσιφλικάδων.

Άλλοτε πάλι, μου άρεσε να παρομοιάζω τους τρούλους του τεμένους Ιμαρέτ με στήθια ξαπλωμένων γυναικών, έτσι όπως τα είχα δει μέσα στους ατμούς των λουτρών, όταν μια φοράμε πήρε μαζί της η μάνα μου.

Ένα μεσημέρι, στο προαύλιο του ναού της Παναγίας, μια γριά μου εξιστόρησε τον βίο του Όσιου Φιλόθεου που γεννήθηκε εδώ πριν από διακόσια πενήντα χρόνια. Έκανε τον σταυρό της κάθε φορά που αναφερόταν στα θαύματα και έκλαιγε γοερά όταν έφτανε στα μαρτύρια του Οσίου.

– Υπήρχαν δυο μοναστήρια στην πόλη, είπε. Το ένα στο όνομα της Θεοτόκου που ήταν αντρικό και το άλλο του Αγίου Λαζάρου που φιλοξενούσε γυναίκες. Ερημώθηκε των μοναχών, γκρέμισαν το άλλο οι Τούρκοι. Στη θέση του έχτισαν τζαμί και το χάρισαν στον Μεγάλο Βεζίρη Ιμπραχήμ.

Στη συνέχεια παραλογιζόταν περισσότερο κι έλεγε πως πρόλαβε η ίδια το ναΐδριο της Παναγίας της Καμμυτζιώτισσας. Αδιαφόρησα για την ανακρίβεια των χρονολογιών και αφέθηκα ν’ ακούσω τον τρόπο που μου περιέγραφε η γερόντισσα την εικόνα Εκείνης της Παναγίας.

– Ήταν ιδιότροπη η Ευλογημένη, είπε. Είχε τα βλέφαρα σμιχτά και δεχόταν τους προσκυνητές Της με μισόκλειστα μάτια, βλοσυρά. Ήταν γεμάτη περηφάνια και αλαζονεία, η Ανύμφευτη. Και τα θαύματα που έκανε, τα χάριζε από ψηλά.

Σχημάτιζε το σημείο του σταυρού και δε χρεωνόταν καμιά αμαρτία με τις κατηγορίες.

– Ήμουν κάποτε αμαρτωλή, είπε, και το ήξερα. Γι’ αυτό δεν αξιώθηκα να δω τη σκιά Της όταν έβγαινε απ’ το εικόνισμα και περπατούσε στα ντουβάρια. Άλλες την είδαν κι ευλογήθηκαν από τη Χάρη Της. Εγώ της είχα ζητήσει δυο πράματα: Να ζήσει τον άντρα μου και να θεραπεύσει την κόρη μου. Τον άνδρα μου τον κράτησε στη ζωή, το κορίτσι μου το πήρε. Και ξέρεις γιατί; Επειδή το είχα μονάκριβο, γι’ αυτό. Ήταν ιδιότροπη Εκείνη, είχα αμαρτήσει κι εγώ…  Ήμουν νέα, δε γινόταν αλλιώς.

Αίφνης η γερόντισσα ρώτησε.

– Ο δικός σου Θεός κάνει θαύματα;

– Κάνει, απάντησα σαστισμένος και δεν ήξερα σε ποιο θαύμα να αναφερθώ.

Είδα τη γριά που κοίταζε αφηρημένη μια αράχνη.

– Ξέρεις πόσα μάτια έχει αυτή; την άκουσα που ρωτούσε καθώς απομακρυνόμουν.

Δε γύρισα να απαντήσω. Στο τέρμα του κατήφορου με έφτασε η φωνή της.

– Οχτώ.


Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος