Στα λιμνάζοντα «Γλυκά Νερά» του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος

Πώς το αποτρόπαιο έγκλημα στα Γλυκά Nερά ανέδειξε για πολλοστή φορά με κυνικότητα την παθογένεια του καχεκτικού θεσμού της υφ’ όρων απόλυσης και την επικίνδυνη κατάργηση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας σεσημασμένων δραστών σε συνδυασμό με το τριτοκοσμικό σωφρονιστικό σύστημα της χώρας μας - Ειδεχθές έγκλημα και αντεγκληματική πολιτική


 

Του Μανώλη Δ. Βονικάκη

 


Μου κόλλησε στο μυαλό
το τσιμπούρι του κακού…
όλα τα νομίζω μίσος,
όλα τα λέω «μίσος»
[ Ι. Καρυστιάνη, Τα σακιά ]

Ημνημειώδης ρήση «Perreat delictum δεν σημαίνει vivat poena» του κορυφαίου διδασκάλου Νικολάου Χωραφά, ειπωμένη δια στόματος του Καθηγητή μου στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, μέσα στο αμφιθέατρο το μακρινό πλέον εκείνο απόγευμα του σωτήριου 2001 ηχεί τόσο επίμονα μέσα στο μυαλό μου τις τελευταίες ημέρες δη μετά την στυγερή δολοφονία συρρέουσα με ληστεία και κατά εδραιή πιθανολόγηση βιασμό του θύματος από τους σεσημασμένους ιδιαίτερα επικίνδυνους και αμετανόητους δράστες.

Η δραματική επικαιρότητα στην Eλλάδα του 2021, μέσα στην δίνη μιας τεραστίων διαστάσεων δημοσιονομικής – οικονομικής κρίσης της οποίας τις μετασεισμικές δονήσεις ακόμη βιώνουμε,  σε συνδυασμό με τις τεκτονικές αλλαγές και τα νέα ήθη που επέβαλλε διεθνώς η πανδημία του covid-19, πρωτίστως επί τη βάσει των σοβαρών επιπτώσεων στην ψυχοσύνθεση των πολιτών με την ανατροπή της καθημερινότητάς τους και διαρρηγνύοντας κατ’ ουσίαν κεκτημένα και συνήθειες αιώνων,  θέτει υπό αμφισβήτηση την θεμελιώδη αρχή που διέπει (και ορθώς) τον «νέο» και φευ ήδη «παλιό» Ποινικό Κώδικα, όπως αυτός ισχύει σήμερα μετά την καινοτόμα και εκ θεμελίων τελευταία τροποποίηση του με το Ν. 4619/2019 και το Ν.4637/2019, και η αρχή αυτή είναι ότι η ποινή πρέπει να αποτελεί το έσχατο καταφύγιο (ultimum refugium, ultimum remedium, ultima ratio) της έννομης τάξης στον αγώνα της κατά της εγκληματικότητας.

Η αντιμετώπιση, η αποτελεσματική αντιμετώπιση των εγκλημάτων και συνακόλουθα των εγκληματιών δεν άγει στο μονόδρομο της προσφυγής σε αυστηρότερες ποινικές κυρώσεις κατ’ ανάγκη. Η στείρα προσφυγή σε δρακόντειες ποινές συχνάκις οδηγεί στο αδιέξοδο του γιγαντισμού του ποινικού δικαίου με ελλοχεύοντες κινδύνους για το Κράτος Δικαίου, τις συνταγματικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών.

Η υπερτροφία του Ποινικού Δικαίου ανατροφοδοτούμενη τα τελευταία χρόνια από αναχρονιστικές διατάξεις  και η ταυτόχρονα επιτακτική ανάγκη αποσυμφόρησης των Ελληνικών Φυλακών, οδήγησαν τον νομοθέτη σε ένα γενναίο εκσυγχρονισμό του ποινικού οικοδομήματος το 2019 (τροποποιήσεις ΠΚ και ΚΠΔ) με πρωτεύουσα σκοποθεσία την ευθυγράμμιση της έννομης τάξης της χώρας μας με την σύγχρονη συνταγματική, διεθνοσυμβατική και ευρωπαϊκή έννομη τάξη, επί τη βάση των θεμελιωδών αρχών του Κράτους Δικαίου και της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας, όπως αποτυπώνονται στον καταστατικό χάρτη της EΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου).

Υπό το πρίσμα αυτών των θέσεων και ορθών δογματικά επιδιώξεων το όλο εγχείρημα του 2019, μόνον θετικό πρόσημο μπορούμε να πούμε ότι έχει ειδικά αν αναλογιστούμε  τις εν πολλοίς πρόχειρες «φωτογραφικές» και συχνάκις άστοχες αλλεπάλληλες τροποποιήσεις που προηγήθηκαν (ν. 1941/91, ν. 1968/91, ν. 2172/93, ν. 2207/94, ν. 2225/94, ν. 2298/95, ν. 2331/ 95 και ν. 2343/95), προκειμένου είτε να ρυθμιστούν νέα δεδομένα, είτε να ασκηθεί αντεγκληματική πολιτική με βάση συγκυριακά περιστατικά τις προηγούμενες δεκαετίες.

Ιδιαίτερα απασχόλησαν τη θεωρία ορισμένες μεταβολές που είχαν εμφανή τα ίχνη της επίκαιρης και εν θερμώ νομοθετικής παρέμβασης, χωρίς να εναρμονίζονται με τις γενικές αρχές του ΠΚ αλλά και την αποτελεσματική άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής. Το ίδιο ισχύει και σήμερα.

Δεν είναι δυνατόν ο Ποινικός Κώδικας να χρησιμοποιείται ως το μοναδικό ανάχωμα για χάραξη στέρεης και αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής.

Στην χώρα μας δυστυχώς συνηθίζουμε σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου αλλά και ιδωτικού βίου μας να είμαστε επιμυθείς και ουχί προμηθείς, εννοώντας πως δεν επενδύουμε σε διακαιοπροληπτικά μέτρα περιορισμού της εγκληματικότητας οικοδομώντας ένα σύγρονο, εύρυθμο και λίαν αποτελεσματικό σωφρονιστικό σύστημα με γνώμονα τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα (Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία, Γαλλία).

Είναι δυστυχώς κοινό ανομολόγητο μυστικό, ότι οι ελληνικές φυλακές ούσες υπερκορεσμένες, απαρχαιωμένες, δυσλειτουργικές, με τεράστιες ελλείψεις τόσο σε κτηριακό επίπεδο όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό κρίνονται παγίως  αναποτελεσματικές ως προς την θεμελιώδη αποστολή τους, η οποία θα έπρεπε να είναι ο σωφρονισμός και η αρμονική επανένταξη του κρατουμένου μετά την έκτιση της ποινής του στο κοινωνικό σύνολο.

Η φυλακή στην Ελλάδα πέρα από την κτιριακή της αναβάθμιση που είναι επιτακτική θα πρέπει άμεσα να ευθυγραμμιστεί με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, τούτο όμως απαιτεί γενναία κρατική χρηματοδότηση και πρωτίστως άρση των πέπλων αδιαφάνειας που κυριαρχούν εντός της.

Ι. Ιδιαίτερη επικινδυνότητα

Σε νομοθετικό επίπεδο ο συντάκτης του παρόντος θεωρεί ότι άμεσα δέον όπως τροποποιηθεί ο νέος ΠΚ με την επαναφορά τις έννοιας της ιδιαίτερης επικινδυνότητας σε όλες τις περιπτώσεις που αυτή καταργήθηκε. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της διάταξης του άρθρου 374 ΠΚ για τις διακεκριμένες κλοπές.

Με την ισχύουσα νέα διάταξη του άρθρου 374 ΠΚ  καταργήθηκαν οι περιπτώσεις ΣΤ΄ και Ζ’ του προϊσχύσαντος άρθρου 374 ΠΚ. Η δικαιολογία που προβάλλεται στην εισηγητική έκθεση δημιουργεί απορίες. Η επικινδυνότητα καλύπτει περιπτώσεις ιδιαίτερης απαξίας που δεν καλύπτονται από τα λοιπά εδάφια του αρθρ. 374 ΠΚ, κυρίως δε περιπτώσεις υπερνίκησης σπουδαίων εμποδίων που αποδεικνύουν “όλως ιδιαιτέραν δύναμιν… εγκληματικής βουλήσεως” (Αιτιολ. 33, 563, π.χ. περίπτωση διάρρηξης με τη μέθοδο ριφιφί). Η έννοια της επικινδυνότητας, εξ άλλου, έχει διευκρινισθεί επαρκώς στη νομολογία μας, πράγμα που επιτρέπει τη σχετικά ασφαλή και ενδεδειγμένη εφαρμογή της.

Πράγματι, η νομολογία του ΑΠ αποβλέπει σε διάφορα κριτήρια, όπως στη βάσιμη πιθανότητα να υποπέσει ο κατηγορούμενος στη διάπραξη νέων εγκλημάτων, στην όλη ψυχική του ετοιμότητα, στην ανυπαρξία αντίστασης, στην κλίση και ροπές αυτού (ΑΠ 377/80 ΠΧ Λ/566), στις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε το έγκλημα (χρόνο, τρόπο, τόπο, ιδιαίτερα τεχνάσματα, μεθοδικότητα, συστηματικότητα, διάπραξη και άλλων εγκλημάτων στο παρελθόν κλπ. – βλ. π.χ. ΑΠ 179/76 ΠΧ ΚΣΤ/630, ΑΠ 440/82 ΠΧ ΛΒ/942, ΑΠ 155/75 ΠΧ ΚΕ/551), στο ότι λόγω της βαρύτητας της πράξης, των συνθηκών τέλεσης της, των αιτίων που ώθησαν τον δράστη και της όλης προσωπικότητας του, υπάρχει βάσιμη πιθανότητα, ότι αυτός θα διαπράξει στο μέλλον νέα εγκλήματα και δη τέτοιας σοβαρότητας, ώστε η διατάραξη, της έννομης τάξης από αυτά, να είναι σημαντική, για την κρίση δε αυτή σκοπείτε ο χρόνος εκδίκασης της πράξης και όχι ο χρόνος τέλεσης της (ΑΠ 877/73 ΠΧΚΔ/406, ΑΠ 100/74 ΠΧ ΚΔ429, ΑΠ 1640/81 ΠΧ 1 Β/752, ΑΠ 52/82 ΠΧ ΛΒ/774). Όπως δέχεται η νομολογία, η έννοια του ιδιαιτέρως επικινδύνου είναι έννοια νομική και υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 811/74 ΠΧ ΚΕ/174). Δεν πρόκειται για “νοομαντεία”, όπως αναφέρθηκε στη σχετική συζήτηση της Διαρκούς Επιτροπής, αλλά για διάγνωση διαθετικής έννοιας (Dispositionsbegriff) η οποία υπόκειται σε συγκεκριμένους προσδιορισμούς κανόνες και έχει απασχολήσει την επιστήμη (βλ. διεξοδικά Μυλωνόπουλου, “Διαθετικές έννοιες και Ποινικό δίκαιο”, Υπεράσπιση 93 σελ. 473 επ., του ιδίου, Komparative und Dispositionsbegriffe im Strafrecht, Muenchen (Lang) σελ. 74 επ.

Αλλά και η δικαιολογική βάση της κατάργησης του εδ. Ζ’ του αρ. 374 ΠΚ είναι, ομοίως, εκτεθειμένη σε αντιρρήσεις. Το αναφερόμενο στην εισηγητική έκθεση ότι αν ο δράστης “αρπάξει το αντικείμενο αιφνιδίως, χωρίς βία, η περίπτωση δεν διαφέρει από την κοινή κλοπή”, είναι μεν ακριβές από πλευράς στοιχείων αντικειμενικής υποστάσεως, δεν αναιρεί όμως τους λόγους που ώθησαν τον νομοθέτη να αξιολογήσει βαρύτερα αυτόν τον τρόπο τέλεσης της κλοπής, οι οποίοι εξακολουθούν να υπάρχουν στο ακέραιο.

ΙΙ. Υφ’ όρων Απόλυση

Οι νέες διατάξεις για την υφ’ όρον απόλυση βρίσκονται κατ’ αρχήν σε αρμονία με τη διεθνή πρακτική και είναι λυσιτελείς από πλευράς αντεγκληματικής πολιτικής.

Ωστόσο και δυστυχώς στη χώρα μας πρακτικά η υφ’ όρων απόλυση υπόκειται αποκλειστικά και μόνο σε ποσοτικά-χρονικά κριτήρια με την απόλυτη παντελή ανυπαρξία ποιοτικών χαρακτηριστικών στις προϋποθέσεις για την εφαρμογή της.

Οδηγούμεθα έτσι στο παράλογο αποτέλεσμα να έχουμε αποφυλακίσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων δραστών με βαριά ποινικά μητρώα και εγκλήματα ειδεχθή μείζονος ηθικοκοινωνικής απαξίας. Θα σπεύσω με ένα παράδειγμα να καταστήσω σαφή τη δογματική θέση μου και στο μη μυημένο στο ποινικό δίκαιο αναγνώστη.

Ας κάνουμε την υπόθεση εργασίας ότι στην υπόθεση στα Γλυκά Νερά το θύμα δεν δολοφονούνταν, παρά έχανε τις αισθήσεις του μετά από βιασμό και βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη.

Κατά συνέπεια τα αδικήματα που θα τελούσαν σε αυτή την περίπτωση οι ιδιαίτερα επικίνδυνοι ανάλγητοι και σκληροί αυτοί δράστες και τα οποία θα συνέρρεαν αληθώς θα ήταν : 1.Βιασμός, 2. Ληστεία, 3. Βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη

Με την διάταξη του άρθρου 52 του νέου ΠΚ με την θέσπιση του ανώτατου ορίου ποινής καθείρξεως στα 15 έτη για έκαστο από τα ως άνω κακουργήματα κατά τη συγχώνευση της συνολικής ποινής καθείρξεως εις έκαστον δράστη, η ανώτατη ποινή που θα επιβάλλετο χωρίς την αναγνώριση φυσικά κανενός ελαφρυντικού θα ήταν : 15 έτη για το βιασμό + 5 έτη για τη ληστεία + 5 για τη βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη = συνολική ποινή 25 έτη κάθειρξης, με εκτιτέα τα 20 έτη κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1 Π.Κ.

Με τα ισχύοντα στον παρόντα κώδικα για την υφ’ όρων απόλυση οι δράστες θα αποφυλακίζονταν αφού υποχρεωτικά εξέτιαν τα 3/5 των 20 ετών στο παράδειγμά μας. Άρα 12 έτη κάθειρξης, φευ!!!!!! με την διαφορά όμως ότι σε πραγματικό χρόνο έκτισης, ημερολογιακό, θα έπρεπε υποχρεωτικά να εκτίσουν μόνον το 1/3 των 12 ετών άρα 4 έτη και τα υπόλοιπα 8 έτη δύνανται να εκτίσουν πλασματικά με ευεργετικό υπολογισμό των 2/3 με ημερομίσθια εντός σωφρονιστικού καταστήματος ή ακόμη πιο ευεργετικά εντός αγροτικής φυλακής, κοντολογίς σε συνολικά περίπου 7-8 έτη θα αποφυλακιστούν για να συνεχίσουν ακάθεκτοι οι δράστες του παραδείγματος μας την δράση τους!!!!

Πάμε τώρα να δούμε τι γίνεται σε Γερμανία και Γαλλία και γιατί επιμένω να τονίζω την ανάγκη θεσμοθέτησης αυστηρών ποιοτικών κριτηρίων για την υφ’ όρων απόλυση ενός κρατουμένου από τη φυλακή που τω όντι έχει κατορθώσει να σωφρονίσει έναν τέτοιο δράστη.

Κατά το γερμανικό δίκαιο το Δικαστήριο, συναινούντος του καταδίκου, αναστέλλει την εκτέλεση του υπολοίπου της πρόσκαιρης στερητικής της ελευθερίας ποινής υπό τον όρο της δοκιμασίας, όταν ο κατάδικος έχει εκτίσει τα δύο τρίτα της ποινής του (πάντως τουλάχιστον δύο μήνες) και μπορεί βασίμως να πιθανολογηθεί ότι δεν θα τελέσει αξιόποινες πράξεις στο μέλλον. Η αναστολή διατάσσεται και μετά την έκτιση του ημίσεος της ποινής (πάντως όχι πριν από την παρέλευση εξαμήνου) αν ο κατάδικος αφ’ ενός μεν εκτίει για πρώτη φορά ποινή στερητική της ελευθερίας που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια, αφ’ ετέρου δε από τη συνολική εκτίμηση της πράξης, της προσωπικότητας του καταδίκου και της όλης εξέλιξης του κατά την έκτιση της ποινής, προκύπτει ότι συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις (παρ. 57 γερμ. ΠΚ – βλ. σχετ. Mueller – Dietz, Probleme der Sozialprognose, NJW 73, 1065, Simson. Die bedingte Freilassung im modernen Recht, ZStW 67, 48). Αν πρόκειται για ισόβια κάθειρξη απαιτείται η έκτιση τουλάχιστον δεκαπέντε ετών. Πρέπει, επίσης, να μην επιβάλλεται η περαιτέρω έκτιση από την ιδιαίτερα βαρεία ενοχή του καταδίκου (παρ. 57 γερμ. ΠΚ – βλ. σχετ. Beckmann, Die Aussetzung des Strafrestes bei lebenlanger Freih eitsstrafe NJW 83, 537, Bode, Die bedingte Aussetzung der lebenslangen Freiheitsstrafe σε: Faller-Festschrift, 1984, 325).

Κατά το γαλλικό δίκαιο η υφ’ όρον απόλυση (liberation condition nelle), που ρυθμίζεται από τα άρθρα 729 επ. του γαλλ. Κ.Π.Δ., δεν μπορεί να χορηγηθεί παρά μόνον αν ο κατάδικος έχει εκτίσει ένα μέρος της ποινής του, ήτοι το ήμισυ αν πρόκειται για πρώτη καταδίκη σε πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή, και τα δύο τρίτα αν πρόκειται για υπότροπο. Αν η κάθειρξη είναι ισόβια, για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης απαιτείται εγκλεισμός τουλάχιστον δεκαπέντε ετών στις φυλακές. Η χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης, εξ άλλου, προϋποθέτει ότι ο κατάδικος παρέχει “σοβαρά εχέγγυα (gages) κοινωνικής αναπροσαρμογής” (βλ. Pradel, Droit penal general, τ. 1, 10η έκδ. 1995, σελ. 780, Code de procedure penale 57η έκδ. (όπως ισχύει από 1.3.1994) υπό Pradel – Casorla, Dalloz 1995-96).

Δεν είναι λοιπόν δυνατόν στην χώρα μας να αποτελεί αποκλειστικό  τοις πράγμασι κριτήριο για την υφ’  όρων απόλυση η πλήρωση της χρονικής προϋπόθεσης χωρίς να συνοδεύεται από εχέγγυα πραγματικού σωφρονισμού και ειλικρινούς διάθεσης κοινωνικής επανένταξης, ποιοτικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να εξετάζεται ότι συντρέχουν ad hoc από διεπηστημονική επιτροπή αποτελούμενη από τον Διευθυντή της Φυλακής, τον κοινωνικό λειτουργό της φυλακής, τον ψυχολόγο-ψυχίατρο της φυλακής και τον Εισαγγελέα του τόπου εκτέλεσης.

ΙΙΙ. Υποτροπή

Η κατάργηση με τον Ν.4619/2019 των άρθρων 88 έως 93 του Π.Κ,  που αναφέρονταν στην υποτροπή (βλ. σχετ. Δημητράτο, ΠοινΧρΜΓ’, 248 επ., Δημητριάδη, ΠοινΔικ 2013, 827 επ., Φασούλα, ΝοΒ 2004, 940) και στην ποινή της αόριστης κάθειρξης στους καθ’ έξη υπότροπους εγκληματίες.

Ο καθηγητής μου στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ  Αριστοτέλης Xαραμπάκης έγραφε προφητικά το 2019, στα ερμηνευτικά του σχόλια για την κατάργηση του άρθρου 88 ΠΚ (Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη) :   « Οι βασικοί λόγοι που προβάλλονται για την κατάργησή της ποινής της αόριστης κάθειρξης, ως αιτιολογία της κατάργησής της προβάλλεται ότι αποτυπώνει απαρχαιωμένες αντιλήψεις που ανάγονται σε εποχές που στην επιστήμη επικρατούσε η άποψη ότι οι «αδιόρθωτοι εγκληματίες» θα πρέπει να αποπέμπονται ουσιαστικά από την κοινωνία. Πέραν τούτου, η ίδια η αναφορά στους «αδιόρθωτους» εγκληματίες εμφανίζεται σήμερα στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνικών επιστημών εξαιρετικά αμφισβητούμενη και εννοιολογικά αμφιλεγόμενη, ενώ η προβλεπόμενη για αυτούς ποινή της αόριστης κάθειρξης δύσκολα συμβιβάζεται με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ενοχής και τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα του φιλελεύθερου δικαίου.

Η τελευταία αυτή σκέψη προσεγγίζει την πραγματικά καίρια ένσταση που μπορεί να προβληθεί κατά του θεσμού της αόριστης κάθειρξης. Όσο και αν κάποιες «σύγχρονες» τάσεις στις εγκληματολογικές επιστήμες προσπαθούν σήμερα να αμφισβητήσουν την ύπαρξη «αδιόρθωτων» εγκληματιών, η οδυνηρή εμπειρία της καθημερινότητας οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα, ιδίως όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων (εγκλήματα βίας, σεξουαλικά εγκλήματα, κάποια οικονομικά εγκλήματα κ.λ.π.), όπου η καθ’ έξη τέλεσή τους είναι απόλυτα συνηθισμένο φαινόμενο. Κατά συνέπεια, η άποψη περί μη υπάρξεως «αδιόρθωτων» εγκληματιών πρέπει να θεωρηθεί μάλλον εκτός κοινωνικής πραγματικότητας. Όμως παρόλα αυτά η ποινή της αόριστης κάθειρξης πρέπει να καταργηθεί γιατί πράγματι δεν έχει χώρο στο σύγχρονο, από ανθρωπιστικές αντιλήψεις διαπνεόμενο, ποινικό δίκαιο.»

Συμπερασματικά, από καθαρά φιλοσοφικό εφαλτήριο που δεν είναι άλλο από την υπεροχή του καντιανού υπερβατικού ιδεαλισμού στον αντίποδα του σωκρατικού ρασιοναλισμού, πιστεύοντας ακράδαντα στην ύπαρξη του «πραγματικά κακού» εγκληματία (real bad) που η διαβρωτική μολυσματική δύναμη του Κακού έχει εμποτίσει ανεξίτηλα κάθε εγκαφαλικό του κύτταρο με αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρεται για το κοινωνικό  δέον, να μην είναι ηθικά σφυρηλατήσιμος και που φέρεται σαν «ξένος» πιστεύοντας ότι η βία είναι η μοναδική φυσική τάση, ο ηθικός αυτός Κουασιμόδος δεν αναγνωρίζει την έννοια τους εγκλήματος.

Και ναι ξέρω ότι κάποιοι θα με κατηγορήσουν ότι διολισθαίνω επικίνδυνα σε λομπροζιανές παραδοχές αλλά αυτή μου η πεποίθηση σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν είναι απότοκος ενός  τοξικού ταμιευτήρα της υπερχειλούς κοινωνικής αγανάκτησης σε αποτρόπαια εγκλήματα της επικαιρότητας αλλά προϊόν μαχροχρόνιας θεωρητικής μελέτης και έρευνας στο χώρο των «σκληρών» ποινικών εντός ελληνικών φυλακών, πέφτοντας  συνέχεια πάνω στον τοίχο της Ιστορίας του εγκλήματος, έτσι όπως την περιγράφει ο μεγάλος Αντόνιο Ματσάδο, άγρια, τραχειά, καταραμένη, ένα κομμάτι πλανήτη όπου περιπλανάται ο ίσκιος του Κάιν. Στον τοίχο αυτό που αναρριχάται και απλώνεται χωρίς ποτέ να σταματάει ολοένα και πιο ψηλός, ολοένα και πιο πυκνός ο αποθαρρυντικός κισσός της αιτιότητας.

Αγαπητοί αναγνώστες, ας κρατήσουμε ωστόσο για το τέλος την αναντίλεκτη διαπίστωση ότι το Κράτος Δικαίου αποκτά την πραγματική του υπόσταση μέσω των εγγυήσεων του ποινικού φιλελευθερισμού. Όταν θέλουμε ένα «υδραργικό» Ποινικό Δίκαιο, άλλοτε δρακόντειο και άλλοτε επιεικές ανάλογα με το κοινό αίσθημα, νομίζω ότι οδηγούμεθα πλησίστιοι στην υπονόμευση της ίδιας της Δημοκρατίας και των θεσμών της.

Αυτές τις αφετηριακές σκέψεις πάνω στον εναγώνιο καίριο διεπιστημονικό δημόσιο διάλογο που άνοιξε το ειδεχθές έγκλημα στα Γλυκά Νερά, αφιερώνω σαν τον δικό μου ασήμαντο ψίθυρο, κάτι σαν τα μικρά ασημένια τάματα επάνω σε μεγαλοπρεπείς θαυματουργές βυζαντινές εικόνες. Ας ευχηθούμε πως σύντομα η ελληνική Πολιτεία θα ενσκήψει με σοβαρότητα πάνω στο φλέγον ζήτημα του εκσυγχρονισμού του δυστοπικού σωφρονιστικού μας συστήματος, ώστε να επιχειρήσουμε έστω την επίτευξη του αδύνατου…να αποτελέσουν μια μέρα τα σωφρονιστικά ιδρύματα κύτταρα πνευματικής και ψυχικής αναγέννησης λειτουργώντας ως κοινωνικοί ανελκυστήρες για την επανένταξη του κρατουμένου.


Ο Μανώλης Δ. Βονικάκης είναι δικηγόρος-ποινικολόγος